Το όνομά του θα έπρεπε να το γνωρίζει όλος ο κόσμος. Το παράδειγμά του θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα μας τα σχολεία. Ρουμελιώτης, γιος πυροσβέστη, μοναχοπαίδι, μηχανικός αυτοκινήτων, δηλαδή άνθρωπος του μεροκάματου.
Ο δέκα εικοσάχρονος στρατιώτης πεζικού Βασίλης Ραχούτης από το Καλλίδρομο Φθιώτιδας τη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 2000 επέβαινε μαζί με άλλους 532 ανθρώπους στο σαπιοκάραβο «Εξπρές Σάμινα» που βυθίστηκε στα ανοιχτά της Πάρου στερώντας τη ζωή σε 81 επιβαίνοντες. Ο Βασίλης Ραχούτης ήταν ένας από τους 81 που δεν τα κατάφεραν. Ο Βασίλης Ραχούτης δεν τα κατάφερε γιατί επέλεξε να βοηθήσει άλλους να σωθούν. Και σώθηκαν χάρη στην ανδρειοσύνη του που εκτίμησε ότι έχει χρέος να συνδράμει τους πιο αδύναμους.
Ο εφοπλιστής Παντελής Σφηνιάς αυτοκτόνησε λίγο καιρό αργότερα. Αν καλά θυμόμαστε, στη δίκη την πλήρωσαν ο πλοίαρχος κι ο υποπλοίαρχος, ενώ οι υπόλοιποι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση και αφέθησαν ελεύθεροι.
Η Ελλάδα της προολυμπιακής ευφορίας, η Ελλάδα του Χρηματιστηρίου και της «Ρικομέξ» (άλλο… πλημμέλημα αυτό) την περίοδο εκείνη φόραγε και καλά της, πούλαγε «εκσυγχονισμό» στους ιθαγενείς και καμώνονταν ότι ανήκει στους ισχυρούς του κόσμου ετούτου. Δεν της περίσσευε χρόνος ούτε για πένθη ούτε και για ήρωες.
Το παληκάρι έκλαψαν μόνο οι γονείς του, οι συστρατιώτες και οι φίλοι του.
25 χρόνια μετά θυμόμαστε τον Βασίλη Ραχούτη και χαμηλώνουμε, έστω για λίγο, τα βλέμματά μας μπροστά στη θυσία ενός παιδιού που αποδείχτηκε άνδρας και προστέθηκε στη χορεία εκείνων που, δια του παραδείγματός τους, μας διδάσκουν πώς αξίζει κανείς να ζει και πώς να πεθαίνει.
Published by