«Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας»

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα

Ψάχνοντας να βρω, τελευταία στιγμή, τι θα μπορούσα να πω για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, έπιασα να ξεφυλλίζω τα σκόρπια κείμενά του που τυπώθηκαν μεταθανάτια από την «Εστία», με επιμέλεια του δασκάλου Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, για να ρίξω μια λοξή ματιά στα λόγια του σοφού φίλου που επιμελήθηκε τον τόμο, μήπως βρω κάπου να πιαστώ, έπεσα στο τελευταία κείμενο του βιβλίου: «Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας».
Κάτι τριγύριζε μέρες στο μυαλό μου για την καθημερινή πραγματικότητα — ο Χρήστος αναμετρήθηκε με πολλούς τρόπους μαζί της, με την ίδια του τη ζωή κυρίως. Την πραγματικότητα που σήμερα μοιάζει να είναι άφαντη, ακόμα και στους καθ’ ύλην αρμοδίους της, τους πολιτικούς και τους λογιστές — μάλλον γι’ αυτούς πάντα ήταν άγνωστη. Έχει το χούι, βλέπεις αυτή, να φανερώνεται σ’ εκείνους μόνο που είναι εκτός πραγματικότητας, τους ποιητές, τους αλαφροΐσκιωτους και άλλους ξεχασμένους που δεν τους πιάνει το μάτι σου. Τους τρελούς του χωριού, πες, που τρέχοντας εμείς με την ταχύτητα της μόδας και του μέλλοντος, τους προσπερνάμε σαν δέντρα που χάνονται στον ορίζοντα και που, το πιθανότερο, δεν τα είδαμε καν, καθώς έτσι λευκά ντύνονται στην όρασή μας από το νόμο της ιλιγγιώδους ταχύτητας. Είχα, βέβαια, στο νου μου το ερώτημα. Μα τι απάντηση να του δώσεις; —«Γιατί είναι επίκαιρος, πάει να πει ζωντανός, σήμερα ο Χρήστος Βακαλόπουλος;». Και μάλιστα σε γενιές που δεν τον έζησαν και μάλλον λίγο έχουν δει ταινίες του και λίγο έχουν διαβάσει. Που δεν έζησαν τον πυρετό της Μεταπολίτευσης και που γεννήθηκαν ακόμα και μετά το θρυλικό έτος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το 1992 ή τον θάνατο του Χρήστου, εκείνον περίπου τον καιρό.
«Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας». Διαβάζω. Το κείμενο αφορά τον Παπαδιαμάντη και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Αντί, τον Απρίλιο του 1991 (τ. 463, 5-4-1991):
«Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα ή μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοί μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης —προσθέστε εδώ σήμερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης—, διαμορφώνουν έναν κόσμο-λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε».
Προτάσεις σεναρίων. Η ζωή σαν ταινία. Ή σαν επίδειξη μόδας. Σκεφτείτε πόσοι ανάμεσά μας, πριν καρφώσουμε το πιρούνι μας στο πιάτο που μας σερβίρουν ή πριν σηκώσουμε το ποτήρι να πιούμε μια γουλιά «εις υγείαν!», τα φωτογραφίζουμε με το κινητό για να τα ποστάρουμε στο ίνσταγκραμ. Φανταστείτε πόσα θα έλεγε ο Χρήστος αν είχε επιβιώσει του αιώνα μας!
Βακαλοπουλικά και φαντάζομα, μεταξύ μας, γνωστά αυτά που σας διάβασα. Υπάρχει όμως κάτι που κρύβεται μέσα στις λέξεις. Ο Βακαλόπουλος, όπως ξέρουμε, είναι παιδί που μεγάλωσε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που περιγράφει. Σε έναν κόσμο τη στιγμή που τα φώτα των φλας, πολύ φωτεινότερα και εντυπωσιακότερα, αντικαθιστούσαν το φως απ’ τις λαμπάδες τις Ανάστασης — θυμηθείτε την αυτοβιογραφική Γραμμή του ορίζοντος. Τα όσα κατάλαβε και γράφει, άρα, λίγο πριν το θάνατό του σημειώνω, αποτελούν μιαν υπέρβαση. Υπέρβαση της γενιάς του, του μικρομεσοαστικού περιβάλλοντος εδώ της Κυψέλης του 1960 και ’70, που τον γέννησε και τον έθρεψε, του ακόμα αισιόδοξου «ευρωπαϊκού κόσμου», ενός λαού που πάσχιζε με κάθε τρόπο να μπει στα παπούτσια άλλων. Υπέρβαση, τελικά, της πραγματικότητας. Της δικής του πραγματικότητας. Γιατί ο Βακαλόπουλος ήταν και παιδί των Μέσων Ενημέρωσης. Μάλιστα, αν προσπαθήσουμε να δούμε όσα λέει με τα μάτια ενός σημερινού νέου, που όσα έγιναν τότε σήμερα είναι φυσικά σαν την πραγματικότητα, πολύ πριν ο νέος γεννηθεί, όλα αυτά μοιάζουν εκτός πραγματικότητας. Ο κόσμος δηλαδή που μας δείχνει, καθαρίζοντας τα τζάμια με την κριτική του, ο κόσμος του Παπαδιαμάντη εν προκειμένω, κείται εκτός πραγματικότητος. Και οι υπερβάσεις, μάλιστα του εαυτού μας, κι αυτές εξωπραγματικές, είναι για γενναίους. Ψέματα;
Πάμε παρακάτω:
«Κανένα σενάριο, καμιά πλοκή, κανενός είδους τέντωμα της φαντασίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ο Παπαδιαμάντης πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως, κι αυτό είναι που μας μαγνητίζει και μας αφορά, είτε το θέλουμε είτε όχι. Το νήμα αυτό δεν είναι σενάριο, και όποιος το πιάνει στα χέρια του έχει σκοπό του να καεί και όχι να κατασκευάσει κάτι».
Πολλές πραγματικότητες μαζεύτηκαν, δεν νομίζετε; «Ιερή μελωδία της πραγματικότητας»! Τι είναι πάλι αυτό; Ή εκείνο το παρμένο από τη γλώσσα της θεολογίας, η «πνευματική ρίζα της κτίσεως»; Ο Βακαλόπουλος, είναι προφανές και από άλλα γραπτά του, ζυγίζει αλλιώς αυτό που λέμε πραγματικότητα, απ’ ό,τι θα τη ζύγιζε ένας προφανής ρεαλισμός, που ήταν στα χρόνια του, και σήμερα ακόμα περισσότερο, είναι του συρμού. Μάλιστα σήμερα, μέσα στη χυδαιότητα της πολιτικής ορθότητας, της οργουελικής «Νέας Ομιλίας», η οποία καταπνίγει και το σινεμά και όλη την επί χρήμασι εκδιδομένη ιδρυματική τέχνη, αυτός ο ρεαλισμός, αυτή η «πραγματικότητα» καμώνεται τη μόνη εναλλακτική. Τη μόνη πραγματικότητα. Και τι θα πει εκείνο το «όποιος το πιάνει στα χέρια του έχει σκοπό του να καεί»; Λόγια παράταιρα. Λόγια άβολα σαν την αλήθεια. Ε, λοιπόν, αυτή η μελωδία της πραγματικότητας απαιτεί σέβας. Απαιτεί λατρεία και αφοσίωση. Απαιτεί έρωτα. Κατάσταση κι αυτός εκτός πραγματικότητας. Αντιφάσκει ο κριτικός; Παίζει με τις λέξεις; Έχω την εντύπωση πως αν όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι με λέξεις θα είχε προ πολλού θαφτεί κάτω από τη σκόνη που σωρεύουν οι βιβλιοθήκες σε ζώντες και τεθνεώτες. Αντιθέτως μας αφορά. Και τα σπάει. Όπως τα σπάει και ο Σταύρος Τσιώλης, που γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο ανάρπαστος. Σε μια ανάμνησή του ο Σταύρος από τον Χρήστο, διηγιέται μια ιστορία που φανερώνει το πώς εμφανίζονταν στα μάτια του συνδημιουργού του Χρήστου αυτή η «ιερή μελωδία» των ανθρώπων. Βάνει μάλιστα επικεφαλίδα στη διήγησή του ο Τσιώλης, «το θαύμα του Αγίου Θεοφάνη»:
«Ο Χρήστος Βακαλόπουλος πίστευε στα θαύματα! — λόγια του Τσιώλη. Σάμπως ο κάθε δημιουργός δεν πιστεύει στο θαύμα. Κι ο κυρ-Σταύρος το ίδιο πίστευε! — […] Φτάσαμε Πέμπτη βράδυ με προγραμματισμένο το πρώτο γύρισμα την Κυριακή και… δεν είχαμε βρει ακόμα Θεοφάνη! Μέναμε στην Τρίπολη στο ξενοδοχείο “Μαίναλον”. Δίπλα ήταν το “Πετί Τριανόν”, πολυτελές αντίγραφο του παρισινού. Καθόμαστε στο μπαρ, δέκα η ώρα βράδυ. Του Χρήστου η ανησυχία κρυμμένη, η δική μου ολοφάνερη.
“—Αφήσαμε τον Θεοφάνη τελευταίο…”, έλεγα και ξανάλεγα απαρηγόρητος. Μια στιγμή με κοίταξε με χαμόγελο.
“-Η Τρίπολη”, είπε, “είναι τουρκόπολη, με βυζαντινούς ψαλτάδες ακόμα, με αγιογράφους, μαστόρους, καλφάδες, εμπόρους. Έχει έναν Θεοφάνη για μας”.
“-Έχει, Χρήστο”, είπα, “αλλά πότε θα τον βρούμε; Την Κυριακή γυρίζουμε…”
“-Θα τον βρούμε”, είπε, “μπορεί και απόψε!”. “Τι λέει;”, σκέφτηκα.
Είχε μια σιγανή μουσική το μαγαζί, ένα βιολοντσέλο με τρία βιολιά. Από μαγνητόφωνο. Ο Χρήστος παρήγγειλε δεύτερο “πακάρτι”. Στην πρώτη ρουφηξιά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τραβήχτηκαν και τα μάτια του κολλήσανε στην πόρτα. Είπε, και η φωνή του βγήκε βραχνή: “—Ήρθε ο Θεοφάνης!”. Έστρεψα στην είσοδο, πράγματι είχε μπει ο Θεοφάνης! Ήταν ο κ. Δημήτρης Βλάχος — από μικρό παιδί γυρολόγος στα χωριά με καραμούζα, έμπορος πια υφασμάτων στην οδό Γορτυνίας. Το απόγευμα είχε αναχωρήσει η κυρία του για την Αθήνα, για λίγες μέρες στα εγγονάκια τους και ο κ. Μήτσος φόρεσε το κοστούμι του με κίτρινη γραβάτα, έβαλε το ρεπούμπλικο και βγήκε στην αγορά!».
(Ο άγνωστος Βακαλόπουλος, Αιγαίον, Λευκωσία 2012)
Κάπως έτσι συναντιέται κανείς με το θαύμα. Κάπως έτσι συναντά κανείς την ιερή πραγματικότητα. Τη μόνη αληθινή. Εκείνη που άμα την πιάσει κανείς καίγεται σύγκορμος. Το μόνο απαρασάλευτο έδαφος της ποίησης. «Ο Χρήστος… παρέμενε κάθε δευτερόλεπτο ένας απίστευτα οξύνους και διεισδυτικός ανιχνευτής του εκάστοτε Εδώ και Τώρα, έχοντας μελετήσει το Εκεί και το Τότε», λέει κάπου ο Μπαμπασάκης (Νέα Εστία, τ. 1858, Ιούνιος 2013). Έχοντας ακουμπήσει το Πέρα και το Μετά, σωστότερα νομίζω. Με κεφαλαία όλα.

Γιατί, λοιπόν, μας αφορά σήμερα ο Χρήστος Βακαλόπουλος; Στρέφω την ερώτηση που θέτει ο ίδιος στην «Ιερή μελωδία της πραγματικότητας», στο κείμενο που διαβάζουμε, από τον Παπαδιαμάντη, που είναι το πρόσωπο διερώτησης του Χρήστου, στον ίδιο τον συγγραφέα, κριτικό, σκηνοθέτη, ραδιοφωνιτζή —μην το ξεχνάμε— που θυμόμαστε απόψε:
«Η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανένα απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε και όχι σ’ κείνο που θέλουμε να γίνουμε βιάζοντας τον εαυτό μας».
Αν κάτι μας δείχνει ο Βακαλόπουλος, τουλάχιστον για μένα εκεί είναι η αξία του, είναι ακριβώς προς την κατεύθυνση αυτού που είμαστε. Εδώ κάποιοι θα δουν πιθανόν μια επιστροφή στο αίτημα της ελληνκότητας, φερ’ ειπείν. Ποσώς. Δεν είναι κυρίως αυτό που ενδιαφέρει σήμερα, κατά τη γνώμη μου. Αυτό που πιο πολύ ενδιαφέρει και που νομίζω κυκλοφορεί στον αέρα σαν αίτημα σήμερα περισσότερο επιτακτικό από την εποχή που ο Χρήστος ήταν μαζί μας σ’ αυτό τον κόσμο, είναι ακριβώς «εκείνο που είμαστε». Άλλωστε, η πασίγνωστη «ελληνική δέσμη» του Βακαλόπουλου καταλήγει σε ταινίες «που μιλάνε για μας μιλώντας έτσι σ’ ολόκληρο τον κόσμο». Γιατί μόνο εκείνος που σκάβει μέσα του, που χτίζει πάνω σε αυτό που είναι —κι είναι το κατ’ εξοχήν έργο ζωής να βρει ο καθείς ποιος στ’ αλήθεια είναι και τι κάνει σ’ αυτόν τον κόσμο– μπορεί να στεγάσει στο αίσθημά του, στην ιερή πραγματικότητα του ανθρώπου, ολάκερο τον κόσμο. Αλλιώτικα, «μισώντας τον εαυτό του ο ελληνικός κόσμος δεν είναι σε θέση ν’ ακούσει την ιερή μελωδία της πραγματικότητας». Μισώντας τον εαυτό σου δεν πας μακρυά. Και δεν είναι μόνον ο ελληνικός κόσμος που μισεί τον εαυτό του σε αυτόν τον πλανήτη που έχει εκραγεί ήδη και τον έχει ερημώσει η πυρηνική βόμβα της εικονικής πραγματικότητας. Κάπου εδώ, νομίζω, βρίσκεται η αξία των γραψιμάτων και των εικόνων που μας άφησε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, αξία που αυξάνει, όπως φαίνεται, τη μονέδα της. Ευτυχώς. Δείγμα πως ο κόσμος, παρά τις Κασσάνδρες του κλίματος και της καταστροφής, έχει μέλλον. Κι ο άνθρωπος είναι το μέλλον του κόσμου, ο άνθρωπος που κάπως καθαρίζει λίγο τ’ αυτιά του να ακούσει κάποτε την ιερή μελωδία της πραγματικότητας, τη θεϊκή μουσική του κόσμου.
Τελικά το επίμετρο του Τριανταφυλλόπουλου δεν το (ξανα)διάβασα, στο Από το χάος στο χαρτί. Με κράτησε στα χαρτιά και στις εικόνες του, βάζοντας πυξίδα στο χάος, ο Χρήστος. Ας έχει απολαβή των έργων του! Ή, όπως το λέμε πιο παραδοσιακά, «Αιωνία του η μνήμη!».

Βιβλιοπωλείο Σκριπ / Δημοτική Αγορά Κυψέλης / 12 Δεκεμβρίου 2024

Published by

Κωνσταντίνος Μπλάθρας