Δημήτριος Κουτρουμπής: ο γέροντας της Βουλιαγμένης

της Μαρίας Τσάτσου

Η ζωή του Δημητρίου Κουτρουμπή μού ήταν γνωστή πολύ πριν γνωρίσω το πρόσωπό του. Από τις διηγήσεις της καθηγήτριας στο Αρσάκειο Ψυχικού και φίλης μου Βασιλικής Βώκα, ήξερα πως στη Βουλιαγμένη ζει ένας ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος διαβάζει τις νύχτες ως αργά, έχει ταξιδέψει πολύ, κι ενδιαφέρεται μεταξύ άλλων για τον Ιωάννη Καποδίστρια. 

Ήξερα επίσης ότι μια ιδιομορφία στο πόδι, μια επίκτητη «ατέλεια», είχε περιορίσει τον ηλικιωμένο κύριο μόνιμα σχεδόν σε μια πολυθρόνα. 

Η πραγματική συνάντηση με τον Δημήτριο Κουτρουμπή έγινε κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στο σπίτι της Βουλιαγμένης, το καλοκαίρι του 1978. Η πρόσκληση είχε χαρακτήρα impromptu. Από τους συνδαιτυμόνες θυμάμαι φυσικά την Βασιλική Βώκα και την Avril Bruten, καθηγήτρια στην Οξφόρδη. Ο οικοδεσπότης ήταν ντυμένος με κομψότητα. Φορούσε ρολόι με καδένα. Τα μακριά ψαρά γένια του δέσποζαν. Κυρίως όμως ήτανε η φωνή του. Θα την έλεγα λυρική και παιχνιδιάρικη μαζί. Αλάφραινε τον αξιόλογο σωματικό όγκο του Κουτρουμπή, όπως αλάφραινε – αυτό αργότερα το κατάλαβα – και διάνθιζε μ’ ένα λεπτό ωραϊστικό χιούμορ και τις πιο ερεβώδεις και σκοτεινές πλευρές της ζωής των ανθρώπων. Η φωνή κελαηδούσε μ’ εφηβικότητα κατά τη διάρκεια του γεύματος σπάζοντας τους πάγους, υψώνοντας το ευτελές ινδικό μου φουστάνι σε κάτι πριγκηπικό. Υπήρχε μια διάχυτη μουσική την οποία μετέφερα σπίτι μου. Αυτή η χαμένη άρρητη μελωδία την οποία υπέβαλλε με τρόπους μυστικούς και μυστήριους στους συνομιλητές του ο Κουτρουμπής, η πολύτιμη αποσκευή που συναποκόμισα εκείνη την πρώτη φορά και τις άλλες που ακολούθησαν. Φεύγοντας, μου είπε να μη χαθώ ή κάτι τέτοιο. 

Και έκτοτε, δεν ξέρω ακριβώς πώς, έγινα ένας από τους habitués του σπιτιού της Βουλιαγμένης. Και δεν ξέρω τι πιο πολύ μου άρεσε: το να πηγαίνω – ενίοτε – με κάποιο αντίδωρο ή ενθύμιο από τα ταξίδια μου που γινότανε δεκτό μ’ ενθουσιασμό πάντα, μ’ επιφωνήματα ενθουσιασμού και αγάπης- το να μένω, εισπνέοντας τις πλούσιες σιωπές που μου προσφέρονταν και τα μαθήματα, ή το να φεύγω, ενώ με ακολουθούσε μέχρι το μπαλκόνι η παρουσία του αγαπητού γέροντα που μου έγνεφε φιλικά μέσ’ από τη βυσσινιά ρόμπα του; Νομίζω αυτό. Αυτό το βλέμμα που έριχνα πίσω, τα γένια που δέσποζαν, ο χαιρετισμός, το μεγάλο σώμα στην κουπαστή, μια έκταση χάριτος, κατόπιν το κατηφόρισμα από την Ευρυδίκης, μέσα στη σιωπή, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, ίσως μια κουκουβάγια – από τις τελευταίες- ένας σκύλος ή μια γάτα, κάποιο ταξί που θα μ’ έφερνε στο Ψυχικό, η μεγάλη συγκίνηση, μελαγχολία μπορεί, αλλά κυρίως αυτή η ευταξία, η πεποίθηση ότι υπήρχε τάξη, ήμουνα μέσα στην τάξη, όχι χάος, αλλά τάξη άγνωρη. Όχι κακοφωνία, αλλά μάλλον δυσανάγνωστη μουσική γραφή… 

Το δωμάτιο στο οποίο με δεχόταν ο Δημήτριος Κουτρουμπής βρισκόταν στο ρετιρέ μιας πανύψηλης πολυκατοικίας∙ από κει που καθόμασταν, το σπίτι είχε λογικό ύψος, κι έβλεπε σ’ ένα λόφο, που ο Κουτρουμπής τον θυμόταν κατάφυτο. Απ’ την άλλη πλευρά, εξ αιτίας της κατωφέρειας του εδάφους, το σπίτι ήταν πανύψηλο. Είχε πανοραμική θέα σ’ όλο τον όρμο και τη μαρίνα της Βουλιαγμένης κι ακόμη πιο μακριά. Κρεμασμένη στο μπαλκόνι ένιωθα να πλέω σε αερόστατο. Παρ’ όλα αυτά, σ’ εκείνα τα ύψη φώλιαζαν πάμπολλα μυρμήγκια που τον αναστάτωναν με τις ατασθαλίες τους. 

Ο Δημήτριος Κουτρουμπής καθόταν σε μια απλή μπερζέρα με κάλυμμα κοκκινωπό. Σ’ ένα μικρό σκαμπώ ακουμπούσε το πονεμένο του πόδι. Μπροστά υπήρχε ένα τραπέζι ή μάλλον μια μακρόστενη τάβλα σε δυο επίπεδα με μικρά βιβλία, τ’ αναγκαία του καπνίσματος και κάποια μικροαντικείμενα. Απέναντί του, μία πολυθρόνα για τον συνομιλητή του. Στους τοίχους και κάτω, σε μικρές χαμηλές βιβλιοθήκες υπήρχαν βιβλία. Μερικές καρέκλες. Όλα ήταν απλά και απέριττα. Αυστηρά και τρυφερά λειτουργικά. Ο,τιδήποτε περιττό θα ήταν λάθος. 

Εκεί παίρναμε το τσάι μας ή πίναμε το γιατρικό που προτιμούσε ο Κουτρουμπής, τζιν με πορτοκαλάδα. Εκεί το σούρουπο, έπεσε πάμπολλες φορές πάνω μου σα δίχτυ μαγικό κι ένιωσα κάποια δύναμη να με παίρνει και να με συνεπαίρνει μέσα σε μια σίγουρη μοναξιά που μοναξιά δεν ήτανε αφού ήξερα πως ο γέροντας δε με αφήνει από κοντά του και με παρατηρεί μέσα από τα σύννεφα του τσιγάρου του. Κάπνιζε ασταμάτητα. Τα λεπτά χορευτικά δάχτυλα, κιτρινισμένα, μουσικότατα, θα άναβαν το ένα μετά το άλλο τα Καρέλια, σκέτα. Κάποια στιγμή ένα εμβόλιμο PLAYER’S για να σπάσει η μονοτονία. Θα με κοίταζε ατελείωτα χωρίς να λέει λέξη, χωρίς να λέω λέξη. Στη σιωπή του λέξη δε χωρούσε. Του πήγα τα ποιήματά μου να τα διαβάσει. Μετά από λίγο καιρό τον ρώτησα αν τα διάβασε. Δεν απάντησε. Ο γραπτός λόγος, μάλλον ο λόγος γενικά, φόβιζε τον Κουτρουμπή. Κρατούσε τις σημειώσεις του στα μικρά άσπρα χαρτάκια από τα κουτιά των τσιγάρων. Θα πρέπει να διάβαζε, δεν είμαι σίγουρη. Οπωσδήποτε Συναξαριστή. Τι άλλο; Θεωρούσε πολύ μεγάλο και βαθύ ποιητή τον David Jones που εμείς εδώ ελάχιστα τον γνωρίζουμε. Αυτή την αγάπη του για τον Jones τη μετέδωσε και σε μένα. «Είναι ένας κόσμος ολόκληρος», έλεγε. Ο μυστικός, συμβολιστικός κόσμος του Jones, όπου ο κατατεμαχισμένος λόγος και η καταστροφή της τυπικής λογικής αναδεικνύουν την ουσιαστική ενότητα των πραγμάτων ταίριαζαν απόλυτα στη φύση του Κουτρουμπή. Αγαπούσε επίσης πολύ τον Καβάφη, τον οποίον θεωρούσε ένα είδος «ποιητικής σύνοψης», όπως τον έθελγε και ο κόσμος της Βιρτζίνια Γουλφ και των μετα-Βικτωριανών. Η μακρά, πολυσήμαντη θητεία του Δημητρίου Κουτρουμπή στον δυτικό κόσμο, στον καθολικισμό, η ζωή στην αγαπημένη του Οξφόρδη, οι Εγγλέζοι φίλοι, η αγάπη του και η γνώση του για τη Δύση, τον έκαναν για μένα έναν άνθρωπο, υπό την ευρύτερη έννοια της Αναγέννησης. Έναν Αναγεννησιακό άνθρωπο του φωτός, της ευδαιμονίας μέσα στην Κτίση, της χαράς που δίνει η Χάρις μέσα από την αναγέννηση του ανθρώπου.  Και που παραδόξως – ή μάλλον καθόλου παραδόξως – αγαπούσε εξ ίσου τα Άνθη της Ερήμου, τους Ανατολικούς Μυστικούς, το εκκλησιαστικό τυπικό και την υποβλητική σκούρα ατμόσφαιρα της Ρωσικής Εκκλησίας. Όνειρό του ήταν να πάει στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη. Από τα ταξίδια μου στη Ρωσία, του έφερα χάρτες, πολλά είδη βαριών τσιγάρων, ένα τασάκι, που όλα τα είχε σε περίοπτη θέση. Αλλά το ταξίδι στη Μόσχα απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ καθώς η υγεία του χειροτέρευε.

Τον Κουτρουμπή, οι φίλοι και οι γνωστοί του τον ονόμαζαν «Μάστορη». Και Μάστορης ήταν. Κατείχε τα μυστικά της συναρμολόγησης των σκόρπιων κομματιών, ήξερε την τέχνη της εναρμόνισης των αντιθέτων. Κοντά του ακουγόταν η Μουσική των Σφαιρών: Παραφράζοντας τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, πιστό φίλο και πνευματικό συνδαιτυμόνα του, θα μπορούσα να πω ότι ήταν ο ίδιος αυτός η Αρχιτεκτονική Σύνθεση της Σκόρπιας Ζωής. Ο Μυστικός Άνθρωπος και ο άνθρωπος της Αναγέννησης σ’ αυτόν συνυπήρχαν, όχι σαν αντίθετα, αλλά σαν όψεις του ίδιου νομίσματος.

Μια ιμπρεσσιονιστική απεικόνιση αυτής της σύνθεσης των φαινομενικά αντιθέτων, του πανθεϊστικού διονυσιασμού και της βαθιάς μυστικοπάθειας, μου είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Κουτρουμπής μέσ’ από δύο αναμνήσεις του: Πάσχα, Μεγάλη Παρασκευή, και ο μικρός Δημήτρης με την μητέρα του πάνε στην Εκκλησία για τον Επιτάφιο. Κατακλύζεται η ατμόσφαιρα από τις μυρωδιές της βιολέτας και των άλλων λουλουδιών. Κόσμος πολύς, φωνές, παιδιά. Και παραδίπλα, στην πλατεία, ένας διαλαλητής καλεί τον κόσμο στην αποψινή παράσταση του Καραγκιόζη. Να οι μεγάλες πολύχρωμες ζωγραφιές, ο διαλαλητής με τις μουστάκες και τ’ ανασηκωμένα του μανίκια σε τρόπο του Douanier Rousseau, τα ολανθισμένα μπαλκόνια, οι παχιές νοικοκυρές που ετοιμάζουν την Πασχαλινή ευωχία. Η πλημμύρα του κόσμου δεν ξέρει πού να στραφεί, στα λαλήματα του Καραγκιοζοπαίχτη, στη χαρούμενη γιορτή, ή στην επίσημη θλίψη της Εκκλησίας που πενθεί για τον θάνατο του Ιησού και τις πένθιμες ψαλμωδίες; Πιασμένο το μικρό αγόρι απ’ το χέρι της μάνας του εισπνέει την αντιστικτική μελωδία και σχηματίζει μέσα του τη θαυμάσια αρμονία που είναι η υποστασιακή αρμονία της ζωής, θλίψη και αίνος, μελαγχολία και θριαμβική έξαρση, το ανυπέρβλητο πνεύμα της Μεγάλης Παρασκευής της Ορθοδοξίας, που ενώ συντελείται η Ταφή, κυοφορείται η Ανάσταση.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η περίτεχνη όσο και απλή αυτή σύνθεση γίνεται ενώ ο μικρός κρατά το χέρι της μάνας. Γιατί η μητρική παρουσία στον Μάστορη Κουτρουμπή, από την Παναγία έως τη φυσική μητέρα του, είχε καταλυτική σημασία.  Η άλλη εικόνα είναι από τη Βηρυτό: η Καθολική Σχολή, όπου δίδασκε τότε ο Κουτρουμπής, οι θεολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις των σεμιναρίων, αυστηρό τυπικό, ιεραρχία, το Γρηγοριανό μέλος, ο κλειστός κόσμος του τεταγμένου κλήρου με την απαγορευτική γοητεία του.  Αλλά ένα πρωινό είχε εισβάλει η Άνοιξη. Και ο Κουτρουμπής ξυπνάει μέσα σε κελαϊδίσματα πουλιών, μουγκανητά ερωτευμένων γαϊδουριών και αγελάδων  και τα μοναστηριακά σήμαντρα μπερδεύονται με τα κουδουνάκια των προβάτων,  οι άναρθρες καλεστικές κραυγές των νεαρών βοσκών με τα βαρυσήμαντα λατινικά ρήματα. Η θέα από το παράθυρο αυτό είναι και η θέαση του Δημήτριου Κουτρουμπή, το όραμα του Μάστορη της Βουλιαγμένης. Η σύνθεση των πάντων σε μια θεϊκή αρμονία, η Μουσική των Σφαιρών, η Κτίση μέσα στον Κτίστη και τανάπαλιν. Που μ’ αυτό φίλευε τους γνωστούς και τους φίλους. Και τους μεταμόρφωνε όλους – από τον Ενωμοτάρχη του Αστυνομικού Τμήματος Βουλιαγμένης, ως τον Πανεπιστημιακό Καθηγητή, σε μετόχους, πρόσωπα μοναδικά, χαρισματικά, και εξαιρετέα. Αυτή ήτανε η Μαστοριά του. Το βαθύ, απλό νόημα της Αρχιτεκτονικής που ύφαινε τις νύχτες στο ερημητήριό του.

Η μακρόχρονη αρρώστια έφερε τον Κουτρουμπή στην Αγγλία. Ο άνθρωπος αυτός, γέροντας χωρίς να είναι ακόμη γέρος, περιβεβλημένος την αγάπη των φίλων, Ελλήνων και ξένων, έζησε περίπου δυο χρόνια στην περιοχή του Walshingham, στο  Norfolk  της Αγγλίας, κάτω από την θερμή φροντίδα της Anne Ferris. Τη νύχτα της 1ης προς 2α Μαρτίου του 1983, στην πολυθρόνα του, μπροστά στο τζάκι, τελείωσε, αφήνοντας μισό το σκέτο που κάπνιζε. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Walshingham. Η αγάπη και ο σεβασμός μας τον ακολουθούνε πιστά και στην άλλη Ζωή.

περ. manifesto, τ.4, φθινόπωρο 2005, σσ. 47-48

Published by