«ΚΑΡΑΒΙΑ ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΝ ΚΙ ΕΜΑΣ»

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα

Πάντα είχα την ίσως υπερβολική εντύπωση, από τη λίγη Ιστορία που διάβασα, ότι το ελληνικό κράτος είναι εναντίον του ελληνικού λαού, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του. Λειτουργεί σαν ένα είδος φυλακής του Ελληνισμού. Και όπως ο φυλακισμένος για να μπει στο κελί του πρέπει ν’ αφήσει στην είσοδο όλα του τα προσωπικά είδη, έτσι και ο λαός μας, αναγκάστηκε από μιας αρχής και μέχρι σήμερα να στερείται ό,τι «τζοβαϊρικό πολύτιμο» έχει, για να σταλεί  έπειτα σε μια πρωτόγνωρη εξορία μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Και τι πιο πολύτιμο για ένα λαό της θάλασσας από τα καράβια του!

Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν, πριν χρόνια, διάβαζα ότι «θα δαπανηθούν 7,7 εκατ. ευρώ για την διάλυση και άλλων 207 αλιευτικών σκαφών». Ήταν ένα ακόμη πρόγραμμα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης –τι σόι ανάπτυξης- εμπνευσμένο από  την Ε.Ε. και, βεβαίως, συνέχεια ενός προγράμματος, που τα προηγούμενα χρόνια έκοψε αναρίθμητα ξύλινα σκαριά. Το έκοψε είναι κυριολεκτικό. Για να πιστοποιηθεί η απόσυρση το καΐκι κόβεται εγκάρσια σε τρία κομμάτια, την πλώρη, την τιμονιέρα και την πρύμνη.

Ιεροσυλία θα σκεφτεί ο αθώος αναγνώστης. Και κάτι περισσότερο θάλεγε ένας ποιητής, μια μικρασιατική καταστροφή του εθνικού μας πλούτου. Και για να μην τα φορτώνουμε όλα στους κουτόφραγκους, η Ε.Ε. έκανε το εν λόγω πρόγραμμα για να περιορίσει τους αλιευτικούς στόλους, προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά τους αλλά και για να περιορίσει την εξάντληση των ψαριών από τις θάλασσες. Καλά το σκέφθηκαν αυτοί. Εμείς πώς το εφαρμόζουμε; Ευκαιρία στους πολιτικάντηδες για εξαγορές και επιδοτήσεις, για εκμαυλισμό εν τέλει.

«Μια μέρα οι θάλασσες θα εκδικηθούνε», γράφει ο Ελύτης. Το ίδιο και τα πεθαμένα σκαριά. Εάν η Ε.Ε. έδωσε 7,7 εκατ. για να κόψει τα καΐκια, το ελληνικό κράτος, αν είχε νου και γνώση, έπρεπε να δώσει 107 για να κρατήσει αυτά τα σκάφη στη θάλασσα. Ίσως όχι για να ψαρεύουν, αφού σε λίγο δεν θα υπάρχουν ψάρια, αλλά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που η ακτογραμμή της φτάνει την περίμετρο της Αφρικής, τα καΐίκια αυτά, ναυπηγημένα σε πατροπαράδοτα καρνάγια, με μαστοριά κι αισθητική, που την έχει στερηθεί ο εξόριστος στον τόπο του ρωμιός, κάθε άλλο παρά υπεράριθμα θα ήταν. Μα πού μυαλό στους κλέφτες, που όπως τόχουν συνήθειο, ρίχνουν τα άγια.

Επειδή η πίκρα με πνίγει όταν θυμάμαι τέτοια αίσχη, του Υπουργείου που αφού ξέκανε τους αγρότες και τους ψαράδες, τώρα έβαλε χέρι στα έργα των γονιών μας, πάω στα γονικά μου, μνημονεύω Οδυσσέα Ελύτη:

«Δόξα να ’χει Θεός εμείς γυρίζαμε παντού, ξεφορτώναμε λάδι και κρασί και παίρνουμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ’ αυτά που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα…». Τώρα μηδέ λάδι, μήτε κρασί έχουν τ’ αμπάρια μας. Και χρήματα δεν περισσεύουν για τριαντάφυλλα. Τα ξόδεψε η ξετσιπωσιά κι η ιδιοτέλεια. Σκέφτομαι, αν ζούσε ο γερο-Κόντογλου θα ’κλαιγε τα σκαριά κατά πως έκλαψε το Αϊβαλί.

Published by

Κωνσταντίνος Μπλάθρας