Παράθυρα ΕρμητικΑ κλειστὰ

τοῦ Κωνσταντίνου Σπ. Τσιώλη

Τὰ βιβλία, κατὰ τὸν Νικηφόρο Βρεττάκο, εἶναι, λειτουργοῦν ὡς “παράθυρα στὸν κόσμο”, ὡς θέαση στὴ γνώση καὶ στὰ γράμματα. Τὰ σχολεῖα, τὰ σχολικὰ κτίρια, μὲ τοὺς μαθητὲς  καὶ τοὺς δασκάλους τους, εἶναι αὐτὰ πού, μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία, “ἀνοίγουν παράθυρα” γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν κόσμο τῆς γνώσης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅταν ὅμως κτίζονται, ἑρμητικὰ μάλιστα, τὰ φυσικὰ παράθυρα στὰ σχολεῖα, στοὺς ναοὺς τῆς  παιδείας, στὰ καταγώγια αὐτὰ  τῶν ἀρετῶν, ἐκεῖ ὅπου σφυρηλατεῖται τὸ μέλλον μιᾶς κοινωνίας, τότε αὐτὸ τὸ μέλλον φαντάζει ἀβέβαιο, προβληματικό, ἀπαισιόδοξο.

Τὸ ἐν Ἀθήναις Τοσίτσειο σχολικὸ συγκρότημα, τὸ νεοκλασσικὸ κτήριο στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Ἀχαρνῶν, Σουρμελῆ καὶ Μάγερ, εἶναι ἔργο ἑνὸς πανθομολογουμένως καλλιτέχνη τῶν κατασκευῶν τῆς ἐποχῆς του, τοῦ ὀνομαστοῦ Ἑρνέστου Τσίλλερ, τοῦ ἀρχιτέκτονα ποὺ γεννήθηκε Γερμανὸς ἀλλὰ πολιτογραφήθηκε «Ἕλληνας»· ἀφήνοντας τὴ σφραγίδα του στὴν οἰκιστικὴ φυσιογνωμία τοῦ ἀστικοῦ χώρου τῶν Ἀθηνῶν· ὀμορφαίνοντας, μὲ κτίσματα στολίδια, τὴν Ἀθήνα στὸ τέλος τοῦ  19ου αἰ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ. Δυστυχῶς, στὶς μέρες μας, τὸ κτίσμα αὐτὸ εἶχε μιὰ θλιβερὴ τύχη καὶ κατάληξη. Στέκει μὲν ὀρθὸ ἀλλὰ ἀπολύτως ἐν παρακμῇ. Οἱ χῶροι, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ ἕναν σχεδὸν αἰώνα δέχθηκαν τὶς τρυφερὲς ψυχὲς ἑκατοντάδων καὶ χιλιάδων μαθητριῶν, τὶς ὁποῖες προίκησαν μὲ γνώσεις καὶ ὄχι μὲ «μέτρημα», ἔχουν πιὰ μείνει μὲ τὰ παράθυρά τους κλειστά· σφαλιστά, κτισμένα μὲ τσιμεντολίθους μάλιστα. Αὐτά, ποὺ οἱ μαθήτριες καὶ οἱ διδάσκοντες εἶχαν γιὰ νὰ φωτίζονται τὰ πρόσωπά τους καὶ ἡ σκέψη τους, εἶναι πιὰ «παράθυρα ἑρμητικὰ κλειστά». Μάλιστα, ἡ ἐπιζωγράφιση τοῦ οἰκοδομήματος μὲ τὰ λεγόμενα “γκράφιτι” ἀντὶ νὰ μετριάζουν, νὰ ἁπαλύνουν τὰ αἰσθήματα ἀπογοήτευσης γιὰ τὴν κατάληξή του, τὴν ἄθλια κατάστασή του, τοὐναντίον τὰ αὐξάνουν ἔτι περαιτέρω.

Τὸ περικαλλὲς κτίσμα, ἄλλοτε κόσμημα τοῦ Κλεινοῦ Ἄστεως καὶ συμπλήρωμα τοῦ οὐρανοῦ του, περιμένει ὑπομονετικὰ νὰ βρεθοῦν οἱ εὐαίσθητες ἐκεῖνες ψυχὲς ποὺ θὰ ἀφαιρέσουν τὴν ἀσχήμια καὶ θὰ φανερώσουν πάλι τὸ ἀναμφισβήτητο κάλλος του ἀλλὰ καὶ θὰ τὸ ἀποκαταστήσουν γιὰ  νὰ δεχθεῖ, ‒πῶς ὄχι;‒ στὶς αἴθουσές του, στὰ ψηλὰ τὰ παραθύρια του, τὶς διψασμένες γιὰ γνώση καὶ πρόοδο νεανικὲς ψυχὲς μαζὶ μὲ τοὺς φωτισμένους δασκάλους τους. Γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἑρνέστου Τσίλλερ, ποὺ θὰ ἰδεῖ τὸ ἔργο του νὰ ξαναζωντανεύει ἀλλὰ νὰ ἡσυχάσει καὶ ἡ ψυχὴ τῆς εὐεργέτιδος Ἑλένης Τοσίτσα καθὼς θὰ βλέπει ὅτι, ὅσα διέθεσε γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὰ σχολεῖα της, ἔπιασαν τόπο καὶ παράγουν συνεχῶς νέους ἀγλαοὺς καρπούς. Ἀκόμη, θὰ ἀγάλλεται κι ὁ Ἑλβετὸς φιλέλληνας Ἰω. Μάγερ, ὁ ἐκδότης τῶς Ἑλληνικῶν Χρονικῶν, ὅπου καταγράφηκε ὁ ἡρωϊκὸς ἀγώνας τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Ἱερᾶς Πόλεως τοῦ Μεσολογγίου, καὶ ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἡρωϊκὰ μαχόμενος στὴν ἱστορικὴ Ἔξοδο, καθὼς ὁ δρόμος ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του φιλοξενεῖ τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ κτίσμα. 

Οἱ εἰκόνες ποὺ ἐκτίθενται, πέραν τῆς ὅποιας καλλιτεχνικῆς προσέγγισής τους, ἔχουν κύριο σκοπὸ νὰ εὐαισθητοποιήσουν ὅσους ἀγαποῦν τὶς Τέχνες, τὰ Γράμματα, τὸν Πολιτισμό, τὴν ὀμορφιὰ ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο· μήπως καταστεῖ δυνατὸν νὰ σωθεῖ ἕνας τόπος ὅπου ἔλαβε τὰ φῶτα τῆς γνώσης ἡ μαθητιῶσα νεολαία παλαιότερων ἐποχῶν· ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἕνα ἔργο ἀριστούργημα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ κτιριακῆς τέχνης ὅπως αὐτὸ τοῦ ἐπιβλητικοῦ Τοσιτσείου στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Ἀχαρνῶν, Σουρμελῆ καὶ Μάγερ. Γιὰ νὰ καμαρώνει κι ὁ λόγιος ἀγωνιστὴς τοῦ 1821 Διονύσιος Σουρμελής, πὼς ὁ δρόμος ποὺ ὀνοματοδοτήθηκε πρὸς τιμήν του κοσμεῖται μὲ ἕνα ἱστορικὸ κτίριο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Νὰ εὐαισθητοποιήσει τὶς ὅποιες ἀρχὲς ποὺ ἐλέγχουν ‒ὄχι ἔτσι γιὰ τὸν τύπο‒ τὰ κακῶς γενόμενα. Ἕνα κτήριο τὸ ὁποῖο  θὰ “νοστιμίζει” τὸν ἀφιλόξενο σήμερα τόπο καὶ στὸ ὁποῖο εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν νὰ ἐπανέλθει ἡ ἀπολεσθεῖσα μαθητικὴ ζωή, ποὺ θὰ διώξει τὸν σημερινὸ γνόφο· γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἡ ζωὴ μὲ δύναμη καὶ μὲ μιὰν ὁρμὴ ποὺ θὰ σκορπίσῃ τὴ σημερινὴ ζοφερὴ εἰκόνα, ὥστε, μὲ τὴν παρουσία του, νὰ προέλθει εὐφορία πνευματικὴ καὶ αἰσθητικὴ καὶ  πᾶσα ἀγαθοσύνη. Τὸ Τοσίτσειο φαίνεται νὰ κραυγάζει:

— Σῶσε με <ἔστω> ὡς κειμήλιον.

Ἢ μήπως θὰ εἰπωθεῖ, τελικά, τὸ Παπαδιαμάντειον:

— «Ἡ διοίκηση εἶναι ρωμέϊκη, τί τὰ θέλεις;».

Published by

Κωνσταντίνος Τσιώλης