Είναι διαφορετικής τάξεως συναίσθημα η εθνική υπερηφάνεια από τον εθνικό κομπασμό. Το πρώτο έχει έρμα, το δεύτερο είναι ανερμάτιστο. Το πρώτο σπανίζει και το δεύτερο πλεονάζει. Προσέτι, το δεύτερο συγκεφαλαιώνεται στη δημοφιλή αυταπάτη ότι, εκτός του ότι ζούμε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, είμαστε και οι ωραιότεροι τύποι ενός κόσμου που φθονεί την τσαχπινιά και υπονομεύει την προκοπή μας.
Και, παρότι «είμαστε οι αντιφάσεις μας», όπως συνετά μας θυμίζουν οι εγκρατείς των θεωρητικών επιστημών, η αυταπάτη μας αυτοαναιρείται από τη δημοφιλή επίσης πεποίθηση ότι εν γένει είμαστε ένα σκορποχώρι και κάθε τόσο χρειάζεται κάποιος εξ Εσπερίας μάνατζερ χαρισματικός, και μακάρι χαριτωμένος, να μας βάλει σε σειρά.
Πριν από περίπου 20 χρόνια η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης έχοντας ως προπονητή τον Γερμανό βετεράνο αθλητή Ότο Ρεχάγκελ. Πολλοί ήσαν εκείνοι που απέδωσαν εκείνη την αδόκητο επιτυχία κατεξοχήν στον τεχνικό της ομάδας και, δήθεν θυμόσοφα, μεταξύ σοβαρού και αστείου απεφάνθησαν ότι, γενικότερα, η Ελλάδα «θέλει τον Γερμανό της».
Λίγα χρόνια αργότερα, μεσούντων των Μνημονίων, ξεθώριασε (έως ακυρώθηκε) το αίτημα, διότι ήρθαν πολλοί Γερμανοί να μας κοουτσάρουν, αλλά οι επιδόσεις τους δεν ήσαν οι αναμενόμενες και η λαϊκή αμφιθυμία εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, και με ένα ανελλήνιστο «go back» προς τους επικυρίαρχους μουσαφιραίους.
Τον τελευταίο καιρό, μη έχοντας καμιά σοβαρή προσδοκία από την ιθαγενή δικαιοσύνη και το ιθαγενές πολιτικό προσωπικό, οι λαϊκές ελπίδες —ακόμη και όσων αμφισβητούν τις ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες ή, κυρίως, αυτών!— αποτίθενται ομάδι στην, επίσης βετεράνο αθλήτρια, Ευρωπαία —έστω Βαλκάνια— Εισαγγελέα κ. Λάουρα Κοβέσι.
Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων πιθανώς να εκφράζει οκνηρία ή να είναι απότοκος μια κόπωσης και μιας κατ’ εξακολούθηση διάψευσης. Σε κάθε περίπτωση η αναζήτηση «προστάτη», η ανάθεση δηλαδή σε τρίτους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, δεν είναι ενήλικη, δηλαδή αντρίκια, συμπεριφορά.
Ο Ανδρέας Κάλβος, την φιλοπατρία του οποίου ουδείς, απ’ όσο γνωρίζω, έχει αμφισβητήσει, προτιμούσε να ψωμοζητούμε ανά την οικουμένη παρά να έχουμε «προστάτες» — που στα πιο πρόσφατα ελληνικά κάπως αλλιώς τους λέμε. Αλλά, απ’ ότι φαίνεται, στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας οι περισσότεροι συνέλληνες πέταγαν χαρταετό.
Και σήμερα δεν λένε να μαζέψουν την καλούμπα τους.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ ήτανε νιός και γέρασε. Κακογέρασε για την ακρίβεια από
φυλακή σε φυλακή.
Στη νεότητά του μάλιστα ο Ασάνζ απέσπασε πολλές διακρίσεις για την προσφορά
του στην δημοσιογραφία! Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να γυρνάει
χαμογελαστός α και χειροκροτούμενος πό βράβευση σε βράβευση και από
πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μεγάλωνε,
τουλάχιστον, δίπλα στο παιδί του κι όχι σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Αλλά οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές, όπως δεν είναι φυσιολογικές και οι
διώξεις του, που άρχισαν το 2010, και που τελειωμό δεν έχουν – όπως και τα
προσχήματα γι’ αυτές.
Ο Ασάνζ, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν βρέθηκε στις φυλακές επειδή διέπραξε
εγκλήματα αλλά επειδή κατήγγειλε εγκλήματα! Κι όχι μόνο τα κατήγγειλε αλλά εν
συνεχεία αρνήθηκε και να τα κουκουλώσει! Τέτοια και τόση στραβοκεφαλιά! Και το
πιο σκανδαλώδες: δεν μίλησε μόνο για την διαφθορά αλλά και για τους φόνους που
διαπράχθηκαν στο σεπτό όνομα της μητροπολιτικής Δημοκρατίας μας.
Η «Δημοκρατία» μας όμως λειτουργεί, όπως φαίνεται, με όρους μαφίας: δεν
συγχωρεί όσους της χαλάν την μόστρα. Και ο Ασάνζ της την χάλασε. Και δεν του
χαρίστηκαν για να μην ξεστρατίσουν στο κατόπι του κι άλλοι και αρχίσουν και
κελαηδάν και ζητάν εξηγήσεις και άλλα ενοχλητικά από αυτούς που έχουν και το
μαχαίρι και το πεπόνι.
Τα υπόλοιπα που οι κήνσορες ξεδιάντροπα επικαλούνται για την ελευθεροτυπία
–όπως και τόσες άλλες δυτικές αξίες– είναι βερεσέ πασατέμποι, ρητορικές
ασκήσεις για δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Η φίμωσή του Ασάνζ έχει μια όλως θεσμική κάλυψη. Και η υποκρισία περί τον
Ασάνζ έχει μια όλως δημοσιογραφική. Εντάξει, οι πολιτικοί και οι πράκτορες
έκαναν αυτό που θεωρούν δουλειά τους. Είναι όμως δουλειά της δημοσιογραφίας να
τους κρατάει το φανάρι;
Μάλλον όχι, αν και όλοι μισοξέρουμε, ακόμη και στο βαλκανικό χωριό μας,
ποιοι κάνουν κουμάντο στον χώρο. Κάτι μεγαλοεργολάβοι που τον ελεύθερο χρόνο
τους υπηρετούν την «ενημέρωση». Και κάποια πρωτοπαλλήκαρά τους, που με το
αζημίωτο τους τρέχουν τα μαγαζιά. Οι πολλοί υπόλοιποι, αυτοί της γαλέρας, πήραν
το μάθημά τους, πήραν και το μηνιάτικό τους κι επειδή κάπως πρέπει να ζήσουν, ζουν
σιωπώντας.
Όλα τα παραπάνω τα επισημαίνουμε επειδή κατά την κρίση μας δεν αφορούν μόνο
τον Ασάνζ ή μια επαγγελματική συντεχνία. Όλα τα παραπάνω μας αφορούν όλους. Και
μας αφορούν όλους γιατί αφορούν την ενημέρωσή μας και την ποιότητά της.
Όσο για τον κακότυχο Ασάνζ, αυτός εικάζουμε ότι όχι μόνο θα γίνει ορατός στο
άμεσο μέλλον αλλά κι ότι θα δοξασθεί από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης. Αφού δεν
δοξάσθηκε διωκόμενος, θα δοξασθεί σαν «τελειωμένος». Θα δοξασθεί επειδή πλέον θα
σιωπά.
Όπως ακριβώς δηλαδή κάνουν και οι «συνάδελφοί» του εδώ και πολλά χρόνια.
κοινός τ[ρ]όπος, τ. 1.