του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου
Στό Παραμύθι χωρίς ὄνομα τῆς Πηνελόπης Σ. Δέλτα τό Βασιλόπουλο ὕστερα ἀπό τόν πόλεμο δέν γυρίζει στό παλάτι. Ἡ νυχτερινή μάχη κερδήθηκε, ἀλλά τό βασίλειο τῶν Μοιρολάτρων, στά χρόνια τοῦ πατέρα του Ἀστόχαστου τοῦ Α΄ ξεχαρβαλώθηκε –τό γλεντοκόπησε ὁ Βασιλιάς καί τό κατακλέψαν οἱ ἀξιωματοῦχοι κι οἱ ἀξιωματικοί. Στρατός καί στόλος ἕνας κουτσός κι ἕνας κουλός. Τή μάχη, ὡστόσο, τήν πῆρε τό Βασιλόπουλο, ἀλλά τώρα πρέπει νά ξαναστήσει στά πόδια του τόν ρημαγμένο τόπο, πού περιφρονοῦν κι ἐπιβουλεύονται τά γύρω βασίλεια.
Τό Βασιλόπουλο, λοιπόν, μένει στό στρατόπεδο. Ντυμένος ὅπως οἱ στρατιῶτες του ζεῖ ἀνάμεσά τους, τρώει ἀπό τό συσσίτιο, δέν ἀποφεύγει τή χειρωναξία, ἴσος σέ ὅλα μέ ὅλους, παρεκτός ἀπό τίς εὐθύνες.
(Μικρό καί ὄχι ἄσχετο ἰντερμέδιο: ἕνα κλιμάκιο τῆς 2ης Μ.Ο.Μ.Α. Λαρίσης, ὅπου διάνυσα τό μεγαλύτερο μέρος τῆς θητείας μου, εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποξήρανση μιᾶς ἑλώδους ἐκτάσεως. Ἐπικεφαλῆς ὁ λοχαγός τοῦ Μηχανικοῦ Γεώργιος Μάγειρος. Ἀξιώθηκα μιά καί μόνη φορά νά ἐπισκεφτῶ τό κλιμάκιο καί εἶδα τόν λοχαγό νά δουλεύει δίπλα στούς ὁπλίτες, τούς ναῦτες, τούς σμηνίτες, νά μένει ὅπως ἐκεῖνοι σέ τροχόσπιτο, νά τόν τρῶν κι αὐτόν τά κουνούπια, νά τόν φλομώνει ἡ σκόνη ἤ νά βουτάει στή λάσπη, νά τρώει ἀπό τό ἴδιο καζάνι, ἴσος μαζί τους σέ ὅλα, παρεκτός ἀπό τίς εὐθύνες. Ὅπως οἱ συστρατοπεδευμένοι μέ τό Βασιλόπουλο τοῦ φιλοῦσαν τά χέρια καί τά ροῦχα, ἔτσι καί οἱ στρατευμένοι τοῦ κλιμακίου ἔπιναν νερό στ’ ὄνομα τοῦ λοχαγοῦ τους.
Παρόμοια ἀφοσιωμένα και τά παιδιά τοῦ συνεργείου ἐπισκευῶν τῆς μονάδας στόν ἐκ τοῦ στρατεύματος ὑπολοχαγό Παππᾶ –θά ἔπαιρναν, ἄν χρειαζόταν, ὅρκο στ’ ὄνομά του. Κι ὁ Συνετός Β΄ τῆς Δέλτα θά χαιρόταν νά τούς ἔχει στό Μηχανικό καί στό Τεχνικό Σῶμα τοῦ στρατοῦ του. Κι οὔτε λόγος πώς θά ὅριζε στόλαρχο τόν προπαιδευτή μου Σημαιοφόρο Χρῆστο Λυμπέρη, πού δέν ἄγγιξε οὔτε μιά δραχμή πέρα ἀπό ἐκεῖνες τοῦ μισθοῦ του).
Δίνω τό λόγο στήν Πηνελόπη Σ. Δέλτα:
Κι ἔφυγε ὁ ἀρχικαγκελάριος μέ τούς δέκα σωματοφύλακες καί πῆγε στό βασίλειο τῶν Μοιρολάτρων, ὅπου ζήτησε νά δεῖ τό Βασιλόπουλο.
Τόν ὁδήγησαν σέ μιά σκηνή. Καθισμένο σέ ξύλινο σκαμνί, ἐμπρός σέ χοντροπελεκημένο σανιδένιο τραπέζι, ἕνα νέο παλικάρι διάβαζε κάτι χαρτιά. Καί μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του εἶδε μέ ἀπορία ὁ ἀρχικαγκελάριος πώς τά χαρτιά αὐτά εἶχαν τή χρυσή βούλα τοῦ ἐξαδέλφου Βασιλιά.
Τό παλικάρι φοροῦσε ἄσπρα μάλλινα ροῦχα, καί δέν ξεχώριζε ἀπό τούς ἄλλους στρατιῶτες πού τόν περιτριγύριζαν, μόνο πού στή μέση εἶχε μιά πολυφορεμένη πέτσινη ζώνη ὅπου διακρίνονταν ἕνας μαῦρος λεκές.
Τό Βασιλόπουλο, ὁ Συνετός Β΄, ἀσκητεύει. Σέ μιά χώρα πού πρέπει νά συνέλθει ἀπό τόν ἀστόχαστο συβαριτισμό καί τό ξεπούλημα, ὁ Κυβερνήτης ἀρνιέται τή βολή καί τήν εὐμάρεια τοῦ παλατιοῦ, ἀποδέχεται τή στέρηση τῶν περιττῶν κι ἔτσι ἔχει κάθε δικαίωμα ν’ ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἄλλους λιτό βίο. Ὅπως δά κι ἕνας ἀληθινός Ἡγούμενος μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τή ζωή τῆς ἄσκησης στούς ὑποταχτικούς του, μόνο ὅταν ἐκεῖνος τῆς ὑποτάσσεται ἀκατάπαυστα καί δίχως γκρίνια.
Ἂς ξανακουστεῖ ἡ Δέλτα:
-Μά λοιπόν βρῆκε θησαυρούς ὁ ζητιάνος ὁ ἐξάδελφός μου; Πές μου, σάν τί λοιπόν εἶναι τό παλάτι του;
-Πέρασα ἀπό ἕνα βουνό κατάφυτο, ὅπου ἀνάμεσα στήν πρασινάδα, παράβγαιναν στήν ὀμορφιά οἱ ἀνθισμένες πορτοκαλιές καί ἀμυγδαλιές, σά νύφες στολισμένες. Ἀνέβηκα ὡς ἀπάνω καί παραξενεύθηκα νά βρῶ ἐκεῖ ἕνα μισογκρεμισμένο ἐρειπωμένο μεγάλο χτίριο μ’ ἕναν πύργο, πού μόνος φαινόταν κατοικημένος. Στά παράθυρα εἶδα ὁλοπάστρικα ἄσπρα κουρτινάκια, καί γύρω στόν πύργο ἔβοσκαν ἀγελάδες καί κατσίκια συντροφικά μέ κότες. Περνώντας ἀπό ἕνα ἀνοιχτό παράθυρο ἄκουσα γυναίκεια δροσερά γέλια. Δέν εἶδα ὅμως κανέναν ἄνθρωπο. Κατέβηκα ἀπό τό βουνό καί ρώτησα ποιός κάθονταν σ’ ἐκεῖνο τό ἐρείπιο. Καί μοῦ ἀποκρίθηκαν! «Ὁ Βασιλιάς!». Δέν πίστεψα, καί ρώτησα ἀλλοῦ. Μοῦ εἶπαν πάλι πώς ἦταν τό παλάτι τοῦ Βασιλιᾶ. Καί πάλι δέν πίστεψα, καί πῆγα στό στρατόπεδο πού βρίσκεται κοντά στό ποτάμι. Ἐκεῖ εἶδα σκηνές πολλές, μά λίγους στρατιῶτες, καί ρώτησα ποῦ ἦταν οἱ ἄντρες. Μοῦ ἀποκρίθηκαν: Στά χωράφια: Καί ρώτησα ποιός κάθουνταν στό ἐρείπιο πού ἦταν ἀπάνω στό βουνό. Καί μοῦ εἶπαν πάλι: «Ὁ Βασιλιάς!». Καί σάν εἶδαν τή σάστισή μου, μοῦ ἔδειξαν ἕνα παλικάρι πού κατάφθανε, ντυμένο μέ μάλλινα ἄσπρα ροῦχα σάν ὅλους τους ἄλλους στρατιῶτες, μέ τά βέλη του κρεμασμένα στή ράχη καί τό τόξο στό χέρι. Τό πρόσωπό του ἦταν ἱδρωμένο καί σκονισμένο, καί στή μέση φοροῦσε μιά παλιωμένη πέτσινη ζώνη, ὅπου ξεχώριζε ἕνας μεγάλος μουντός λεκές. Ὅλοι οἱ στρατιῶτες, σάν τόν εἶδαν, ἔτρεξαν γύρω του καί φίλησαν τά χέρια του. Καί τόση χαρά χύθηκε στά πρόσωπά τους, πού παραξενεύθηκα καί ρώτησα ποιός ἦταν αὐτός. Καί μοῦ ἀποκρίθηκαν: «Τό Βασιλόπουλο!». Καί πάλι δέν πίστεψα, καί γέλασα καί τούς ρώτησα: «Μήν κάθεται καί αὐτός ἐκεῖ ἀπάνω, στό ἐρείπιο τοῦ βουνοῦ;». Καί μοῦ ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι. Ἐκεῖ κάθεται ὁ πατέρας του, ὁ Βασιλιάς. Τό Βασιλόπουλο κάθεται δῶ, μέ μᾶς». Καί τότε ἔφυγα, καί ἦλθα, Ἄρχοντά μου, νά σοῦ πῶ τί εἶδα καί τί ἄκουσα.
Καμιά πρεμούρα νά μερεμετιστεῖ, κάν, τό παλάτι τοῦ Βασιλιᾶ. Ἄλλες καί οὐσιώδεις ἀνάγκες πρέπει νά θεραπευτοῦν πρῶτα. Ἀχρείαστη ἀκόμα κι ἡ αἴθουσα θρόνου –πολύ περισσότερο τά ὑπουργικά γραφεῖα. Ὅταν τό πρόσωπο εἶναι σπαθί, φτάνει καί μέ τό παραπάνω ἕνα σκαμνί στόν Κυβερνήτη, στόν Ἀρχιεπίσκοπο, στόν Ἀρχιστράτηγο, στόν Ἀρχιδικαστή.
(Ἄ, ναί! Ἀπό τίς πρῶτες πρῶτες ἔγνοιες τοῦ Βασιλόπουλου ἡ Δικαιοσύνη: νά τιμηθοῦν ὁ θρασύς νέος τῆς ταβέρνας, πού ὕστερα δίνει τή ζωή του γιά νά σωθεῖ ἡ κεφαλή τῆς χώρας, ὁ κατατοξευμένος ὑπασπιστής Πολύδωρος κι ὁ ἀφανής ἥρωας, ὁ κουλός βαρκάρης τῆς «Ἀντάρας» καί τῆς «Τρομάρας», πού «σέ μυστική ὑπηρεσία τοῦ κράτους» πνίγεται, σαϊτεμένος κι αὐτός, στό ποτάμι. Καί νά λάβουν τά ἐπίχειρα τῆς κλεψιᾶς καί τῆς προδοσίας τους ὁ κατής κύρ Λαγόκαρδος καί ὅποιοι ἄλλοι).
Δέν παίρνω μέ τή σειρά τό κείμενο τοῦ Παραμυθιοῦ χωρίς ὄνομα, ἀλλά δέ βλάφτει. Λοιπόν, ὅταν ὁ καλοφαγὰς Βασιλιάς Ἀστόχαστος ἀντι-κρύζει τά φλουριά πού περίσσεψαν ἀπό τό πούλημα τῆς κορώνας του, βιάζεται νά προστάξει ν’ ἀγοράσουν ἕνα παχύ γαλόπουλο, γιατί βαρέθηκε τίς σοῦ πες μέ ξυνῆθρες πού ἔχει ἐπιβάλει ὁ γιός του. Ἐκεῖνος βέβαια δέν τά χαραμίζει γιά τή γούλη τοῦ πατέρα του. Ἔχει σκοπό νά χτίσει κάστρα, γιατί ξέρει πώς ὁ ἐχθρός θά ξανάρθει.
-Καί μέ αὐτά τά φλουριά ἐλπίζεις νά χτίσεις κάστρα καί νά ὁπλίσεις στρατό; ρώτησε ὁ Βασιλιάς ξεκαρδισμένος στά γέλια. Μά, παιδί μου, γιά νά κάνεις αὐτά πού λές, θέλεις στέρνες γεμάτες φλουριά, καί πάλι δέ φθάνουν.
-Θ’ ἀρχίσω μέ αὐτά, εἶπε τό βασιλόπουλο, καί ὥσπου νά τελειώσουν, ἴσως βρῶ καί ἄλλα.
-Ποῦ; Μά ποῦ; ρώτησε ὁ Βασιλιάς πού ἄρχισε πάλι νά θυμώνει.
-Ποῦ; εἶπε συλλογισμένο τό Βασιλόπουλο. Ἴσως δουλεύοντας τή γῆ πού θά μᾶς θρέψει.
-Σέ μερικά χρόνια δηλαδή; Καί ὡστόσο θά τρῶμε σοῦπες ἀπό ξυνήθρα, πού θά μᾶς τίς βγάζει ἡ Εἰρηνούλα;
Τό Βασιλόπουλο σήκωσε τό κεφάλι.
-Ναί, πατέρα! Εἶπε μέ δύναμη. Γιά μερικά χρόνια ὁ τόπος ὅλος θά τρώγει σοῦπες ἀπό ξυνήθρα, καί θά τοῦ δώσομε μεῖς τό παράδειγμα, ὥσπου νά ξαναμάθει πάλι ἡ γῆ νά μᾶς δίνει τά πλούτη της.
Φιλῶ τά χέρια πού ’γραψαν τό «Παραμύθι χωρίς ὄνομα». Καί χαλιέμαι ἀναθυμώντας τόν συγκαιρινό μας γλεντοκόπο ἀρχικαστροφύλακα, πού μέ πάνσοφη ἀγερωχία, ὅταν ὁ λόγος ἦταν πάλι γιά τ’ ἀναγκαῖα φλουριά, ἀπάντησε ἄφροντις καί μόλις κατά δυό συλλαβές πολυλογότερος ἀπό τόν μελλοθάνατο βασιλιά τῶν τριακοσίων: «Θά δανειστοῦμε!» -καί ὕστερα εὐωχήθηκε γαμήλια καί γενναῖα στήν ἀλλοδαπή.
Ἀσπάζομαι ξανά τά δάχτυλα πού κράτησαν τό κοντύλι γιά νά γραφτεῖ τό Παραμύθι χωρίς ὄνομα καί ἀπελπίζομαι περισσότερο ἀπό ἄλλοτε –κανένα παλληκάρι Βασιλόπουλο στό παραποτάμιο στρατόπεδο, στόν Εὐρώτα. Ὅλοι στά δώματα ἤ τά χοιροστάσια τῆς Κίρκης.
Τό ποτάμι κάτω κι ὁ ποταμός
δίχως πηγή καί μέ τά χρόνια δίχως δέλτα.
manifesto, τ. 30.
Published by