ΤρΙΑ+ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η ΕΛΠΙΔΑ ΖΥΓΩΝΕΙ
της Μαρίας-Αγγελικής Παναγοπούλου
Στα όρια της καλοσύνης
στην ύπαρξη και στη διαδρομή
της ψυχής, στυλώθηκε ο νέος
κι ανέβασε φωνή μεγάλη.
Η φύση τον ησυχάζει,
η μεγάλη ελιά γίνεται απάγκιο,
για την ψυχή και το σώμα του,
κι ακουμπισμένος εκεί,
με τις μέρες, αναχαράζει
τον ντορό του.
Η βία της εξουσίας
δεν τον αγγίζει, γίνεται μάρτυρας
τρελών εκπλήξεων, που η φύση
προστάζει, κι οδηγημένος στη
σωτηρία της ψυχής του ησυχάζει χαρούμενος.
Η ελπίδα ζυγώνει
η παγωνιά φεύγει
οι μέρες κυλούν αβίαστα
κι ο σκοπός της ζωής του
επιτελείται.
(Διαβάζοντας Ν. Καζαντζάκη Ο ανήφορος)
1-3-2023
ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΨΥΧΙΚΗ
Στη σήψη και στη θανή
στον πόλεμο και στην αγωνία
ανάβεις και σβήνεις καρδιά μου
φίλιό μου τέκνο.
Ανάπλαση ψυχική
με καταλαμβάνει, νικώ τις ώρες
τις δύσκολες, αναμασώ λέξεις
κι απογειώνομαι.
Φευγαλέες εντυπώσεις
είναι η ζωή μας, ένα όνειρο,
που αναβοσβήνει στωικά,
μια όαση παραμυθένια.
Η ψυχική ηρεμία
η ζωική δύναμη
και το πάλεμα μέσα από
τις συμπληγάδες, συμπληρώνει
τα κενά κι ανανεώνει τη ζωή.
Μύθος και προστασία θεϊκή
όνειρο και πραγματικότητα νέα
όλα απρόσωπα άλλ’ ανάλαφρα
νικούν και πάλλονται ηρωικά.
(Διαβάζοντας Ν. Καζαντζάκη Ο ανήφορος)
2-3-2023
ΝΕΡΕΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Ζευγαρώνεις με τον αγέρα,
χάνεσαι και φεύγεις με τη βροχή,
πρόσωπο εσύ αξιαγάπητο,
σύμβολο και διατριβή μου.
Νερένια παρουσία,
άχραντο μυστήριο
και θεία προσταγή,
μπαίνεις και βγαίνεις
στο συλλογισμό μου, αμόλυντος
και θαλερός σαν όνειρο μακρινό.
Η εικόνα της Παναγίας
στο πρόσωπό σου, ένα όραμα
απατηλό, ζευγαρώνει με το φως
της σελήνης, κι ανταμώνει
με τα πετεινά τ’ ουρανού.
Απέριττη παρουσία
απρόσωπη και ζωηρή
βγαίνεις από τις κουίντες
ώριμος κι ανθηρός.
Φεγγοβολάς κι οι αχτίνες σου
εξοβελίζονται στα ώριμα σπαρτά
της εύφορης κοιλάδας, που
δεσπόζει ανάμεσά μας
και γεννάει ελπίδα
και δύναμη ζωής ανάλαφρης
και θαλερής.
(Διαβάζοντας Ν. Καζαντζάκη Ο ανήφορος)
3-3-2023
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙ ΩΡΑΙΑ
Πλημμύρα αισθήσεων
και παραισθήσεων
σχόλασμα του νου
ανάμνηση και φως.
Καλημερίζεις τη σιωπή
αντιδράς στο σκοτάδι
κι ελεύθερη κι ωραία
διαβαίνεις τη στενωπό.
Η θλίψη φεύγει μακράν
η σκέψη διανθίζεται
κι η αναψυχή ζυγώνει.
Θ’ αναπαυτείς στ’ ακρογιάλι
οι γλάροι που σ’ ακολουθούν
κράζουν λυπημένοι κι ο
στίχος σου, μελαγχολικός,
βρυχάται στη σιωπή.
Ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια
δίχως φόβο στοχάζεσαι
και προχωράς στ’ ανήλιαγα
λημέρια μόνη κι ελεύθερη.
4-3-2023
Η «ελευθεροτυπία» ως φερετζές
της Σύνταξης
Ο Τζούλιαν Ασάνζ ήτανε νιός και γέρασε. Κακογέρασε για την ακρίβεια από φυλακή σε φυλακή.
Στη νεότητά του μάλιστα ο Ασάνζ απέσπασε πολλές διακρίσεις για την προσφορά του στην δημοσιογραφία! Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να γυρνάει χαμογελαστός από βράβευση σε βράβευση και χειροκροτούμενος από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μεγάλωνε, τουλάχιστον, δίπλα στο παιδί του κι όχι σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Αλλά οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές, όπως δεν είναι φυσιολογικές και οι διώξεις του, που άρχισαν το 2010, και που τελειωμό δεν έχουν – όπως και τα προσχήματα γι’ αυτές.
Ο Ασάνζ, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν βρίσκεται στην φυλακή επειδή διέπραξε εγκλήματα αλλά επειδή κατήγγειλε εγκλήματα! Κι όχι μόνο τα κατήγγειλε αλλά εν συνεχεία αρνήθηκε και να τα κουκουλώσει! Τέτοια και τόση στραβοκεφαλιά! Και το πιο σκανδαλώδες: δεν μίλησε μόνο για την διαφθορά αλλά και για τους φόνους που διαπράχθηκαν στο σεπτό όνομα της μητροπολιτικής Δημοκρατίας μας.
Η «Δημοκρατία» μας όμως λειτουργεί, όπως φαίνεται, με όρους μαφίας: δεν συγχωρεί όσους της χαλάν την μόστρα. Και ο Ασάνζ της την χάλασε. Και δεν του χαρίστηκαν για να μην ξεστρατίσουν στο κατόπι του κι άλλοι και αρχίσουν και κελαηδάν και ζητάν εξηγήσεις και άλλα ενοχλητικά από αυτούς που έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι.
Τα υπόλοιπα που οι κήνσορες ξεδιάντροπα επικαλούνται για την ελευθεροτυπία –όπως και τόσες άλλες δυτικές αξίες– είναι βερεσέ πασατέμποι, ρητορικές ασκήσεις για δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Η φίμωσή του Ασάνζ έχει μια όλως θεσμική κάλυψη. Και η υποκρισία περί τον Ασάνζ έχει μια όλως δημοσιογραφική. Εντάξει, οι πολιτικοί και οι πράκτορες έκαναν αυτό που θεωρούν δουλειά τους. Είναι όμως δουλειά της δημοσιογραφίας να τους κρατάει το φανάρι;
Μάλλον όχι, αν και όλοι μισοξέρουμε, ακόμη και στο βαλκανικό χωριό μας, ποιοι κάνουν κουμάντο στον χώρο. Κάτι μεγαλοεργολάβοι που τον ελεύθερο χρόνο τους υπηρετούν την «ενημέρωση». Και κάποια πρωτοπαλλήκαρά τους, που με το αζημίωτο τους τρέχουν τα μαγαζιά. Οι πολλοί υπόλοιποι, αυτοί της γαλέρας, πήραν το μάθημά τους, πήραν και το μηνιάτικό τους κι επειδή κάπως πρέπει να ζήσουν, ζουν σιωπώντας.
Όλα τα παραπάνω τα επισημαίνουμε επειδή κατά την κρίση μας δεν αφορούν μόνο τον Ασάνζ ή μια επαγγελματική συντεχνία. Όλα τα παραπάνω μας αφορούν όλους. Και μας αφορούν όλους γιατί αφορούν την ενημέρωσή μας και την ποιότητά της.
Όσο για τον κακότυχο Ασάνζ, αυτός εικάζουμε ότι όχι μόνο θα γίνει ορατός στο άμεσο μέλλον αλλά κι ότι θα δοξασθεί από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης. Αφού δεν δοξάσθηκε διωκόμενος, θα δοξασθεί νεκρός. Θα δοξασθεί επειδή θα σιωπά.
Όπως ακριβώς δηλαδή κάνουν και οι «συνάδελφοί» του εδώ και πολλά χρόνια.
Όταν οι δυτικές αξίες πάνε περίπατο!
Ο Πούτιν από αξιοσέβαστος συνομιλητής της Δύσης έγινε επ’ εσχάτοις ανισόρροπος δολοφόνος κι εγκληματίας πολέμου.
Ο μόνος που, παραδόξως, διατηρεί την προνομιακή θέση του είναι ο Ερντογάν, τον οποίο, όταν χρειάζεται να προσδιοριστεί, οι… σύμμαχοι τον προσδιορίζουν με μια κάθε άλλο παρά ουδέτερη εσάνς οριενραλισμού σαν σουλτάνο.
Δεν είναι ότι όσοι τον προσδιορίζουν έτσι, απλώς λησμονούν την πρόσφατη ιστορία. Κάνουν όλοι τους, στην κυριολεξία, τουμπεκί ψιλοκομμένο τις δολοφονίες των Κούδρων, τους πολιτικούς κρατούμενους, τον έλεγχο του Τύπου. Κάνουν γαργάρα τον βομβαρδισμό κυρίαρχων κρατών, όπως το Ιράκ και η Συρία και τις δολοφονίες αμάχων. Κι επιτρέπουν στον ημιπαράφρονα να κάνει νάζια για την Σουηδία και τη Φινλανδία.
Διότι ο Σουλτάνος, όπως είδαμε, δεν περιορίζεται στην γειτονιά μας. Είναι διεθνούς βεληνεκούς παίχτης. Ρυθμίζει και τα εσωτερικά των χωρών του ευρωπαϊκού βορρά! Δεν κανονίζει μόνο τους εντός Τουρκίας Κούδρους. Θέλει να κανονίζει και την κουρδική διασπορά! Αλλά βρίσκει και τα κάνει. Εκτός από θρασύτητα, έχει και πλάτες
Και κάθε τρεις και λίγο μας φοβερίζει. Πες-πες κάτι θα μείνει, σου λέει ο μαφιόζος. Για την ώρα πάντως μας μένουν κάτι καραβιές μεταναστών, που μας στέλνει πεσκέσι και για το μέλλον μας μένει ότι όλα είναι… στο τραπέζι των εταιρικών προτροπών να τα βρούμε!
Αλλά και πάλι εμάς δεν ιδρώνει το αυτί μας. Μετά τις κουμπαριές, τις ζεϊμπεκιές, τα We are the world με τη νατοϊκή χορωδία και άλλα χαζά, μέριμνά μας σταθερή είναι να μην κλείσουν οι δίαυλοι επικοινωνίας με τον… διεθνώς απομονωμένο.
Διεθνώς απομονωμένο; Ε, λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα. Σάμπως θα δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν;
Θα πούμε κάτι για το ανυπότακτο του Έλληνος, κάτι για το αξιόμαχο του στρατεύματος και, αφού συγχαρούμε τους εαυτούς μας που διαλέξαμε την σωστή πλευρά της Ιστορίας (αυτή με τις δυτικές αξίες ντε), θα προγραμματίσουμε εκλογές – μετά τις διακοπές μας ασφαλώς και αφού έχουμε αντικαταστήσει τις λευκές μας συσκευές.
Η μαυρο-Κύπρος άλλωστε για τις δυτικόφρονες ευαισθησίες μας κείται μακράν του περιπάτου μας.
30 ΧΡΟΝΙΑ MAASTRICHT
Όταν εκχωρήσαμε την εθνική μας κυριαρχία !…
Συνέντευξη των Christophe Bouillaud και Sébastien Cochard*
Μετάφραση – επιμέλεια: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Atlantico: Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992, ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το ενιαίο νόμισμα μέχρι την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, η Ε.Ε. έχει αποκτήσει σημαντικές νέες αρμοδιότητες. Με τις προεδρικές εκλογές να επίκεινται, ποιες εξουσίες διατηρεί όντως ένας Γάλλος Πρόεδρος; Σε ποια θέματα έχει λιγότερες ή περισσότερες;
Sebastien Cochard: Το σκουλήκι ήταν μέσα στον καρπό, αν μπορώ να πω, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986. Ήταν η Ενιαία Πράξη που καθιέρωσε τις «τέσσερις ελευθερίες», ειδικότερα την ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων, κατά τη γνώμη μου την κύρια παραίτηση της οικονομικής κυριαρχίας της Γαλλίας και την ιδρυτική πράξη της εισαγωγής της στη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εντός αυτού που επρόκειτο να γίνει, με το Μάαστριχτ, «η Ε.Ε.», σηματοδοτεί πράγματι την «αρχή του τέλους» της γαλλικής βιομηχανίας και την αρχή της αργής φτωχοποίησης σύνολου του γαλλικού πληθυσμού. Με την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου, η εργασία (τοπική, εισαγόμενη) υπόκειται όντως πλήρως στον εκβιασμό της αποχώρησης του κεφαλαίου (το οποίο έχει γίνει έτσι εντελώς ελεύθερο): η πίεση που προκαλείται στους μισθούς και επομένως στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, οι μετατοπίσεις εντός της Ε.Ε. (έπειτα, με την πτώση της ΕΣΣΔ, παγκοσμίως), θα προκαλέσει μια αργή αποβιομηχάνιση της χώρας, την αδυσώπητη αύξηση της μαζικής ανεργίας και τη σταδιακή μείωση της Γαλλίας σε έναν παγκόσμιο τουριστικό προορισμό φιλικό και φολκλορικό.
Η υποτέλεια είναι μόνο εκούσια!…
Θα ήθελα όμως να σας υπενθυμίσω εδώ ότι πάντοτε η υποτέλεια είναι μόνο εκούσια. Το βλέπουμε στις ιδρυτικές πράξεις: η Ενιαία Πράξη και στη συνέχεια το Μάαστριχτ τέθηκαν σε τροχιά από τον Γάλλο Ζακ Ντελόρ, του οποίου ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ζητούσε επίμονα από τον Φρ. Μιτεράν να τον διορίσει επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985. Εάν η Γερμανία αναγκάστηκε να «προσεύχεται» για τη θέσπιση του ευρώ (το οποίο ωστόσο ευνόησε σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητά της – τιμές και τα πλεονάσματα εξωτερικού εμπορίου), από την άλλη, η ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και η εσωτερική αγορά της Ε.Ε. ήταν το μεγάλο γερμανικό σχέδιο, για να εξασφαλίσει την προοδευτική κυριαρχία της γερμανικής βιομηχανίας πάνω σε μια αυτοκρατορία υπεργολάβων και πελατών**.
Ο Γάλλος Ντελόρ συμμετείχε πλήρως και συνειδητά στη δημιουργία των συνθηκών για την οικονομική υποταγή της Γαλλίας στη Γερμανία, εντασσόμενος έτσι σε μια μακρά σειρά Γερμανόφιλων ηγετών για να εφεύρουν ή να δημιουργήσουν έναν εξωτερικό εξαναγκασμό στη Γαλλία και στους Γάλλους, έναν εξωτερικό γερμανικό εξαναγκασμό που λειτουργεί ο ίδιος, περισσότερο ή λιγότερο, ως κρυφός ιμάντας της αμερικανικής ηγεμονίας (θυμηθείτε, παράδειγμα, το προοίμιο του ατλαντισμού που προστέθηκε από την Bundestag στη Συνθήκη των Ηλυσίων).
Τώρα, και για να απαντήσω στην ερώτησή σας σχετικά με τις εξουσίες που πραγματικά διατηρεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (και επομένως η Γαλλία), θα απαντήσω “σε όλες”, αλλά αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να απελευθερωθούμε από αυτήν την εκούσια υποτέλεια.
Αυτή η χειραφέτηση όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά υπάρχει ήδη στην πραγματικότητα. Έτσι, όλες οι κύριες πτυχές της Συνθήκης του Μάαστριχτ παραβιάζονται επανειλημμένα και όλο και πιο ανοιχτά εδώ και μισή ντουζίνα χρόνια από τη Γαλλία, από τους εταίρους της και από τα ίδια τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Δεν θα σταθώ στους πιο βασικούς από τους «κανόνες του Μάαστριχτ», τα όρια του -3% του δημοσίου ελλείμματος και του 60% του ΑΕΠ στο χρέος, που τηρούνται όταν φαίνεται καλό στα κράτη μέλη της ευρωζώνης, δηλαδή ποτέ. Αυτοί οι κανόνες, γνωστοί ως «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», ανεστάλησαν ακόμη και sine die από την Επιτροπή τον Μάρτιο του 2020 με το πρόσχημα την πανδημία.
Η απαγόρευση της χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων από την κεντρική τράπεζα (η “νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων”) έχει επίσης καταπατηθεί χωρίς προβλήματα από την έναρξη της ” ποσοτικής χαλάρωσης” της ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2015, με αλλαγή ταχύτητας στην εγκατάλειψη σχεδόν όλων των κανόνων (με εξαίρεση το φύλλο συκής της άμεσης εξόφλησης του νεοεκδοθέντος χρέους στη δευτερογενή αγορά και όχι απευθείας από το κράτος έκδοσης) με την υιοθέτηση του «σχεδίου αγοράς έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας» του Μαρτίου 2020…
Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, θα έλεγα ότι η κρίση του Covid έδειξε ότι όλα λειτουργούν καλύτερα όταν υπάρχει στενός συντονισμός μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και της νομισματικής αρχής… Χάσαμε τη νομισματική μας κυριαρχία με το Μάαστριχτ; Επί του παρόντος, νομίζω ότι μπορούμε ξεκάθαρα να απαντήσουμε «όχι»***.
Christophe Bouillaud: Από ευρωπαϊκή σκοπιά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πραγματικά δεν έχει πλέον έλεγχο του νομίσματος. Ομολογουμένως, εξακολουθεί να διορίζει τον επικεφαλής της Τράπεζας της Γαλλίας, αλλά δεν έχει πλέον καμία άμεση εξουσία για το τι αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία διορισμού του επικεφαλής αυτού του ιδρύματος, μπορεί να ασκήσει πίεση, αλλά δεν μπορεί να δώσει εντολές. Από αυτή την άποψη, δεν βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο που η Τράπεζα της Γαλλίας ήταν ένα πειθήνιο όργανο στα χέρια του κράτους. Είναι, φυσικά, αυτή η κρίσιμη διαφορά που έκανε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μια τόσο σημαντική στιγμή στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τις χώρες που υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα.
Νομοθετικό μονοπώλιο και συγκεντρωτισμός
Atlantico: Η πανδημία έδειξε ότι η Ευρώπη μπορεί να ασχολείται με θέματα, όπως η υγεία, στα οποία κανονικά είχε ελάχιστο προνόμιο a priori. Σε ποιο βαθμό η Ευρώπη γίνεται ολοένα και πιο σημαντική τα τελευταία 30 χρόνια, ακόμα και σε θέματα για τα οποία δεν είχε σκοπό να το κάνει;
Sébastien Cochard: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την ασυναγώνιστη θεσμική εξουσία του μονοπωλίου της νομοθετικής πρωτοβουλίας, και αυτό από το 1957. Εκτός από την Επιτροπή, κανένα άλλο θεσμικό όργανο, κανένα κράτος- μέλος, δεν είναι σε θέση να προτείνει ένα ευρωπαϊκό κείμενο εναρμόνισης. Η πείρα δείχνει επίσης ότι, όσο ενθουσιώδη και αν είναι το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο, το κείμενο που προτάθηκε αρχικά για συναπόφαση από την Επιτροπή υπέστη οριακές τροποποιήσεις κατά την τελική έγκρισή του. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πάντα τη δυνατότητα να αποσύρει κατά τη διαδικασία νομοθετική πρόταση που θεωρεί ότι έχει «παραμορφωθεί» από το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο.
Εξίσου σοβαρό, κάθε τομέας που ρυθμίζεται ήδη από ευρωπαϊκή νομοθεσία μπορεί να ρυθμιστεί μόνο με πρόταση της Επιτροπής: αυτός ο τομέας ξεφεύγει έτσι εντελώς από την εσωτερική νομοθετική πρωτοβουλία ενός κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, το συμφέρον της Επιτροπής, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την εξουσία της εις βάρος των κρατών μελών, είναι να προτείνει συνεχώς κείμενα εναρμόνισης τα οποία, εκ κατασκευής, πηγαίνουν πάντα προς την κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης. Ως θέμα αρχής, στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πάντα η μείωση των εθνικών φραγμών. Ο στόχος αυτός συμπίπτει με το ενδιαφέρον των πολυεθνικών εταιρειών, ιδίως των αμερικανικών, που θέλουν να μπορούν να καλύπτουν ολόκληρη την ΕΕ από ένα μόνο σημείο εισόδου.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να στερηθεί του μονοπωλίου της στη νομοθετική πρωτοβουλία.
Επί του παρόντος, βρισκόμαστε ακόμη στον αγωγό της μόνιμης αύξησης του νομοθετικού πεδίου που υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, εις βάρος των κρατών μελών. Θα ήθελα να παραθέσω εδώ αυτό το νομοθετικό σχέδιο της Επιτροπής (υποστηριζόμενο ενεργά από τη Γαλλική Προεδρία, που ασχολείται με την ιδεολογία της ευρωπαϊκής ορμής και ως εκ τούτου έτοιμο να καταφέρει χτύπημα σε βάρος του εθνικού συμφέροντος) που σφετερίζεται το δικαίωμα επιβολής οικονομικών κυρώσεων κατά χωρών που «χρησιμοποίησαν εμπορικές πολιτικές για πολιτικούς σκοπούς». Μια τέτοια επέκταση των εξουσιών της Επιτροπής θα έδινε ουσιαστικά τέλος στην απαιτούμενη ομοφωνία όσον αφορά τις κυρώσεις της ΕΕ και, ως εκ τούτου, θα αφαιρούσε από τα κράτη το βέτο τους σε θέματα εξωτερικών υποθέσεων. Αυτή η μεγάλη επέκταση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής θα παραβίαζε σοβαρά τη διπλωματική μας κυριαρχία.
Christophe Bouillaud: Σε όλα τα θέματα που πραγματεύεται, η ΕΕ επεκτείνει τις παρεμβάσεις της μόνο όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων πολιτικών, υπάρχει πλέον νομική δυνατότητα παρέμβασης, έστω και πολύ οριακά σε σχέση με την ουσία της υπό εξέταση δημόσιας πολιτικής. Τελικά, θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε την ερώτησή σας και να πούμε ότι η ΕΕ γίνεται πιο σημαντική σε όλα και ότι είναι προορισμένη να το κάνει σε όλα.
Το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο διεθνές πλαίσιο. Γίνεται δύσκολο να βρεθεί μια δημόσια πολιτική όπου να μην υπάρχει κάποιο διεθνές πρότυπο προς σεβασμό. Η πανδημία του COVID-19 μας υπενθύμισε έτσι τον ρόλο του ΠΟΥ. Η διαφορά είναι ότι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο υπάρχουν πιο πραγματικά δεσμευτικοί νόμοι για ένα κράτος μέλος της ΕΕ παρά στο διεθνές πλαίσιο.
Atlantico: Εχουν ευθύνη οι Γάλλοι πολιτικοί γι’ αυτή την κατάσταση; Θα μπορούσε ο μελλοντικός αρχηγός του κράτους, όποιος κι αν είναι, να πετύχει μια νέα ισορροπία δυνάμεων;
Sébastien Cochard: Οι Γάλλοι πολιτικοί, θα έλεγα μετά τον Ζισκάρ, τον υπουργό Οικονομικών του στρατηγού de Gaulle, ειδικά με την αριστερά στην εξουσία και τη στροφή στη λιτότητα το 1983, φέρουν πλήρη την ευθύνη για την αποβιομηχάνιση και τη φτωχοποίηση της Γαλλίας. Δεν φταίει η Γερμανία, οι ΗΠΑ ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπως προαναφέρθηκε, η δουλεία είναι πάντοτε μόνο εθελοντική.
Ναι, ο μελλοντικός αρχηγός κράτους έχει όλα τα μέσα να εξισορροπήσει εκ νέου τις επιπτώσεις της ΕΕ στη Γαλλία. Απλώς, όπως είπε ο Paul Valéry, «πρέπει να θέλεις να θέλεις»… Επιλέγουμε τις μάχες μας και τις διεξάγουμε με αυτοπεποίθηση. Όλα είναι πιθανά, δεν υπάρχει μοιραίο, ούτε νομικό ούτε οικονομικό, όπως δείχνει η συνεχής καταπάτηση όλων των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Christophe Bouillaud: Όσο για τη σχέση στο μέλλον, στις επενδύσεις, στις δημόσιες δαπάνες με την ευρεία έννοια, όλα εξαρτώνται από τη βούληση του μελλοντικού Γάλλου Προέδρου. Πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε την Ευρώπη μια δύναμη που δεν φείδεται δαπανών. Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας και πρέπει να επιβάλουμε μια αλλαγή οπτικής.
Βασικά, αυτό για το οποίο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε την Ευρώπη είναι να ενθάρρυνε τους πιο μέτριους εθνικούς ηγέτες να ακολουθήσουν τον απλούστερο τρόπο: περικοπές προϋπολογισμού, εξοικονομήσεις δεκάρων, καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων με το πρόσχημα της εξοικονόμησης χρημάτων κ.λπ…
Εν ολίγοις, οι Γάλλοι έχουν δίκιο που θέλουν να κρίνουν τη δράση του απερχόμενου Προέδρου κατά τις προεδρικές εκλογές, επειδή παραμένει υπεύθυνος για πολλές βασικές πτυχές της δημόσιας πολιτικής, και έχουν δίκιο να ελπίζουν σε μια αλλαγή μέσω αυτών των προεδρικών εκλογών. Η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί καλώς ή κακώς από τους εθνικούς ηγέτες σε μεγάλο αριθμό κρίσιμων τομέων για την καθημερινή ζωή του γαλλικού λαού. Δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. Παραμένουμε ελεύθεροι να βελτιώνουμε χιλιάδες πτυχές της ζωής μας, αρκεί να επιλέγουμε αποτελεσματικούς και ορθολογικούς ηγέτες.
*Ο Sebastien Cochard είναι οικονομολόγος, πρώην ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας και ο Christophe Bouillaud, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών της Γκρενόμπλ.
**Η Ευρωπαϊκή Ενωση ξεκίνησε ως σχέδιο της ναζιστικής Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ (βλ. Αφίσα), και μισόν αιώνα μετά το σχέδιο ολοκληρώνεται – περιέργως; – υπό την κυριαρχία της Γερμανίας. Μόνο που τη θέση της παλιάς ΕΣΣΔ πήρε η Ρωσία! Η εκχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» στα Σκόπια ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής κηδεμονίας που ασκεί η Γερμανία στη χώρα μας. (Περισσότερα στο Ανιχνεύσεις, ΕΕ: Ναζιστικό σχέδιο,αμερικανική η σφραγίδα).
***Εννοείται ότι αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει για την Ελλάδα. Ηδη, με τα Μνημόνια ο εθνικός πλούτος έχει υποθηκευτεί, οι κερδοφόροι παραγωγικοί τομείς περιήλθαν στα χέρια ξένων και, μετά την πανδημία, θα επανέλθει η λιτότητα.
Πηγή: https://artofuss.blog/2022/02/08/30-ans-apres-maastricht-quels-pouvoirs-garde-vraiment-un-president-de-la-republique-francais/
ΠΟΙΟΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ;
της Σύνταξης
Στις γιορτές δεν γίνονται καλέσματα. Όποιος θέλει, έρχεται να τιμήσει και να ευχηθεί στον εορτάζοντα.
Γιορτή κι η φετινή επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του ’21. Όποιος θέλει έρχεται. Κι έρχονται πολλοί. Αλλά έρχονται, μάλλον, όλοι τους χωρίς ευχές για το ανολοκλήρωτο 1821.
Από την μια είναι αυτοί που συγχαίρουν τους εαυτούς τους για την καταγωγή τους. Προφανώς άκομψη συμπεριφορά αλλά, μετά από τόση αυτοκατάκριση, κομματάκι συγγνωστή. Πίσω από τις επετειακές υπερβολές διακρίνεται, η λαχτάρα για λίγη περηφάνια. Δεν είμαστε δα και του πεταματού οι απόγονοι. Δεν είμαστε,δηλαδή, μόνο οι καρπαζοεισπράκτορες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας. Επιτέλους, είμαστε από καλή γενιά!
Κι από την άλλη οι χολωμένοι, οι κακότροποι που δεν χωράν στα ρούχα τους. Αυτοί που δεν χάνουν ευκαιρία να μεμφθούν τους βαλκάνιους επαρχιώτες και τα γουρουνοτσάρουχά τους. Αυτοί άλλωστε δίνουν τον τόνο εδώ και πολλές δεκαετίες, κάνοντας την τρίχα, τριχιά. Βρίσκουν μάλιστα τα πατήματά τους, διότι κι οι επαναστάτες άνθρωποι ήσαν και μάλιστα όχι αρκούντως διαφωτισμένοι.
Αλλά, διάολε, όταν πας σε γιορτή φοράς τα “καλά” σου και δεν μνημονεύεις τα κουσούρια του οικοδεσπότη. Λες ευχές κι όχι μπινελίκια. Και σε δεξιώνονται στο σαλόνι, όχι στο πλυσταριό.
Αυτά βέβαια ισχύουν για όσους έχουν στοιχειώδη αγωγή. Αλλά μέχρι τώρα τον τόνο δίνουν οι επιστημονικοφανείς απρέπειες, που στο όνομα των προκαταλήψεών τους, αποκαλύπτουν την αδυναμία αυτών που τις μετέρχονται να γιορτάσουν.
Διότι οι γιορτές θέλουν αγκαλιές και φιλιά. Θέλουν κεράσματα και τραγούδια. Θέλουν γιορταστές που δεν ξέμαθαν να πιάνονται χέρι με χέρι σε χορούς κυκλωτικούς. Έτσι αναπαύονται τα πεθαμένα μας και αγαλιούν τα ζωντανά μας.
Οι υπόλοιποι, αυτοί που δεν γεννήθηκαν σ’ αυτό τον τόπο αλλά έπεσαν από τους εκσυγχρονιστικούς ουρανούς, ας μας κάνουν την χάρη, να κρατήσουν την ξινίλα τους και να μείνουν στις μονιές τους. Να καθρεφτιστούν στις οθόνες τους και να διαλέξουν κάτι στο you-tube.
Τα γιουσουφάκια του Σουλτάνου
της Σύνταξης
Σιωπή λαλέουσα από την μεριά του πολιτικού κόσμου για την Επέτειο των Ιμίων. Κι αν ειπώθηκε προεκλογικά καμιά πατριωτική κουβέντα παραπάνω, νερό κι αλάτι τώρα. Και Πρέσπες παντού.
Το σημιτικό όραμα των συμβιβασμών πραγματοποιείται από την παράταξη που όσο κανείς άλλος εμπορεύθηκε την εθνικοφροσύνη. Καμία έκπληξη. Η Κύπρος, από την Ζυρίχη ακόμη, ήταν μακριά. Το επιβεβαιώσαμε το ’74 και το πιστοποιούμε σήμερα συνεχίζοντας να βγάζουμε στο τσακίρ κέφι ανακοινώσεις συμπαράστασης. Άλλωστε αυτές τζάμπα είναι. Και δεν τις παίρνει και κανείς στα σοβαρά. Κυβέρνηση κι αντιπολίτευση έχουν δώσει εξετάσεις κι έχουν αποδεχθεί όλους τους… συμμαχικούς σχεδιασμούς ‒ «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας». Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι οι σύμμαχοι. Ευαίσθητοι αλλά ψιλογκαβοί. Γι’ αυτό δεν βλέπουν στρατό κατοχής στην μεγαλόνησο, δεν βλέπουν το τελευταίο τείχος που χωρίζει ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, δεν βλέπουν τα νταηλίκια του Σουλτάνου. Βλέπουν διαπραγματεύσεις και συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Εμείς είμαστε για τα θελήματα. Άλλοι κάνουν τις δουλειές.
Κι είναι να μην τους ανοίξει η όρεξη. Διότι μετά την Κύπρο έρχεται το Αιγαίο και η Θράκη. Αυτό το ξέρουν όλοι αλλά κάνοντας ότι δεν το ξέρουν, νομίζουν ότι ο κατευνασμός θα λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Κι αν δεν λειτουργήσει, εδώ που τα λέμε, τι είχανε, τι χάσανε στο κρατίδιο Αθηνών και Μυκόνου; Ποιος θα τους μαλώσει; Η φοβισμένη εικονική α-κοινωνησία; Ναι, θα βάλει τα απολυμασμένα πληκτρολόγιά της να κλάψουν.
Δημήτριος Κουτρουμπής: ο γέροντας της Βουλιαγμένης
της Μαρίας Τσάτσου
Η ζωή του Δημητρίου Κουτρουμπή μού ήταν γνωστή πολύ πριν γνωρίσω το πρόσωπό του. Από τις διηγήσεις της καθηγήτριας στο Αρσάκειο Ψυχικού και φίλης μου Βασιλικής Βώκα, ήξερα πως στη Βουλιαγμένη ζει ένας ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος διαβάζει τις νύχτες ως αργά, έχει ταξιδέψει πολύ, κι ενδιαφέρεται μεταξύ άλλων για τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ήξερα επίσης ότι μια ιδιομορφία στο πόδι, μια επίκτητη «ατέλεια», είχε περιορίσει τον ηλικιωμένο κύριο μόνιμα σχεδόν σε μια πολυθρόνα.
Η πραγματική συνάντηση με τον Δημήτριο Κουτρουμπή έγινε κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στο σπίτι της Βουλιαγμένης, το καλοκαίρι του 1978. Η πρόσκληση είχε χαρακτήρα impromptu. Από τους συνδαιτυμόνες θυμάμαι φυσικά την Βασιλική Βώκα και την Avril Bruten, καθηγήτρια στην Οξφόρδη. Ο οικοδεσπότης ήταν ντυμένος με κομψότητα. Φορούσε ρολόι με καδένα. Τα μακριά ψαρά γένια του δέσποζαν. Κυρίως όμως ήτανε η φωνή του. Θα την έλεγα λυρική και παιχνιδιάρικη μαζί. Αλάφραινε τον αξιόλογο σωματικό όγκο του Κουτρουμπή, όπως αλάφραινε – αυτό αργότερα το κατάλαβα – και διάνθιζε μ’ ένα λεπτό ωραϊστικό χιούμορ και τις πιο ερεβώδεις και σκοτεινές πλευρές της ζωής των ανθρώπων. Η φωνή κελαηδούσε μ’ εφηβικότητα κατά τη διάρκεια του γεύματος σπάζοντας τους πάγους, υψώνοντας το ευτελές ινδικό μου φουστάνι σε κάτι πριγκηπικό. Υπήρχε μια διάχυτη μουσική την οποία μετέφερα σπίτι μου. Αυτή η χαμένη άρρητη μελωδία την οποία υπέβαλλε με τρόπους μυστικούς και μυστήριους στους συνομιλητές του ο Κουτρουμπής, η πολύτιμη αποσκευή που συναποκόμισα εκείνη την πρώτη φορά και τις άλλες που ακολούθησαν. Φεύγοντας, μου είπε να μη χαθώ ή κάτι τέτοιο.
Και έκτοτε, δεν ξέρω ακριβώς πώς, έγινα ένας από τους habitués του σπιτιού της Βουλιαγμένης. Και δεν ξέρω τι πιο πολύ μου άρεσε: το να πηγαίνω – ενίοτε – με κάποιο αντίδωρο ή ενθύμιο από τα ταξίδια μου που γινότανε δεκτό μ’ ενθουσιασμό πάντα, μ’ επιφωνήματα ενθουσιασμού και αγάπης- το να μένω, εισπνέοντας τις πλούσιες σιωπές που μου προσφέρονταν και τα μαθήματα, ή το να φεύγω, ενώ με ακολουθούσε μέχρι το μπαλκόνι η παρουσία του αγαπητού γέροντα που μου έγνεφε φιλικά μέσ’ από τη βυσσινιά ρόμπα του; Νομίζω αυτό. Αυτό το βλέμμα που έριχνα πίσω, τα γένια που δέσποζαν, ο χαιρετισμός, το μεγάλο σώμα στην κουπαστή, μια έκταση χάριτος, κατόπιν το κατηφόρισμα από την Ευρυδίκης, μέσα στη σιωπή, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, ίσως μια κουκουβάγια – από τις τελευταίες- ένας σκύλος ή μια γάτα, κάποιο ταξί που θα μ’ έφερνε στο Ψυχικό, η μεγάλη συγκίνηση, μελαγχολία μπορεί, αλλά κυρίως αυτή η ευταξία, η πεποίθηση ότι υπήρχε τάξη, ήμουνα μέσα στην τάξη, όχι χάος, αλλά τάξη άγνωρη. Όχι κακοφωνία, αλλά μάλλον δυσανάγνωστη μουσική γραφή…
Το δωμάτιο στο οποίο με δεχόταν ο Δημήτριος Κουτρουμπής βρισκόταν στο ρετιρέ μιας πανύψηλης πολυκατοικίας∙ από κει που καθόμασταν, το σπίτι είχε λογικό ύψος, κι έβλεπε σ’ ένα λόφο, που ο Κουτρουμπής τον θυμόταν κατάφυτο. Απ’ την άλλη πλευρά, εξ αιτίας της κατωφέρειας του εδάφους, το σπίτι ήταν πανύψηλο. Είχε πανοραμική θέα σ’ όλο τον όρμο και τη μαρίνα της Βουλιαγμένης κι ακόμη πιο μακριά. Κρεμασμένη στο μπαλκόνι ένιωθα να πλέω σε αερόστατο. Παρ’ όλα αυτά, σ’ εκείνα τα ύψη φώλιαζαν πάμπολλα μυρμήγκια που τον αναστάτωναν με τις ατασθαλίες τους.
Ο Δημήτριος Κουτρουμπής καθόταν σε μια απλή μπερζέρα με κάλυμμα κοκκινωπό. Σ’ ένα μικρό σκαμπώ ακουμπούσε το πονεμένο του πόδι. Μπροστά υπήρχε ένα τραπέζι ή μάλλον μια μακρόστενη τάβλα σε δυο επίπεδα με μικρά βιβλία, τ’ αναγκαία του καπνίσματος και κάποια μικροαντικείμενα. Απέναντί του, μία πολυθρόνα για τον συνομιλητή του. Στους τοίχους και κάτω, σε μικρές χαμηλές βιβλιοθήκες υπήρχαν βιβλία. Μερικές καρέκλες. Όλα ήταν απλά και απέριττα. Αυστηρά και τρυφερά λειτουργικά. Ο,τιδήποτε περιττό θα ήταν λάθος.
Εκεί παίρναμε το τσάι μας ή πίναμε το γιατρικό που προτιμούσε ο Κουτρουμπής, τζιν με πορτοκαλάδα. Εκεί το σούρουπο, έπεσε πάμπολλες φορές πάνω μου σα δίχτυ μαγικό κι ένιωσα κάποια δύναμη να με παίρνει και να με συνεπαίρνει μέσα σε μια σίγουρη μοναξιά που μοναξιά δεν ήτανε αφού ήξερα πως ο γέροντας δε με αφήνει από κοντά του και με παρατηρεί μέσα από τα σύννεφα του τσιγάρου του. Κάπνιζε ασταμάτητα. Τα λεπτά χορευτικά δάχτυλα, κιτρινισμένα, μουσικότατα, θα άναβαν το ένα μετά το άλλο τα Καρέλια, σκέτα. Κάποια στιγμή ένα εμβόλιμο PLAYER’S για να σπάσει η μονοτονία. Θα με κοίταζε ατελείωτα χωρίς να λέει λέξη, χωρίς να λέω λέξη. Στη σιωπή του λέξη δε χωρούσε. Του πήγα τα ποιήματά μου να τα διαβάσει. Μετά από λίγο καιρό τον ρώτησα αν τα διάβασε. Δεν απάντησε. Ο γραπτός λόγος, μάλλον ο λόγος γενικά, φόβιζε τον Κουτρουμπή. Κρατούσε τις σημειώσεις του στα μικρά άσπρα χαρτάκια από τα κουτιά των τσιγάρων. Θα πρέπει να διάβαζε, δεν είμαι σίγουρη. Οπωσδήποτε Συναξαριστή. Τι άλλο; Θεωρούσε πολύ μεγάλο και βαθύ ποιητή τον David Jones που εμείς εδώ ελάχιστα τον γνωρίζουμε. Αυτή την αγάπη του για τον Jones τη μετέδωσε και σε μένα. «Είναι ένας κόσμος ολόκληρος», έλεγε. Ο μυστικός, συμβολιστικός κόσμος του Jones, όπου ο κατατεμαχισμένος λόγος και η καταστροφή της τυπικής λογικής αναδεικνύουν την ουσιαστική ενότητα των πραγμάτων ταίριαζαν απόλυτα στη φύση του Κουτρουμπή. Αγαπούσε επίσης πολύ τον Καβάφη, τον οποίον θεωρούσε ένα είδος «ποιητικής σύνοψης», όπως τον έθελγε και ο κόσμος της Βιρτζίνια Γουλφ και των μετα-Βικτωριανών. Η μακρά, πολυσήμαντη θητεία του Δημητρίου Κουτρουμπή στον δυτικό κόσμο, στον καθολικισμό, η ζωή στην αγαπημένη του Οξφόρδη, οι Εγγλέζοι φίλοι, η αγάπη του και η γνώση του για τη Δύση, τον έκαναν για μένα έναν άνθρωπο, υπό την ευρύτερη έννοια της Αναγέννησης. Έναν Αναγεννησιακό άνθρωπο του φωτός, της ευδαιμονίας μέσα στην Κτίση, της χαράς που δίνει η Χάρις μέσα από την αναγέννηση του ανθρώπου. Και που παραδόξως – ή μάλλον καθόλου παραδόξως – αγαπούσε εξ ίσου τα Άνθη της Ερήμου, τους Ανατολικούς Μυστικούς, το εκκλησιαστικό τυπικό και την υποβλητική σκούρα ατμόσφαιρα της Ρωσικής Εκκλησίας. Όνειρό του ήταν να πάει στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη. Από τα ταξίδια μου στη Ρωσία, του έφερα χάρτες, πολλά είδη βαριών τσιγάρων, ένα τασάκι, που όλα τα είχε σε περίοπτη θέση. Αλλά το ταξίδι στη Μόσχα απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ καθώς η υγεία του χειροτέρευε.
Τον Κουτρουμπή, οι φίλοι και οι γνωστοί του τον ονόμαζαν «Μάστορη». Και Μάστορης ήταν. Κατείχε τα μυστικά της συναρμολόγησης των σκόρπιων κομματιών, ήξερε την τέχνη της εναρμόνισης των αντιθέτων. Κοντά του ακουγόταν η Μουσική των Σφαιρών: Παραφράζοντας τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, πιστό φίλο και πνευματικό συνδαιτυμόνα του, θα μπορούσα να πω ότι ήταν ο ίδιος αυτός η Αρχιτεκτονική Σύνθεση της Σκόρπιας Ζωής. Ο Μυστικός Άνθρωπος και ο άνθρωπος της Αναγέννησης σ’ αυτόν συνυπήρχαν, όχι σαν αντίθετα, αλλά σαν όψεις του ίδιου νομίσματος.
Μια ιμπρεσσιονιστική απεικόνιση αυτής της σύνθεσης των φαινομενικά αντιθέτων, του πανθεϊστικού διονυσιασμού και της βαθιάς μυστικοπάθειας, μου είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Κουτρουμπής μέσ’ από δύο αναμνήσεις του: Πάσχα, Μεγάλη Παρασκευή, και ο μικρός Δημήτρης με την μητέρα του πάνε στην Εκκλησία για τον Επιτάφιο. Κατακλύζεται η ατμόσφαιρα από τις μυρωδιές της βιολέτας και των άλλων λουλουδιών. Κόσμος πολύς, φωνές, παιδιά. Και παραδίπλα, στην πλατεία, ένας διαλαλητής καλεί τον κόσμο στην αποψινή παράσταση του Καραγκιόζη. Να οι μεγάλες πολύχρωμες ζωγραφιές, ο διαλαλητής με τις μουστάκες και τ’ ανασηκωμένα του μανίκια σε τρόπο του Douanier Rousseau, τα ολανθισμένα μπαλκόνια, οι παχιές νοικοκυρές που ετοιμάζουν την Πασχαλινή ευωχία. Η πλημμύρα του κόσμου δεν ξέρει πού να στραφεί, στα λαλήματα του Καραγκιοζοπαίχτη, στη χαρούμενη γιορτή, ή στην επίσημη θλίψη της Εκκλησίας που πενθεί για τον θάνατο του Ιησού και τις πένθιμες ψαλμωδίες; Πιασμένο το μικρό αγόρι απ’ το χέρι της μάνας του εισπνέει την αντιστικτική μελωδία και σχηματίζει μέσα του τη θαυμάσια αρμονία που είναι η υποστασιακή αρμονία της ζωής, θλίψη και αίνος, μελαγχολία και θριαμβική έξαρση, το ανυπέρβλητο πνεύμα της Μεγάλης Παρασκευής της Ορθοδοξίας, που ενώ συντελείται η Ταφή, κυοφορείται η Ανάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η περίτεχνη όσο και απλή αυτή σύνθεση γίνεται ενώ ο μικρός κρατά το χέρι της μάνας. Γιατί η μητρική παρουσία στον Μάστορη Κουτρουμπή, από την Παναγία έως τη φυσική μητέρα του, είχε καταλυτική σημασία. Η άλλη εικόνα είναι από τη Βηρυτό: η Καθολική Σχολή, όπου δίδασκε τότε ο Κουτρουμπής, οι θεολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις των σεμιναρίων, αυστηρό τυπικό, ιεραρχία, το Γρηγοριανό μέλος, ο κλειστός κόσμος του τεταγμένου κλήρου με την απαγορευτική γοητεία του. Αλλά ένα πρωινό είχε εισβάλει η Άνοιξη. Και ο Κουτρουμπής ξυπνάει μέσα σε κελαϊδίσματα πουλιών, μουγκανητά ερωτευμένων γαϊδουριών και αγελάδων και τα μοναστηριακά σήμαντρα μπερδεύονται με τα κουδουνάκια των προβάτων, οι άναρθρες καλεστικές κραυγές των νεαρών βοσκών με τα βαρυσήμαντα λατινικά ρήματα. Η θέα από το παράθυρο αυτό είναι και η θέαση του Δημήτριου Κουτρουμπή, το όραμα του Μάστορη της Βουλιαγμένης. Η σύνθεση των πάντων σε μια θεϊκή αρμονία, η Μουσική των Σφαιρών, η Κτίση μέσα στον Κτίστη και τανάπαλιν. Που μ’ αυτό φίλευε τους γνωστούς και τους φίλους. Και τους μεταμόρφωνε όλους – από τον Ενωμοτάρχη του Αστυνομικού Τμήματος Βουλιαγμένης, ως τον Πανεπιστημιακό Καθηγητή, σε μετόχους, πρόσωπα μοναδικά, χαρισματικά, και εξαιρετέα. Αυτή ήτανε η Μαστοριά του. Το βαθύ, απλό νόημα της Αρχιτεκτονικής που ύφαινε τις νύχτες στο ερημητήριό του.
Η μακρόχρονη αρρώστια έφερε τον Κουτρουμπή στην Αγγλία. Ο άνθρωπος αυτός, γέροντας χωρίς να είναι ακόμη γέρος, περιβεβλημένος την αγάπη των φίλων, Ελλήνων και ξένων, έζησε περίπου δυο χρόνια στην περιοχή του Walshingham, στο Norfolk της Αγγλίας, κάτω από την θερμή φροντίδα της Anne Ferris. Τη νύχτα της 1ης προς 2α Μαρτίου του 1983, στην πολυθρόνα του, μπροστά στο τζάκι, τελείωσε, αφήνοντας μισό το σκέτο που κάπνιζε. Τάφηκε στο νεκροταφείο του Walshingham. Η αγάπη και ο σεβασμός μας τον ακολουθούνε πιστά και στην άλλη Ζωή.
περ. manifesto, τ.4, φθινόπωρο 2005, σσ. 47-48
Η ιστόρηση του ελληνισμού διά του κράτους είναι ιστόρησή με τα πεπραγμένα του βιαστή του
της Σύνταξης Πολλές οι εκδόσεις για την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτή του Γιώργου Κοντογιώργη, Ελληνισμός και Ελλαδικό κράτος (εκδόσεις Ποιότητα). Και ξεχωρίζει γιατί βάζει στην συζήτηση λιγότερο δημοφιλή αλλά εξαιρετικής σπουδαιότητας ζητήματα. Κάποια από αυτά τα αποσαφήνισε η συνομιλία μας με τον καθηγητή. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψουν οι αναγνώστες μελετώντας (κι όχι φυλλομετρώντας!) το βιβλίο. ΕΡ.: κ. Κοντογιώργη τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 είναι επέτειος που προσφέρεται για γιορτές ή για –να μην πούμε πένθος– περισυλλογή; Γ.Κ.: Για να ισχυρισθεί κάποιος ότι καλούμαστε να γιορτάσουμε το γεγονός των 200 χρόνων πρέπει να είναι είτε αυτόκλητος αναβάτης στο υποζύγιο της κομματοκρατίας και του δυναστικού κράτους ή να είναι εμποτισμένος από κάποια υψηλή διαστροφή όπως εκείνη της καθολικής αλλοτρίωσης. Ο απολογισμός των διακοσίων χρόνων προσφέρεται μόνο για καβάφειους θρήνους όπως αυτοί που περιγράφονται στο ποίημά του, «Ποσειδωνιάται». Η απλή αποτίμηση του προεπαναστατικού ελληνισμού και του κρατικού μορφώματος που εμφύτευσαν οι απολυταρχικές δυνάμεις της Ευρώπης στη μήτρα του κοσμοσυστημικού του χώρου είναι από μόνη της αποκαλυπτική: ο προεπαναστατικός ελληνισμός εκινείτο στην ανθρωποκεντρική ομοθεσία της οικουμένης με θεμέλιες κοινωνίες τις πόλεις/κοινά και πρόταγμα απελευθέρωσης την αποκατάσταση του ομόλογου κράτους της δημοκρατικής κοσμόπολης. Ο ελληνισμός είχε επανέλθει μετά την άλωση σε μια πρωτοφανή όσο και πολυσήμαντη απογείωση που του επέτρεπε να φιλοδοξεί τη διαδοχή και κατ’ επέκταση την οικειοποίηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο τρόπος της επανάστασης τον καταδίκασε σε μια συντριπτική ήττα, που οδήγησε εντέλει στην παράδοσή του στις δυνάμεις της ευρωπαϊκής φεουδαλικής απολυταρχίας. Οι δυνάμεις αυτές έθεσαν δύο όρους για να αναγνωρίσουν την ελευθερία ακόμη και μιας ελάχιστης γεωγραφικής άκρης του ελληνισμού, όπως η Πελοπόννησος και η Στερεά. Πρώτον, το κράτος να είναι θνησιγενές, σε ασφυκτικά όρια, θεσμικά εξαρτημένο από αυτές ως προτεκτοράτο και δεύτερον, να είναι πολιτικά ομότροπο, δηλαδή υπό καθεστώς δεσποτικής απολυταρχίας. Για να διασφαλισθούν οι συγκεκριμένοι όροι επελέγη μια ξενική μοναρχία που συνοδεύθηκε από ξένο στρατό κατοχής, ενώ το σύνολο των πολιτικών, στρατιωτικών και διοικητικών αξιωματούχων στελεχώθηκε επίσης από Γερμανούς. Το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να αποτιμηθεί παρά ως εμφύτευμα της φεουδαλικής δεσποτείας στη μήτρα του έως τότε ζώντος ελληνικού κόσμου, και μάλιστα στον δικό του ζωτικό ανθρωποκεντρικό χώρο, ο οποίος του επέτρεπε να στοχάζεται με γνώμονα τη φάση της οικουμένης στην οποία εισήλθε από τους ελληνιστικούς χρόνους βιώνοντάς την αδιάλειπτα έκτοτε. Το εν λόγω εμφύτευμα υπέβαλε τον ελληνισμό στο καθεστώς της μεσαιωνικής φεουδαρχίας που άφησε πίσω του από την προδρακόντεια εποχή, ενώ σήμανε την ολοκληρωτική οπισθοδρόμησή του προκειμένου να εναρμονισθεί με τη μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη φεουδαρχία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό. Συγχρόνως οι Δυνάμεις δεν απέκρυπταν ότι δεδηλωμένος σκοπός του νεότευκτου κράτους ήταν ο έλεγχος του μείζονος ελληνισμού και στο βάθος η αποδόμησή του, δηλαδή η ανάσχεση της εθνικής ολοκλήρωσης. ΕΡ.: Να υποθέσουμε ότι ο ελληνικός κόσμος του 19ου αιώνα αποτελούσε δυνάμει απειλή για τον ευρωπαϊκό κόσμο; Γ.Κ.: Προφανώς. Οι ίδιες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ομολογούν ότι ο ελληνισμός αποτελούσε δυνάμει απειλή γι’ αυτές, και μάλιστα διττή. Το κοσμοπολιτειακό επαναστατικό πρόταγμα των Ελλήνων και τα δημοκρατικά κοινά ενέπνεαν τις ανερχόμενες ανθρωποκεντρικές δυνάμεις που αντιμάχονταν τη δεσποτική απολυταρχία και ως εκ τούτου εθεωρείτο ότι συνιστούσε μεγίστη απειλή για τη σταθερότητα του παλαιού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή το ελληνικό δημοκρατικό κεκτημένο προκαλούσε απέχθεια και στις δυνάμεις του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο φόβος αυτός σε συνδυασμό με το πολυσήμαντο μέγεθος που αντιπροσώπευσε ο ελληνισμός κατά την προεπαναστατική εποχή δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα που έκανε την όποια φιλοδοξία του να βυθίζεται στο βαθύ ελλαδικό προτεκτοράτο. ΕΡ.: Ώστε ο προεπαναστατικός κοσμοσυστημικός ελληνισμός υπήρξε η βασική αιτία για την αποτροπή της εθνικής του ελευθερίας; ΓΚ.: Έγινε βασική αιτία από τη στιγμή που το επαναστατικό εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς. Η εμφύτευση του απολυταρχικού κράτους στη μήτρα του ανθρωποκεντρικού/κοσμοσυστημικού ελληνισμού και η εξ αποφάσεως αποδόμησή του ήταν προδιαγεγραμμένες: όντως ανάμεσα στον οικουμενικό ελληνισμό και στο ελλαδικό δεσποτικό κράτος διαμορφώθηκε μια θανάσιμη αντιμαχία που δεν άφηνε χώρο για συμβιβασμούς. Η επιβίωση και η νομιμοποίηση του φεουδαλικού αρχικά και του μεταφεουδαλικού ελλαδικού κράτους έθεταν ως προϋπόθεση την εξάλειψη κάθε ίχνους του ιστορικού ελληνικού κόσμου, ομού και του μείζονος ελληνισμού. Αξίωνε επίσης την πολιτισμική αποκοπή της ελλαδικής κρατικής κοινωνίας από τις εθνικές της ρίζες, προκειμένου να προσδεθεί και να ιστορηθεί διά της δυτικής ορθοταξίας. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συστηματική αποδόμηση των θεμελίων του ελληνικού κόσμου διά χειρός του ελλαδικού κράτους καθόλον τον 19ο αιώνα έως και το τελικό χτύπημα του μικρασιατικού ελληνισμού. Στο ίδιο κλίμα εξηγείται το μένος των θεραπόντων του κράτους εναντίον του ελληνικού εθνικού λογισμού, που συμποσούται στην άρνηση της ελληνικής συνέχειας. ΕΡ.: Επομένως έτσι εξηγείται όλη αυτή η αντιπάθεια των ελίτ του ελλαδικού κράτους κατά του έθνους και της ελληνικής συνέχειας. Γ.Κ.: Δοξάζοντας τα πεπραγμένα του κράτους, όπως πράττουν οι δημοσιώνες του, ομολογούμε ότι συμπράττουμε στο έγκλημα της κατάλυσης ενός πολιτισμού που, παρά τις κακουχίες, συνέχισε αδιάπτωτα από την αρχαιότητα να δημιουργεί ενώ γέννησε κυριολεκτικά τη νεοτερικότητα. Διότι εντέλει η νεοτερικότητα, ο κόσμος της μεγάλης κλίμακας και κατ’ επέκταση η λεγόμενη Ευρώπη, αναδύθηκε στο μέσο Βυζάντιο. Η επικράτηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας συνεπήγετο στο βάθος την ήττα του ελληνικού δρόμου (που ειδάλλως θα συνέχιζε από το σημείο της κοσμοπολιτειακής οικουμένης) και την επανεκκίνηση της μετάβασης με αφετηρία την ευρωπαϊκή φεουδαλική δεσποτεία. Το ερώτημα λοιπόν εάν θα ιστορήσουμε τον νεότερου ελληνισμού δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους ή του έθνους είναι κοσμοϊστορικά κρίσιμο. Στη μια περίπτωση δοξάζουμε τη νίκη της φεουδαλικής απολυταρχίας και απαξιώνουμε τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό δρόμο που έχει ως αφετηρία την οικουμενική φάση. Στην άλλη καλούμαστε να θρηνήσουμε την εξ αποφάσεως αποδόμηση των θεμελίων του κράτους της δημοκρατικής κοσμόπολης, δηλαδή του ανθρωποκεντρικού ελληνισμού που διήγε τη φάση της οικουμένης και μαζί του τον μείζονα ελληνισμό. Έναν ελληνισμό που κατείχε θέση ηγεμόνα στο μέσον τριών (δεσποτικών) αυτοκρατοριών ή ένα εξ αντικειμένου αναντίστοιχο, και γι’ αυτό μεταλλαγμένο, έκφυλο κράτος που συνεχίζει να βυσσοδομεί και να απεργάζεται την εξάλειψη κάθε ίχνους από τα εναπομείναντα λείψανα του γένους των Ελλήνων. Εάν αποδεχθούμε ότι η «αρχαιότητα» που βίωνε ομοθετικά ο ελληνισμός της τουρκοκρατίας ήταν κατώτερος της ευρωπαϊκής απολυταρχίας, όπως διατείνονται οι θαμώνες της κρατικής διανόησης, προς τι ο υποκριτικός θαυμασμός του ομόλογου ελληνισμού της προρωμαϊκής εποχής; ΕΡ.: Αρκεί να παραμένουμε επομένως δέσμιοι ενός δρόμου που, όπως λέτε, εξέλιπε οριστικά; Γ.Κ.: Η πλευρά του θρήνου δεν υποδηλώνει μια νοσταλγία για επιστροφή στο παρελθόν. Ο ελληνισμός ως κοσμοσύστημα και ως ανθρωποκεντρική πρόταση έχει φύγει όντως οριστικά και τελεσίδικα. Όμως ως ιστορικό συμβάν είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρος, τόσο για ολόκληρη την ανθρωπότητα όσο και για την ελληνική κοινωνία. Για την ανθρωπότητα διότι ο ελληνισμός ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα είναι ένα μοναδικό παράδειγμα, ικανό να στηρίξει την οικοδόμηση μιας πλήρους γνωσιολογίας και κατ’ επέκταση μιας επιστήμης του κοινωνικού ανθρώπου που να δείχνει τον δρόμο της εξέλιξης που θα είναι απαλλαγμένη από φορτία ολόκληρα ιδεολογίας, όπως σήμερα η νεοτερική. Για την ελληνική κοινωνία η ανάκτηση του προεθνοκρατικού παρελθόντος είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη προκειμένου να κατανοήσει το μετεπαναστατικό παρόν, να απαντήσει το ερώτημα «τι έφταιξε» και «τι εξακολουθεί να αποτελεί την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας». ΕΡ.: Αυτήν την αυτογνωσία δεν μπορούμε να την αντλήσουμε διά του κράτους; Γ.Κ.: Η ιστόρηση του ύστερου ελληνισμού διά του κράτους είναι σαν να επιδιώκεται η ιστόρησή του με τα πεπραγμένα του βιαστή του. Το απολυταρχικό και στη συνέχεια το κράτος έθνος εγγράφονται στην εξελικτική βιολογία των φεουδαλικών κοινωνιών προς την πρώιμη ανθρωποκεντρική νεοτερικότητα. Για τον οικουμενικό ελληνισμό ήταν απλώς το όχημα και το σημείο του ενταφιασμού του. Επομένως η ιστόρηση του ιστορικού όσο και του νεότερου ελληνισμού διά του εν λόγω κράτους εμποδίζει ακόμη την αποκομιδή των συντριμμιών του, προκειμένου να προσέλθουμε στη συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων με όρους περισυλλογής και αποτίμησης. Η ανάκτηση της ιστορίας του ελληνισμού θα μας επιτρέψει να στοχασθούμε με ασφάλεια για τα αίτια της καταστροφής ώστε να αποτραπεί το μοιραίο που έρχεται με την ακρίβεια που το αναγγέλλει ο Καβάφης στους «Ποσειδωνιάτες» του. Να αναλογισθούμε γιατί οι θαμώνες του έκφυλου ελλαδικού κράτους καταγίνονται και σήμερα, εξίσου συστηματικά, με το εγχείρημα της απαξίωσης του πολιτισμικού έρματος τόσο του ιστορικού ελληνισμού όσο και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας που τροφοδοτεί τις όποιες αντιστάσεις της απέναντί του. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι το κράτος αυτό, παρόλον ότι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τον ιστορικό και τον μείζονα ελληνισμό, καταγίνεται εμμονικά με την απαλλαγή του από την εναπομείνασα ελληνική κοινωνία και τις αντιστάσεις της; Πώς να ερμηνεύσει άραγε κανείς το γεγονός ότι οι εορτασμοί για τους δύο αιώνες «ελεύθερου βίου» των Ελλήνων αποβλέπουν στη δοξαστική νομιμοποίηση των πεπραγμένων αυτού του κράτους με επωδό το επιχείρημα της ανάγκης ενός «νέου πατριωτισμού» που υποκρύπτει το πρόταγμα αλλαγής λαού; Ο ίδιος λόγος που οδήγησε στην εκρίζωση των ανθρωποκεντρικών θεμελίων του κοσμοσυστημικού ελληνισμού και του ίδιου του μείζονος ελληνισμού είναι αυτός που σήμερα έχει στρέψει την εχθρότητα των θαμώνων του κράτους προς την ελληνική κοινωνία. Η προφανής αναντιστοιχία του πρώιμου ανθρωποκεντρικά κρατικού μορφώματος της νεοτερικότητας προς το κοσμοπολιτειακό κράτος του οικουμενικού ελληνισμού. Το συμφέρον του κράτους αυτού δεν συμπίπτει με το συμφέρον της κοινωνίας. ΕΡ.: Μιλάμε συχνά για «ανολοκλήρωτο ’21». Αυτό είναι παραδοχή ήττας ή υπόμνηση εκκρεμότητας; Γ.Κ.: Το πρόταγμα του 1821 δεν έμεινε ανολοκλήρωτο, κατεδαφίστηκε ολοκληρωτικά διά χειρός του ελλαδικού κράτους, κατ΄ουσίαν από την ευρωπαϊκή νεοτερικότητα. Εάν δεν αποκτήσουμε συνείδηση της κοσμοϊστορίας, δεν θα αντιληφθούμε τι μας συνέβη, άρα θα συνεχίσουμε να χορηγούμε φάρμακο σε λάθος ασθενή, στην κοινωνία αντί του κράτους. Εν προκειμένω, μπορούμε με βεβαιότητα να αναμένουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα ο ελληνισμός θα έχει οδηγηθεί στη ευθανασία. Τη χώρα, εφόσον συνεχίσει να υπάρχει, θα τη μεταβάλουν οι θαμώνες του κράτους σε χώρο, θα την υποβάλουν στην ευθανασία. Η Ιστορία του ελληνισμού διδάσκει ότι εάν η ελλαδική κοινωνία θέλει να επιβιώσει, οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα της ανθρωποκεντρικής προόδου που διδάσκει ο ελληνισμός, από το σημείο του έθνους της κοινωνίας από το οποίο μας απέκοψε η δεσποτική απολυταρχία και η συνέχειά του της αιρετής μοναρχικής δεσποτείας στο όνομα του έθνους του κράτους. Να επεξεργασθεί επειγόντως ένα νέο εθνικό πρόταγμα που θα θέτει στην προμετωπίδα το έθνος της κοινωνίας των πολιτών κατέναντι του έθνους του κράτους, που θα ανασυνδέει την πολιτική, το πολιτικό σύστημα οργανικά με την κοινωνία. ΕΡ.: Παρότι δεν θεωρείται δόκιμο, είναι, νομίζουμε, θεμιτό το ερώτημα αν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 και τη χειραγώγησή της; Γ.Κ.: Έχω ασχοληθεί ενδελεχώς με το ερώτημα αυτό στο τελευταίο μου έργο Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος, για να δείξω ότι ανέφικτο ήταν η ευρωπαϊκή φεουδαλική απολυταρχία να πιάσει το νήμα της μετάβασης στη νεοτερικότητα από το σημείο που το παρέλαβε από τον ελληνικό δρόμο, όχι το αντίθετο. Όταν σπουδάζει κανείς τον τρόπο της επανάστασης είναι να απορεί πώς συνέβη οι συντελεστές της να μην γνώριζαν τι διέπραξαν με τόση ελαφρότητα. ΕΡ.: Πού οφείλεται η, αρχικώς ακαδημαϊκής προέλευσης, αποστροφή των νέων Ελλήνων για τον εαυτό τους; Γ.Κ.: Το κράτος της απολυταρχίας, για να δυνηθεί να νομιμοποιηθεί, όφειλε να εξαφανίσει τα ίχνη του μείζονος ελληνισμού, να απαξιώσει τα ανθρωποκεντρικά του θεμέλια, να εμποτίσει τα μυαλά των Ελλήνων με την ιδεολογία της εξάρτησης και της ντροπής προς τον εαυτό τους, ώστε να απωλέσουν την αυτοεκτίμησή τους, ακόμη και τη θέληση της αυτονομίας της σκέψης. Μόνον εάν θα έφθαναν να βλέπουν τον ανθρωποκεντρικό εαυτό τους με τα μάτια του Ευρωπαίου δουλοπάροικου και εάν πίστευαν ότι υπό το κράτος της απολυταρχίας ή της αιρετής μοναρχίας ζουν τον ιστορικό τους έρωτα, τη δημοκρατία των αρχαίων προγόνων τους, θα έβγαιναν νικητές. Έτσι, η κοσμοπολιτειακή δημοκρατία απαξιώθηκε στο όνομα του δεσποτικού εξευρωπαϊσμού και η πολιτική ατομικότητα της θεσμισμένης πολιτειακά κοινωνικής συλλογικότητας κατεγράφη ως εχθρός της καθόλα «ανώτερης» εξατομικευμένης αγέλης/μάζας, της κοινωνίας ιδιώτη. ΕΡ.: Υπάρχει τρόπος ο Ελληνισμός να εκφραστεί, πέραν του ελληνικού κράτους; Γ.Κ.: Πρέπει να επισημάνω τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του μείζονος ελληνισμού και της διασποράς. Ο μείζων ελληνισμός ζούσε στον εθνικό του χώρο με θεμέλια εστία την κοινωνία της πόλης/κοινού, τα θεσμικά του δίκτυα και τις προϋποθέσεις της ισχύος που του επέτρεπαν να φιλοδοξεί με όρους εθνικής ταυτότητας. Η διασπορά χρησιμοποιεί ως εστία της την εθνική πολιτισμική και πολιτική εστία της χώρας υποδοχής. Επομένως, εάν δεν αναπτύξει τις δικές της πολιτισμικές και πολιτειακές αντιστάσεις, αργά ή γρήγορα προώρισται να αφομοιωθεί. Πριν από τριάντα περίπου χρόνια είχα προτείνει να ληφθεί μέριμνα ώστε ο ελληνισμός της διασποράς να οικοδομήσει εστίες κοινών και δίκτυα πολιτειακής επικράτειας, χωρίς εξουσία εδάφους, προκειμένου να διαμορφώσει ηγεσίες πολιτικές και οργανική/θεσμική εκπροσώπηση στο ελλαδικό κράτος. Αντί αυτού, δημιούργησαν το αλήστου μνήμης ΣΑΕ με πρόθεση να χειραγωγήσουν κομματικά τη διασπορά. Ε.Ρ.: Η σημερινή συρρίκνωση –όχι μόνο η γεωγραφική– του νέου Ελληνισμού είναι αναστρέψιμη κι, αν ναι, πώς; Γ.Κ.: Όπως προείπα, θα ήταν αναστρέψιμη υπό τον όρον της μεταβολής πολιτείας, δηλαδή της μεθάρμοσης της αιρετής μοναρχίας σε κατ’ ελάχιστον αντιπροσωπευτική πολιτεία ή, με διαφορετική διατύπωση, υπό τον όρο του θεσμικού εξαναγκασμού της άρχουσας τάξης ούτως ώστε να πολιτεύεται εναρμονισμένη με το εθνικό και κυριολεκτικά με το κοινό συμφέρον. Η δυσκολία του πράγματος έγκειται στο ότι η εν λόγω μεταβολή προϋποθέτει μια εσωτερική επανάσταση της ελληνικής κοινωνίας, αρχής γενομένης από το πεδίο των εννοιών, την οποία δεν μπορώ να πω ότι διακρίνω στον ορίζοντα. |
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΟΥΣΙΔΗΣ
Με τη ζωγραφική ξεκίνησα πολύ νωρίς στη ζωή μου.
Από παιδί εικονογραφούσα την ημέρα μου ή τις σκέψεις μου. Τις εκδρομές με το αυτοκίνητο του θείου μου, τους στρατιώτες με πανοπλία στα κάστρα και άλλα θέματα που αποτελούσαν το ανεπίσημο ρεπερτόριο της ηλικίας μου.
Μεγαλώνοντας επισκέφτηκα πολλές πινακοθήκες και μουσεία του εξωτερικού, που τότε μου φάνταζαν μια απίστευτη αγγαρεία και μια ακατανόητη ταλαιπωρία. Σιγά-σιγά, όλες αυτές οι περιπλανήσεις στις αίθουσες άρχισαν να μου γεννούν ερωτήματα υπαρξιακού περιεχομένου. Άρχισα να προβληματίζομαι για την ίδια την καταγωγή μου. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η Ψωροκώσταινα δεν είναι και του θανατά, ότι έβγαλε αρχιτεκτονική και τέχνη που τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης θαυμάζουν φανερά ή κρυφά. Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στις αναζητήσεις μου προκάλεσε η επίσκεψη στην Ακρόπολη της Αθήνας και η ευθεία σύγκριση της με τους βυζαντινούς ναούς της γειτονιάς μου στη Θεσσαλονίκη. Ναοί οι μεν, ναοί και οι δε, φτιαγμένοι από τον ίδιο λαό, αλλά ταυτόχρονα και τόσο διαφορετικοί. Με τέτοιες σκέψεις και προβληματισμούς μπήκα στην ενήλικη ζωή μου.
Τα χρόνια περνούσαν και οι σπουδές μου στη γραφιστική και την εικονογράφηση είχαν περατωθεί. Πέρασα μια μικρή περίοδο στην διαφήμιση, η οποία διεκόπη όταν μου χτύπησε την πόρτα η εικονογράφηση βιβλίων. Βρέθηκα έτσι να συνεργάζομαι με τις εκδόσεις Ακρίτας χάρη στην τυχαία συνάντηση με τον Κώστα Ανεστόπουλο στη Σιμωνόπετρα. Με αυτή τη συνεργασία και τα καθημερινά της τηλεφωνήματα με τον εκδότη κ. Δημήτρη Κόκκινο πήρα το δρόμο μου. Άρχισα σιγά-σιγά να βρίσκω τον εαυτό μου. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες στα εκδοτικά. Ήρθε η κρίση και αυτές οι συνεργασίες περιορίστηκαν, αν και φιλίες παρέμειναν.
Μια καλοκαιρινή βραδιά βρέθηκα καλεσμένος σε δεξίωση. Είχαν μεσολαβήσει κάποιες εκθέσεις ζωγραφικής σε γκαλερί στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Η οικοδέσποινα, αγαπημένη φίλη, θέλησε να με συστήσει ως ζωγράφο σε καθηγήτρια σχολής καλών τεχνών ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Η καθηγήτρια με ρώτησε αρχικά από ποια σχολή καλών τεχνών είχα αποφοιτήσει. Στην αμηχανία μου να απαντήσω, αφού είχα τότε ένα πτυχίο γραφιστικής του ΤΕΙ Αθήνας, σχεδόν μου γύρισε την πλάτη και συνέχισε να συζητά στο πηγαδάκι της.
Παρόλο που δεν πέτυχε αυτή η γνωριμία, εκείνη τη βραδιά άλλαξε οριστικά η πορεία της ζωής μου. Την επόμενη μέρα με προτροπή της Μελίνας, της γυναίκας μου, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στην Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Σε τρεις εβδομάδες ήταν οι εξετάσεις, πέρασα και στην πενταετία αποφοίτησα.
Τώρα πια είμαι κι εγώ ένας πτυχιούχος της Καλών Τεχνών που μπορεί να σταθεί “άξιος” συνομιλητής στα καλλιτεχνικά. Όμως, το μεγάλο κέρδος από τις σπουδές μου είναι ότι αγάπησα τον άνθρωπο και ταυτόχρονα αγάπησα την εποχή μας, το σήμερα. Είδα τον αγώνα και την αγωνία, το μεράκι και τα πάθη που έχουν και οι καλλιτέχνες άλλων πολιτισμών.
Εργάζομαι πολύ στον υπολογιστή, το εργαλείο του σήμερα, εικονογραφώντας βιβλία. Επίσης, ζωγραφίζω στο πανί με λάδια και ακρυλικά, κυρίως αστικά τοπία. Βενζινάδικα, πάρκινγκ, σούπερ μάρκετ, αδιάφορους τόπους μεν, πολυσύχναστους δε τους αποτυπώνω σε στιγμές ησυχίας, την ώρα που ερημώνουν και ησυχάζουν. Γιατί είναι στην ησυχία που μπορεί κανείς να έχει επαφή με το μέσα του ενώ, όσο σύγχρονα είναι τα τοπία που διαλέγω, άλλο τόσο αιώνια είναι και η ανάγκη του ανθρώπου να βρει τον Θεό.
Ο Χρήστος Γουσίδης γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και ζει ακόμα εκεί.
Ωστόσο, χρειάστηκε να φύγει αρκετές φορές μέχρι τώρα.
Σπούδασε γραφιστική κι εικονογράφηση στο ΤΕΙ Αθήνας.
Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές σε Video Art. στο Canterbury του Kent (Αγγλία).Στα πλαίσια δεύτερου μεταπτυχιακού στο Design στο Glasgow School of Art (Σκωτία), πραγματοποίησε μελέτη σχετική με την παραδοσιακή τέχνη και τον σύγχρονο άνθρωπο και πως αυτές οι δύο μπορούν να συνδυαστούν. Στο τέλος εφάρμοσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του και δημιούργησε ένα προσκυνητάρι για ορθόδοξο ναό.
Είναι πτυχιούχος της σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών.
Έχει δημιουργήσει 3 κόμιξ κι έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία, όπως και τα Θρησκευτικά Δ’ δημοτικού για το ελληνικό σχολείο, αλλά και τα Αρχαία Ελληνικά και για τις τρεις τάξεις του γυμνασίου της Κύπρου.
Έχει πραγματοποιήσει 6 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κι έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές.
Ακολουθεί επιλογή από πρόσφατα έργα του:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ
της Σύνταξης
Άγνωστος στο ευρύ αναγνωστικό κοινό ο Κώστας Δημητρίου Καραβίδας υπήρξε ο σημαντικότερος και συστηματικότερος μελετητής του νεοελληνικού κοινοτικού φαινομένου. Η καταγωγή του ήταν από το ορεινό χωριό Ζωριάννο της Δωρίδας, αλλά ο ίδιος γεννήθηκε το 1890 στην Κεφαλονιά, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του.
Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάτρα και συνέχισε στη Νομική σχολή Αθηνών, όπου και δραστηριοποιήθηκε από το 1908 έως το 1912 στους αγώνες υπέρ του Δημοτικισμού με συναγωνιστές τους Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Φίλιππο Δραγούμη κ.ά. Φοιτητής ακόμη συμμετείχε εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, ευρισκόμενος στην πρώτη γραμμή.
Ολοκλήρωσε τις νομικές σπουδές του το 1914 και τον επόμενο χρόνο, κατόπιν εξετάσεων, έγινε υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών και υπηρέτησε στις Νομαρχίες Ναυπλίου και Σπάρτης.
Το 1917 ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Θεσσαλονίκη κι εντάχθηκε στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης. Υπηρέτησε στο πολιτικό γραφείο του Ελ. Βενιζέλου κι εν συνεχεία στην Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Αυτή την περίοδο θα ξεκινήσει την πρωτοπόρο έρευνά του για τις τοπικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Μετά την παραίτησή του από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, το 1920 έως το 1926 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Για μικρό διάστημα, το 1922, διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις του δολοφονηθέντος Ίωνος Δραγούμη, το οποίο εξέδιδε ο αδελφός του Φίλιππος. Στις αρχές του 1922 βρέθηκε στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης με την ιδιότητα του δημοσιογράφου.
Μετά την επιστροφή του και μέχρι το 1924 ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ήταν συνεκδότης του περιοδικού Κοινότης, στο οποίο δημοσιεύθηκαν, εκτός από λογοτεχνικά του κείμενα, αρκετά σημαντικά δοκίμιά του.
Από το 1926 έως το 1929 εργλαστηκε ως τμηματάρχης του Υπουργελιου Εξωτερικών στην βόρειο Ελλάδα με αρμοδιότητες σε ζητήματα εποικισμού. Την ίδια περίοδο συμπλήρωσε τον τόμο των Αγροτικών.
Το 1928 παντρεύτηκε την Τούλα Μ. Κωτσάκη και απέκτησαν μια κόρη, την Ζωή, εν συνεχεία σύζυγο του Κωνσταντίνου Π. Καλλιγά.
Το 1932 προσελήφθη στην Αγροτική Τράπεζα και ασχολήθηκε με την οργάνωση εγγειοβελτιωτικών έργων σε μικρές κοινότητες ανά την επικράτεια. Οι εκθέσεις και τα υπομνήματα για αυτά τα έργα αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της εργασίας του, η οοποία όμως, στο μεγαλύτερο μέρος της, παραμένει ανέκδοτη στο πολύτιμο αρχείο του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Δημοκρατικής Ομάδας» (Αλέξ. Δελμούζος, Κ. Γεωργούλης, Πίνδαρος Χριστοδουλόπουλος κ.ά.) και σε συνεργασία με άλλους εξέδιδε την παράνομη αντιστασιακή εφημερίδα Ο Δημοκράτης.
Το 1943 δημοσίευσε την δημοσίευσε την δεύτερη έκδοση των Μακεδονικών Ύμνων.
Μετά την Κατοχή συνέχισε την αρθρογραφία του στο περιοδικό Δημοκρατική Επιθεώρησις.
Συνταξιοδοτήθηκε από την Αγροτική από την Αγροτική Τράπεζα το 1953.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί από τη δημόσια δράση.
Πέθανε, έπειτα από μακρόχρονη ασθένεια, το Μάρτιο του 1973.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Κωνσταντίνου Καραβίδα περιέχει μελέτες, ποιήματα και διηγήματα. Μερικά από τα αυτοτελή δημοσιευμένα συγγράματά του: Εύρωπος (1925), Δωρικόν Άσμα (1926), Η Μακεδονοσλαβική Αγροτική Κοινότης (1926), Η πύκνωσις των αγροτικών μας πληθυσμών (1927), Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός (1930), Αγροτικά (1931). Οι επίσης Κ. Καραβίδας έχει δημοσιεύσει επίσης σειρά άρθρων σε πολλές εφημερίδες με ποικίλη θεματογραφία. Το αρχείο του δωρήθηκε το 1986 στην Γενάδειο Βιβλιοθήκη από την κόρη του και αυτό που επείγει είναι η δημοσίευση, η μελέτη του και η αποτίμησή του.
Αγοράζοντας την προεκλογικη εικονα
Είναι απρεπές να ψιθυρίζεις για εκλογές την ώρα που ο τόπος κι οι άνθρωποί του δίνουν τον αγώνα που δίνουν. Είναι απρεπές να ψιθυρίζεις για εκλογές και χυδαίο να τις προετοιμάζεις.
Αυτό ‒κοντά στα άλλα‒ κάνει η κυβέρνηση. Δεν αναφερόμαστε στην ούτως ή άλλως προκλητική χρηματοδότηση των κομμάτων και την σκανδαλωδώς προνομιακή διευθέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αναφερόμαστε στην διευκόλυνση των καναλαρχών και, κυρίως, στην προικοδότησή τους με μυθώδη ποσά ‒ κι ας είναι υποχρεωμένοι οι ραδιοτηλεοπτικοί δίαυλοι να προβάλλουν δωρεάν τα μηνύματα κοινωνικού χαρακτήρα. Ό,τι ψίχουλα πέσουν από το φαγοπότι θα μοιραστούν στους φτωχούς συγγενείς των εφημερίδων ‒ έτσι, βρε αδερφέ, για να επικαλούμαστε τα προσχήματα που δεν σώζουμε. Να φλυαρούμε για «ελευθεροτυπία», για «δημοκρατία» και άλλα όμορφα και να μην ακούγονται τα γέλια όσων γύρισαν την πλάτη στις σημαδεμένες εκλογικές αναμετρήσεις. Και τα κλάματα εκείνων που, παρότι ξέρουν πως οι αναμετρήσεις είναι σικέ, παλεύουν όχι να μπουν στο παιχνίδι αλλά να το διακόψουν.
Οι διακοπές βεβαίως μπορεί να μην σημαίνουν και τίποτε. Μπορούν όμως να σημαίνουν και μια αρχή. Αρχή να αποκτήσουν φωνή όσοι μέχρι σήμερα δεν έχουν φωνή. Και ποιοι είναι αυτοί; Μα όλοι εκείνοι που ο πρώην πρωθυπουργός ‒σε μια σπάνια στιγμή ειλικρίνειας‒ αποκάλεσε «ετερόκλητο όχλο».
Ο νυν πρωθυπουργός η αλήθεια είναι ότι δεν έκανε ανάλογους χαρακτηρισμούς. Η συμπεριφορά του όμως ‒για όσους δεν αρκούνται στην εξωνημένη «ενημέρωση»‒ είναι χαρακτηριστική.
Αλλά ούτε γι’ αυτήν θ’ ακούσετε κουβέντα. Οι άνθρωποι της «ενημέρωσης», μπορεί να είναι ανάγωγοι αλλά έχουν τρόπους. Δεν μιλούν ποτέ με γεμάτο στόμα.