του Μιχάλη Αϊβαλιώτη
Εδώ και περίπου μια δεκαετία, και παραπάνω ίσως, στο επίκεντρο του πολιτικού βίου, κυριαρχεί η έννοια του «Λαϊκισμού». Μέχρι τώρα «Λαϊκισμός», σήμαινε και σημαίνει την ψευδεπίγραφη διεκδίκηση προνομίων μέσω των δικαιωμάτων των μαζών, μάζες που ενοποιούνται υπό την σκέπη του όρου «Λαός». Ο «Λαϊκιστής» μετέρχεται την ηθική των ταπεινών και καταφρονεμένων της κοινωνίας για να αποκτήσει παρασιτική πολιτική δύναμη. Δεν θα διαφωνούσαμε μ’ αυτήν την χρήση του όρου, αν δεν υπήρχε και ένας άλλου είδους «Λαϊκισμός», αλλά και μια καλοήθης χρήση αυτού καθ’ εαυτού του όρου. Υπάρχουν δύο λογιών «Λαϊκισμοί»: «εκ των άνω» και «από τα κάτω».
Ο πρώτος «εκ των άνω» συνδέθηκε με τον Νεοφιλελευθερισμό και κατά κάποιον καταβυθίσθηκε στο κοινωνικό και πολιτικό φαντασιακό μαζί με τον μισαρό πολιτικό του αντίπαλο τον αριστερό Λαϊκισμό, «από τα κάτω», όπως ακριβώς χάθηκε ο καπετάνιος Αχαάβ στον Μόμπυ Ντικ που τον τράβηξε στα βάθη του ωκεανού το αντικείμενο της ψύχωσής του, η μεγάλη λευκή φάλαινα.
Ποια είναι η πραγματική ουσία όμως του «Λαϊκισμού» εκ των άνω; Σε πρώτο επίπεδο ο Νεοφιλελευθερισμός επανέφερε το θατσερικό ζήτημα που ήθελε μια κοινωνία να υφίσταται μόνον υπό την μορφή ατόμων και όχι ομάδων. Παρά ταύτα, πρακτικώς, ζητούσε να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα όλων εκείνων που «αποκαταστάθηκαν» πολιτικά και κοινωνικά κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης και να αφαιρεθούν τα δικαιώματα όλων εκείνων που «είχαν μείνει πίσω» κατά την ίδια εποχή και έπρεπε, συν τοις άλλοις, να «βάλουν πλάτη» στην φθίνουσα οικονομία, κατά την διάρκεια της κρίσεως και των μνημονίων.
Αντιστοίχως η Αριστερά, που ζητούσε «εκ των κάτω» την κατοχύρωση των δικαιωμάτων κατά την διάρκεια της κρίσης, σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτικό ανήκε στα ίδια στρώματα που ανέπτυσσαν τον λαϊκισμό «εκ των άνω». Το κενό ήταν τεράστιο και σε μια πρώτη φάση πήγε να το καλύψει ο λεγόμενος «Εθνολαϊκισμός», ο οποίος όμως δεν ήταν «δικαιωματικός» και η πρόταση του για την κοινωνία τρόμαζε ακόμη και τους μη προνομιούχους με τα «κάθετα», ιεραρχικά» του πρότυπα.
Τα τρία μνημόνια, η υγειονομική κρίση, η εκποίηση εθνικής και κοινωνικής περιουσίας «αντί πινακίου φακής» έχουν πλέον φτωχοποιήσει ένα ποσοστό που αγγίζει το ήμισυ του ελληνικού λαού, ποσοστό που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι στο ένα τρίτο. Κατά συνέπεια η κοινωνική και οικονομική κρίση ήταν, κατ’ εξαίρεσιν, στην περίπτωση της Ελλάδας βαθύτατα εθνική. Ως εκ τούτου, στα καθ’ ημάς, η κατάσταση είναι τραγική και επικίνδυνη, παρότι η βιτρίνα είναι καλά γυαλισμένη.
Αυτό που φαίνεται πλέον να αναδύεται είναι η «εθνική κοινωνία», το εθνοκοινωνικό ζήτημα, καλοήθης λαϊκισμός που διεκδικεί την αποκατάσταση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που συνεθλίβησαν στην «Εποχή των Μεγάλων Αλλαγών». Πρόκειται για καλοήθη Λαϊκισμό, γιατί προάγει την «΄Εξυπνη Πολιτική Δύναμη», αυτό που διεθνώς στην ορολογία των κοινωνικών επιστημών ονομάζεται «Smart Power» και αποσκοπεί στην σύνθεση του Έθνους και την Κοινωνίας, από την πλευρά εκείνων των στρωμάτων που αποτελούν την κινητήριο δύναμη της οικονομίας, την τάξη των ανθρώπων που στηρίζουν την «πραγματική οικονομία» υπό όρους επαχθείς.