Οι αστυνομικοί που συνταξιοδοτούνται μπορούν να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους ως «αστυνομικοί αναλυτές». Υπάρχει χώρος για όλους, εκτός από τη σοβαρότητα. Παράπονο κανένα. Έχουμε τους μπαλάσκες που μας αξίζουν.
Παρά τις προσφορές συνεχίζεται η πτώση στις κυκλοφορίες των εφημερίδων. Μειώνονται και τα σημεία πώλησης. Πολλαπλασιάζονται οι ενημερωτικοί –λέμε τώρα– ιστότοποι που ο ένας αντιγράφει τον άλλον κι όλοι μαζί το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.Γεγονός πάντως είναι ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες ηλικίες για την ενημέρωση ή το χαζολόγημά τους επιλέγουν τις δωρεάν παροχές του διαδικτύου. Και, ξέρετε, ποιος είναι το εμπόρευμα για κάτι που προσφέρεται δωρεάν…
Αναπάντητο παραμένει το δύσκολο ερώτημα πώς ακριβώς ζουν όλα αυτά τα Μέσα; Αυτό θα ήταν ένα πεδίο δόξης λαμπρό για την δίωξη οικονομικού εγκλήματος αλλά, όπως θα ξέρετε, οι εργαζόμενοι σε αυτή βγάζουν το ψωμί τους κυνηγώντας πλεμπαίους κι όχι μαφιόζους.
Παρά την απαξίωση στον χώρο της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας σφυράνε εκατομμύρια. Λ.χ. το Newsit και το Tlife πωλήθηκαν έναντι 28,5 εκατ. Ευρώ! Το 51% της Εφημερίδας των Συντακτών με προσύμφωνο μόνο 5 εκατ! Είχαν προηγηθεί οι τίτλοι της Ελευθεροτυπίας με 8,1 εκατ!
Οι επιχειρηματίες που «επενδύουν» στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι ξεκάθαρο ότι δεν το κάνουν περιμένοντας κερδοφορία από αυτά. Κατά πάσα πιθανότητα το κάνουν γιατί αγαπούν την… ενημέρωση. Τι όχι;
Και κάτι τελευταίο, κι εμείς, Θεού θέλοντος, εδώ θα είμαστε: Η περιουσία που άφησε ο Γιώργος Τράγκας είναι τεράστια. Υπάρχουν δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για 140 εκατομμύρια ευρώ. Είναι δύσκολο να εντοπιστούν όσα ο μακαρίτης πήρε κάτω από το τραπέζι. Για τα υπόλοιπα όμως υπάρχουν παραστατικά. Και θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια έρευνα που θα αποκάλυπτε ποιοι ανοιχτοχέρηδες ενίσχυαν τα σχεδόν λαθρόβια έντυπά του με καταχωρήσεις και δημόσιο χρήμα.
Το ζήτημα βεβαίως που θα προέκυπτε εν συνεχεία είναι πού θα δημοσιευόταν μια τέτοια έρευνα που θα μας έριχνε από τα συννεφάκια της «νομιμότητας», της «ελευθεροτυπίας» κ.ά. ωραίων με τα οποία κοροϊδευόμαστε, παριστάνοντας ότι δεν κοροϊδευόμαστε;

Ο Τζούλιαν Ασάνζ ήτανε νιός και γέρασε. Κακογέρασε για την ακρίβεια από
φυλακή σε φυλακή.
Στη νεότητά του μάλιστα ο Ασάνζ απέσπασε πολλές διακρίσεις για την προσφορά
του στην δημοσιογραφία! Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να γυρνάει
χαμογελαστός α και χειροκροτούμενος πό βράβευση σε βράβευση και από
πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μεγάλωνε,
τουλάχιστον, δίπλα στο παιδί του κι όχι σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Αλλά οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές, όπως δεν είναι φυσιολογικές και οι
διώξεις του, που άρχισαν το 2010, και που τελειωμό δεν έχουν – όπως και τα
προσχήματα γι’ αυτές.
Ο Ασάνζ, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν βρέθηκε στις φυλακές επειδή διέπραξε
εγκλήματα αλλά επειδή κατήγγειλε εγκλήματα! Κι όχι μόνο τα κατήγγειλε αλλά εν
συνεχεία αρνήθηκε και να τα κουκουλώσει! Τέτοια και τόση στραβοκεφαλιά! Και το
πιο σκανδαλώδες: δεν μίλησε μόνο για την διαφθορά αλλά και για τους φόνους που
διαπράχθηκαν στο σεπτό όνομα της μητροπολιτικής Δημοκρατίας μας.
Η «Δημοκρατία» μας όμως λειτουργεί, όπως φαίνεται, με όρους μαφίας: δεν
συγχωρεί όσους της χαλάν την μόστρα. Και ο Ασάνζ της την χάλασε. Και δεν του
χαρίστηκαν για να μην ξεστρατίσουν στο κατόπι του κι άλλοι και αρχίσουν και
κελαηδάν και ζητάν εξηγήσεις και άλλα ενοχλητικά από αυτούς που έχουν και το
μαχαίρι και το πεπόνι.
Τα υπόλοιπα που οι κήνσορες ξεδιάντροπα επικαλούνται για την ελευθεροτυπία
–όπως και τόσες άλλες δυτικές αξίες– είναι βερεσέ πασατέμποι, ρητορικές
ασκήσεις για δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Η φίμωσή του Ασάνζ έχει μια όλως θεσμική κάλυψη. Και η υποκρισία περί τον
Ασάνζ έχει μια όλως δημοσιογραφική. Εντάξει, οι πολιτικοί και οι πράκτορες
έκαναν αυτό που θεωρούν δουλειά τους. Είναι όμως δουλειά της δημοσιογραφίας να
τους κρατάει το φανάρι;
Μάλλον όχι, αν και όλοι μισοξέρουμε, ακόμη και στο βαλκανικό χωριό μας,
ποιοι κάνουν κουμάντο στον χώρο. Κάτι μεγαλοεργολάβοι που τον ελεύθερο χρόνο
τους υπηρετούν την «ενημέρωση». Και κάποια πρωτοπαλλήκαρά τους, που με το
αζημίωτο τους τρέχουν τα μαγαζιά. Οι πολλοί υπόλοιποι, αυτοί της γαλέρας, πήραν
το μάθημά τους, πήραν και το μηνιάτικό τους κι επειδή κάπως πρέπει να ζήσουν, ζουν
σιωπώντας.
Όλα τα παραπάνω τα επισημαίνουμε επειδή κατά την κρίση μας δεν αφορούν μόνο
τον Ασάνζ ή μια επαγγελματική συντεχνία. Όλα τα παραπάνω μας αφορούν όλους. Και
μας αφορούν όλους γιατί αφορούν την ενημέρωσή μας και την ποιότητά της.
Όσο για τον κακότυχο Ασάνζ, αυτός εικάζουμε ότι όχι μόνο θα γίνει ορατός στο
άμεσο μέλλον αλλά κι ότι θα δοξασθεί από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης. Αφού δεν
δοξάσθηκε διωκόμενος, θα δοξασθεί σαν «τελειωμένος». Θα δοξασθεί επειδή πλέον θα
σιωπά.
Όπως ακριβώς δηλαδή κάνουν και οι «συνάδελφοί» του εδώ και πολλά χρόνια.
κοινός τ[ρ]όπος, τ. 1.














