ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΟΥΝΤΑΣ: ΕΝΑ ΑΤΟΦΙΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Ο Φούντας, πάντως είναι σ’ ένα ρόλο που του πάει», ήταν το μόνο σχόλιο που έκανε ο κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης στο «Έθνος», για την ερμηνεία του Γιώργου Φούντα στη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη, τότε που πρωτοπαίχτηκε στις αθηναϊκές αίθουσες, τον Νοέμβριο του 1955. Νοέμβριος πάλι, 55 χρόνια μετά (2010), ημέρα Κυριακή, στις 28, ο Μίλτος της Στέλλας, ένας «άντρας αρσενικός», όπως θα τόλεγε η Τζένη Καρέζη, πέρασε στην αιωνιότητα.
Μερικές αράδες με απόγευση μελοδραματική μπορεί να ’ναι το πιο ταιριαστό κατευόδιο για τον ηθοποιό που γέμισε τις ταινίες του ’50 και του ’60 με τη σωματική και φυσιογνωμική του παρουσία, δίνοντας ζωή «σ’ ένα ρόλο που του πάει» γιατί σωματοποιούσε στη μεγάλη οθόνη τον άνδρα που στ’ αλήθεια ήταν ο Γιώργος Φούντας. Όταν μια φορά έτυχε να του σφίξω το χέρι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάνοντας το λάθος να τού ζητήσω συνέντευξη, η στιβαρή, οικεία χειραψία του, παρά το γήρας και την ασθένεια, με έβαλε παραχρήμα στα καρέ των ταινιών που έπαιξε, από την πρώτη του κινηματογραφική παρουσία, το 1944, στα Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα, μέχρι τους Λεβέντες της Θάλασσας, του 1997, μια ταινία για τους σφουγγαράδες της Καλύμνου. Ήταν ήδη λαβωμένος απ’ την ασθένεια και η άρνησή του, μ’ ένα εγκάρδιο χαμόγελο, μού έδωσε το μέτρο του ανθρώπου. Ήταν σα να την είχα πάρει τη συνέντευξή μου. Ο Γιώργος Φούντας ήταν τόσο σπουδαίος ηθοποιός,όσο ξεχωριστός ήταν και σαν άνθρωπος.
Με πολύ λίγους ανταγωνιστές ήτανε ο πιο κινηματογραφικός ηθοποιός του κινηματογράφου μας. Κατάφερε να μεταφέρει στο σινεμά ολόκληρη την στιβαρότητα και το αψύ της κοψιάς του ορεσίβιου Ρωμιού, μαζί με την αφοσίωση και τον βουβό ανδρικό του καημό. Ήταν ένας ατόφιος χαρακτήρας που τον ανέδειξε, κυρίως, η ελληνική δεκαετία του 1950 και ο κινηματογράφος ήταν εκεί –ακόμα και στο παραριγμένο στις αίθουσες β’ προβολής μελόδραμα– να τον απαθανατίσει. Έτσι ο ηθοποιός Φούντας, με συγκλονιστική τη σωματική του εκφραστικότητα, έγινε ο αναγνωρίσιμος τύπος του άνδρα μιας ολόκληρης γενιάς και μιας ολόκληρης εποχής.
Θυμηθείτε τον στη Στέλλα, έναν ρόλο μυθικό, που το φινάλε της του έδωσε, μαζί με τη Μελίνα, μια σίγουρη θέση στην ανθολογία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο στιβαρός Μίλτος, αστέρας του ποδοσφαίρου, αψύς και ντόμπρος, ατόφιος λαϊκός χαρακτήρας, ένας έξω καρδιά κουτσαβάκης, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία κρατώντας ένα δυναμίτη που τον ανάβει για να τον ρίξει στα πόδια της Στέλλας. Στην τελευταία σκηνή κρατάει μαχαίρι που κόβει κάθε σχέση με τις ερμηνευτικές κοινοτυπίες, σε ένα μελόδραμα που κορυφώνεται σε τραγωδία. Ο Φούντας και ο Μίλτος ταίριαξαν τόσο ο ένας μέσα στον άλλον που στάθηκε αδύνατον από τότε να ξεχωρίσει κανείς τον ηθοποιό από τον ρόλο, τον ήρωα, που ερωτεύεται παθιασμένα τη Στέλλα, από τον Γιώργο Φούντα που αγκαλιάζει ξέψυχη τη Μελίνα Μερκούρη. Ο Φούντας-Μίλτος είναι ένας ρέμπελος που ρίχτηκε από την ορεινή Παρνασσίδα στην άναρχα αναπτυσσόμενη μεταπολεμική Αθήνα και στον κινηματογράφο της. Από ήρωας των βουνών γίνεται ήρωας των γηπέδων, ένα παλικάρι απροσάρμοστο στα νέα ήθη. Βρίσκεται έτσι χωρίς καλά καλά να το καταλάβει στο σταυροδρόμι μιας φουρτουνιασμένης σχέσης, σε μια σύγκρουση με τη γυναίκα, που κι αυτή ανδρίζεται κι ορμάει με το στήθος καταπάνω στο μαχαίρι.
Ο Γιώργος Φούντας ξεκίνησε από τον κινηματογράφο. Γεννήθηκε το 1924 στο Μαυρολιθάρι Παρνασσίδας, στη Φωκίδα. Μετά το θάνατο στενού του φίλου, όπως μαρτυρείται, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, μαθητής του Αιμίλιου Βεάκη, και είχε δώσει δείγματα στο σινεμά πριν τη Στέλλα και πριν ακόμα εμφανιστεί στο θέατρο, το 1951, στο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη. Πρώτη του κινηματογραφική συμμετοχή ήταν το 1944 στα Χειροκροτήματα, πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα και κύκνειο άσμα του Αττίκ. Το 1946 συμμετείχε στην Καταδρομή στο Αιγαίον, τη μοναδική κινηματογραφική δουλειά του συγγραφέα Μ. Καραγάτση, μαζί με τους Λάμπρο Κωνστατάρα, Ελένη Χατζηαργύρη, Μάνο Κατράκη, Χριστόφορο Νέζερ, Κώστα Παππά κ.ά.
Το 1951 συμμετέχει στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου και τη Νεκρή Πολιτεία του Φρίξου Ηλιάδη και το 1952 στη Μαύρη γη του Στέλιου Τατασόπουλου. Η εμφάνισή του στο σινεμά ανάμεσα σε μεγάλους καλλιτέχνες τού έδωσε από την αρχή μια μεγάλη προίκα αλλά και ένα ρόλο. Σε όλη του την κινηματογραφική καριέρα θα παίξει σε μεγάλες ταινίες, που έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ, και θα υποδυθεί το «παιδί του λαού» σε μια περισσότερο σκληρή και ρεαλιστική εκδοχή. Στη Μαύρη γη, μια ταινία στο όριο του ντοκιμαντέρ, υποδύεται τον Δημήτρη, εργάτη στα σμυριδορυχεία της Νάξου, στο οπερετικό μελόδραμα της Μαρίας Πλυτά, στο Κορίτσι της γειτονιάς (1954), με τους κατ’ εξοχήν λυρικούς Σμαρούλα Γιούλη και Ορέστη Μακρή, η φωνή του θα ντουμπλαριστεί. Την ίδια χρονιά, το 1954, στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου Ο άνεμος του μίσους, ο Φούντας υποδύεται τον Αρτέμη, έναν φαροφύλακα και πρώην φυλακισμένο, σε σύγκρουση συνείδησης, στην Ανοιχτή θάλασσα πάλι, είναι ο ναυαγός που σώζει το κορίτσι (Σμαρούλα Γιούλη). Επίσης ναυτικός είναι και ο Ζανής που υποδύεται στο Γυναίκες δίχως άντρες του Τατασόπουλου. Ντόμπρος, οξύθυμος, καλόπαιδο και αλήτης συνάμα, ο Γιώργος Φούντας είναι τώρα πρωταγωνιστής και έχει επιβάλλει την παρουσία του μέσα σ’ έναν κινηματογράφο που πασχίζει να βρει τη μορφή του μέσα σε μια χώρα που ανοικοδομείται.
Η επόμενη χρονιά, το 1955, θα τον καταξιώσει στον ελληνικό κινηματογράφο, που αναζητά περισσότερο απαιτητικά μια θέση στο εγχώριο και διεθνές καλλιτεχνικό σύμπαν. Στον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, του λεπτολόγου Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο Τζαβέλλα, από τα αγαπημένα έργα του λαϊκού θεάτρου που είχε ξαναγυριστεί σε ταινία το 1932, θα επιστρέψει ως Μήτρος στα βουνά, αλλά θα ξαναβρεί τον τύπο του στη Μαγική πόλη του Νίκου Κούνδουρου. Εδώ ο Κοσμάς- Φούντας είναι ο φορτηγατζής που σώζεται από τον τοκογλύφο χάρη στον έρανο των ανθρώπων της γειτονιάς. Στη Στέλλα όμως δεν θα μπορούσε να σωθεί. Το παραμύθι δεν έχει πάντα αίσιο τέλος. Ο Φούντας γίνεται αίφνης ο «κακός». Με τον Κακογιάννη θα συνεργαστούν και την επόμενη χρονιά, στο Κορίτσι με τα μαύρα, όπου ο Γιώργος Φούντας θα είναι ο αρχηγός μιας παρέας Υδραίων, που οργανώνει μια θανάσιμη φάρσα κατά του ζεύγους Λαμπέτη-Χορν. Και οι δύο ταινίες είχαν διεθνή απήχηση. Η Στέλλα παίχτηκε στις Κάννες το ’55, έγινε η προξενήτρα του Ντασέν με τη Μερκούρη και κέρδισε μία (αμερικανική) Χρυσή Σφαίρα και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ. Στις Κάννες το ’56 θα προβληθεί και το Κορίτσι, που θά πάρει κι αυτό τη Χρυσή Σφαίρα και την Αργυρή Άρκτο.
Την ίδια χρονιά, το 1956, ο Φούντας θα επιστρέψει από την μελο-τραγωδία στον ρεαλισμό σαν σταρ, κάνοντας μια εμφάνιση ανάμεσα σε άλλους κινηματογραφικούς αστέρες (Τζαβέλλα, Κακογιάννη, Βέγγο, Σταρένιο) και αστέρες των γηπέδων (Λινοξυλάκης, Μουράτης, Πετρόπουλος) στην πρώτη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη Κυριακάτικοι ήρωες. Το 1958 θα βρεθεί επίσης ανάμεσα σε δύο μύθους: τον Ηλία Βενέζη και τον Γκρέκορι Μαρκόπουλος, τον ελληνοαμερικάνο ιεροφάντη του πρωτοποριακού κινηματογράφου. Συμμετέχοντας στη Γαλήνη –όπου ξαναέπαιξε το 1976 στο ομώνυμο τηλεοπτικό σήριαλ– άρχισε να ξαναβρίσκει τα πατήματα του τύπου του. Ο Φώτης Γλάρος, ο φτωχός αγρότης, που βρίσκει ένα αρχαίο άγαλμα στο χωράφι του, δεν είναι ούτε κακός ούτε καλός. Η ανάγκη τον κάνει καχύποπτο και βίαιο και η μοίρα τον ενώνει με τους υπόλοιπους πρόσφυγες της Μικρασίας. Στη Γερακίνα του Ορέστη Λάσκου θα κάνει τον Γιάννο, ληστή των βουνών και στην ταινία της Πλυτά Μόνο για μια νύχτα, τον διαρρήκτη που ερωτεύεται. Στη Λίμνη των πόθων του Γιώργου Ζερβού, ξελογιάζεται από τη Τζένη Καρέζη σε μια ταινία που έτυχε επίσης διεθνούς ενδιαφέροντος, παίχτηκε στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και κέρδισε το 1958 Αργυρό Βραβείο στο Κορκ.
Πότε Έλληνας αξιωματικός στην Αντίσταση (Η Αυγή του θριάμβου), πότε Αρχιτέκτονας (Αντίο ζωή) ή Μηχανικός (Πόθοι στα στάχυα), πότε μαστρωπός της Τρούμπας (Λύτρωσέ με, αγάπη μου) ο Φούντας είναι ο σταρ του κινηματογράφου που κουβαλάει πάνω του το αρσενικό, όπως το είδε ο κινηματογράφος μας του ’60. Στο Ποτέ την Κυριακή (1960), θα ξεφαντώσει με τη Μελίνα ως ελληνοϊταλός (πλην Ρωμιός βέρος) λιμενεργάτης. Βλέπεις ο κοσμοπολίτης και Έλληνας από επιλογή Ζυλ Ντασέν έριξε τη δική του ματιά στην Ελλάδα, σαν μέσα από τα γυαλιά ενός εξωτικού οριενταλισμού, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο Φούντας παρέμεινε ακέραιος. Πάλι στα Όσκαρ με τον Ντασέν, πάλι διεθνής φήμη αλλά «ο Φούντας έβαλε την πάτρια αίσθηση υπεράνω της κινηματογραφικής δόξας», όπως σημείωσε νεκρολογώντας τον ο Κωστής Παπαγιώργης (Κόσμος του Επενδυτή, 11-12 Δεκεμβρίου). Επέστρεψε στις «φουστανέλλες» και στους νόμους των βουνών. Στην Κατάρα της Μάνας (Υπόσχεσις, 1962) συνεργάζεται και πάλι με τον Βασίλη Γεωργιάδη, στο ρόλο του Τάσου, που ορκίζεται εκδίκηση για το φόνο του αδελφού, μα στο τέλος ερωτεύεται. Σε μια σειρά από μελοδράματα (Προδομένη αγάπη, Η μεγάλη θυσία, Το Κάθαρμα, Ζήλεια, Το κορίτσι της Κυριακής, Κραυγή…, Ανεμοστρόβιλος, Ο Κράχτης, Επαναστάτης) ο Φούντας έπαιξε όλες σχεδόν τις εκδοχές του ρόλου του επιβαλλόμενος κινηματογραφικά από την ίδια κοψιά. Σκληρός και ρομαντικός, στην καλή κοινωνία ή –συχνότερα– στον υπόκοσμο, εραστής, εκδικητής ή επαναστάτης ξετυλίγει τον ρόλο του, όπως ένας σκηνοθέτης ξετυλίγει την μία ταινία του από φιλμ σε φιλμ.
Με τέτοιον οπλισμό θριαμβεύει ως αγαπητικός-εκμεταλευτής της Καρέζη στα Κόκκινα Φανάρια, την τρίτη συνεργασία του με τον Γεωργιάδη, σε μια ταινία που έγινε μεγάλη επιτυχία και ήταν επίσης υποψήφια για Όσκαρ το 1963. Το ταλέντο του λάμπει τώρα ατόφιο. Το 1966 θα βραβευτεί στη Θεσσαλονίκη για το ρόλο του Νικόλα στην ταινία του Πάνου Γλυκοφρύδη Με τη λάμψη στα μάτια, μια ταινία λεπτών υποκριτικών τόνων, όπου ο Φούντας συναγωνίστηκε τις εξίσου πολύ καλές ερμηνείες από τον Ανέστη Βλάχο και τον Γιάννη Φέρτη, που όλοι μαζί υποδύονται τα τρία αδέλφια που οι Γερμανοί ετοιμάζουν για εκτέλεση. Ποιος από τους τρεις θα σωθεί; Ο Φούντας επάξια βγήκε πρώτος σ’ αυτή την ερμηνευτική άμιλλα. Τώρα ο ίδιος θα γίνει συνώνυμος των ρόλων του. Είναι ο Ψαρόγιαννος (1966), είναι ο αρχιφύλακας Μέρκος, σε σύγκρουση καθήκοντος στον Πυρετό στην άσφαλτο, του Δημόπουλου, που του χάρισε το δεύτερο βραβείο του στη Θεσσαλονίκη το 1967, ίσως ένα από τα καλύτερα μελοδράματα που έπαιξε, είναι ο Αργύρης στο φιλμ του Γρηγόρη Γρηγορίου Τρούμπα ’67, είναι ο Πέτρος Μαντάς στο Πολύ αργά για δάκρυα (1968) του Γλυκοφρύδη. Η φιλμογραφία του μέχρι το 1970 συμπληρώνεται με μια σειρά από μελοδράματα. Θα παίξει, βέβαια, και σε λίγες ακόμα ταινίες, σποραδικά μέχρι το 1997, ενώ στη μνήμη των νεώτερων έχει μείνει ο ρόλος του στην τηλεοπτική Γαλήνη αλλά και στη μίνι σειρά Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975) του Βασίλη Γεωργιάδη, στο ρόλο του Παναγιώταρου-Ιούδα, αν και, σε μια εποχή που στην ουσία ο παλιός κινηματογράφος, που έθρεψε τον Φούντα, είχε πάψει να παράγει, εδώ ο ηθοποιός έγινε περισσότερο ο γραφικός τύπος-ομοίωμα του κινηματογραφικού του ρόλου του που τον δόξασε.
Άξιος μέτοχος της μεγάλης δόξας του ελληνικού κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ο Γιώργος Φούντας δεν ήταν ένας της σειράς κι ας έχει παίξει δεκάδες ρόλους σε, συχνά παραγνωρισμένες από μια πεφυσιωμένη διανόηση, λαϊκές ταινίες. Υπηρέτησε τον λαϊκό κινηματογράφο εκείνων των χρόνων με αντρίκεια φιλοτιμία, πάθος και συνέπεια. Δεν «την ψώνισε» ούτε απομακρύνθηκε από την αλήθεια της ίδιας της κινηματογραφικής του παρουσίας. Δεν έπαιξε ποτέ κάτι που δεν ήταν, δεν καμώθηκε, δεν προσποιήθηκε. Υπήρξε αυτοπρόσωπος. Έχτισε ένα ρόλο από ταινία σε ταινία και τον υπηρέτησε με αφοσίωση. Αν ο θάνατός του δεν τιμήθηκε με άξια του μεγέθους του αφιερώματα, παρά μόνο με σύντομε βιογραφικές αναφορές, που τον περιόρισαν κάπως –αν και συχνά χωρίς να το ομολογούν– στον γραφικό τύπο εκείνου του καιρού, με το νταηλίκι του άνδρα της εποχής, χωρίς όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός πλούσιου χαρακτήρα που καλλιέργησε και θήτευσε, είναι κι αυτό άλλο ένα δείγμα της πολιτιστικής μας χρεωκοπίας και της ολοσχερούς παράδοσής μας στο χαζοκούτι. Αν ξυπνήσουμε ποτέ, ο αειθαλής Μίλτος, ένας ατόφιος άνδρας, θα μάς περιμένει στα καρέ των ταινιών του, περιουσία ανεκτίμητη του λαϊκού μας κινηματογράφου.
manifesto, τ. 21, Δεκέμβριος 2010