του Γιάννη Ματθαιουδάκη
Η σύγχρονη εποχή, διαποτισμένη από την κατανάλωση, μας έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε ακόμη και την παράδοση ως αντικείμενο γούστου. «Δεν μου αρέσουν τα κρητικά», «τα ηπειρωτικά με κουράζουν» — φράσεις που υποδηλώνουν ότι η αξία του δημοτικού τραγουδιού εξαντλείται στο προσωπικό αισθητήριο. Κι όμως, τούτη η στάση χάνει το ουσιώδες: τα τραγούδια αυτά δεν γεννήθηκαν για να προσφέρουν ευχαρίστηση με αισθητικούς όρους, αλλά για να εκφράσουν ανάγκες ύπαρξης. Η μαντινάδα δεν είναι προϊόν, είναι γλώσσα. Και κάθε γλώσσα προϋποθέτει δεσμό.
Τι είναι λοιπόν η μαντινάδα; Θα μπορούσε κανείς να την ορίσει ως συμπύκνωση ρυθμού και συναισθήματος, ένα είδος στιγμιαίας σκέψης που αποκρυσταλλώνεται σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Το ουσιώδες είναι πως δεν κατασκευάζεται εκ των προτέρων. Αναδύεται: στο γάμο, στη γέννηση, στο πένθος, στο πανηγύρι. Εκεί, όπου η κοινότητα χρειάζεται να εκφραστεί. Η μαντινάδα δεν είναι έργο ατομικής φιλοδοξίας, αλλά του πλήθους που αναπνέει με έναν ρυθμό. Ανήκει περισσότερο στο σώμα παρά στο βιβλίο.
Εδώ βλέπουμε κάτι που αξίζει να τονιστεί: η ποίηση της μαντινάδας δεν είναι αισθητική εκζήτηση. Είναι τοπική ενέργεια της γλώσσας, τρόπος με τον οποίο η φύση βρίσκει φωνή. Οι λέξεις, «με χώμα απ’ τις ρίζες τους», δεν επιδιώκουν τη λάμψη. Αντιθέτως, υπακούουν σε μιαν απλότητα που κρύβει την αλήθεια. Όμως, η απλότητα αυτή δεν είναι ποτέ απλοϊκότητα. Κάθε στίχος περιέχει μιαν αλληγορία, μιαν υπέρβαση, που θυμίζει τη λειτουργία της ίδιας της ποίησης: να κάνει τα καθημερινά διαφανή για κάτι ανώτερο.
Αν η μαντινάδα επιβίωσε, δεν το οφείλει στη διάδοσή της, αλλά στη ρίζα της. Είναι πράξη ανάγκης. Η αντοχή της έγκειται στην κατακόρυφη διάστασή της — στη σύνδεσή της με την ανάγκη του βίου. Ο Σολωμός μιλούσε για τούτη την «ανακάλυψη της φωνής». Η μαντινάδα δεν χρειάζεται να μιμηθεί τίποτε. Όπου υπάρχει ανάγκη, υπάρχει και η φωνή της. Όπου η μίμηση αντικαθιστά την ανάγκη, απομένει κέλυφος χωρίς ψυχή.
Η γλώσσα στην οποία εκφέρεται είναι το κρητικό ιδίωμα. Όχι ένα περίκλειστο σύστημα, αλλά η ελληνική γλώσσα στην τοπική της εκδοχή. Στα ριζίτικα, για παράδειγμα, παρατηρούμε πώς η γλώσσα ενσωματώνει αρχαϊκά στοιχεία μαζί με δάνεια· μια πλαστικότητα που υπακούει όχι στη γραμματική, αλλά στην ποίηση. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη: η γραμματική παραβιάζεται όχι από αυθαιρεσία, αλλά από την αναγκαιότητα του ρυθμού. Η υπέρθεση, όπως την είδε ο Κακριδής, δεν είναι ελάττωμα, είναι δημιουργία.
Εδώ τίθεται το κλασικό ερώτημα: είναι η μαντινάδα έργο της Φύσης ή της Τέχνης; Πρόκειται για αυθόρμητο φαινόμενο, ανάλογο της βλάστησης του τόπου, ή για συνειδητή καλλιτεχνική κατασκευή; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Η μαντινάδα είναι ταυτόχρονα φυσικό και τεχνητό φαινόμενο. Είναι ανώνυμη και συλλογική, άχρονη και παρούσα. Δεν ζητεί να υπογράψει ο δημιουργός· αντίθετα, η αξία της είναι να ανήκει στην κοινότητα. Γι’ αυτό και για αιώνες οι μαντινάδες αποδίδονταν σε περιοχές: Εθιανός πηδηχτός, Κισσαμίτικο συρτό. Μόνο αργά, με τη δισκογραφία, προβάλλουν τα ονόματα.
Η ουσία παραμένει η ίδια: η μαντινάδα είναι κοινωνική λειτουργία. Δεν γράφεται για να μείνει· γράφεται για να λειτουργήσει. Αντέχει μόνο ό,τι μπορεί να περάσει από στόμα σε στόμα. Οι παραλλαγές δεν μειώνουν την αξία· την αυξάνουν. Ο αληθινός στίχος είναι εκείνος που μπορεί να αλλάξει χωρίς να χάσει την ψυχή του. Η «καλή αλλοίωση» είναι το μέτρο της ζωντάνιας.
Η μαντινάδα λειτουργεί επίσης ως παιδευτικό μέσο. Όχι γιατί διδάσκει με διδακτισμό, αλλά γιατί μορφώνει μέσα από το βίωμα. Η ίδια η λέξη «ήθος» σήμαινε αρχικά «τόπος»· το να κατοικείς κάπου, να πλάθεσαι από αυτόν. Ο νέος, μέσα από τη μαντινάδα, μαθαίνει τον κόσμο με τρόπο βιωματικό. Ο ρυθμός επιβάλλει την απομνημόνευση. Η μετρική μορφή λειτουργεί σαν στένεμα που κάνει πιο δυνατή την ιδέα. Ένα στενό άνοιγμα, έλεγε κάποιος, κάνει τον ουρανό να φαίνεται πιο γαλάζιος. Έτσι κι εδώ: το μέτρο οξύνει την εμπειρία.
Η μαντινάδα είναι αδιαχώριστη από τη μουσική και τον χορό. Δεν υπάρχει στίχος χωρίς μελωδία, ούτε μελωδία χωρίς κίνηση. Το σώμα, η φωνή, ο ρυθμός συγκροτούν ενότητα. Η ζωή της κοινότητας εκφράζεται έτσι ολόκληρη. Ο χορός δίνει στο λόγο διάρκεια, η μουσική του χαρίζει χρώμα, και η μαντινάδα γίνεται κάτι περισσότερο από λόγος: γίνεται παρόν κοινό.
Και εδώ βρίσκεται η ουσία: η μαντινάδα δεν είναι μέσο διασκέδασης· είναι τρόπος επικοινωνίας. Δεν είναι ποίηση στοχασμού, αλλά ποίηση σχέσης. Δεν αποβλέπει στο άτομο, αλλά στο σύνολο. Ενώνει γενιές, μεταφέρει ήθος, καλλιεργεί τη μνήμη. Είναι δεσμός που υπερβαίνει τον χρόνο.
Αν θελήσουμε να συνοψίσουμε, θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: η μαντινάδα είναι ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και την τέχνη, στο άτομο και την κοινότητα, στο παρόν και στη διάρκεια. Η αξία της δεν μετριέται με όρους αισθητικούς, αλλά με όρους ζωής. Δεν είναι απλώς ποίηση· είναι ο ρυθμός με τον οποίο μια κοινότητα επιβεβαιώνει την ύπαρξή της.
Έτσι, η μαντινάδα είναι τελικά μια αμοιβαιότητα. Λόγος που δεν ανήκει σε έναν, αλλά σε όλους.
♣ ♣ ♣
Ο χρόνος φθείρει τσ ομορφιές μα η ομορφιά δεν σβήνει
για κείνο κι η αγάπη μας αθάνατη θα μείνει.
(Μίχαλος Δραμουντάνης)
Είναι η αγάπη μια κορφή κι όντε τη σωπατήσεις
πο κει ψηλά την ομορφιά του κόσμου θα γνωρίσεις.
(Αριστείδης Χαιρέτης)
Θρέφει η ελπίδα τη ζωή, το όνειρο τη στολίζει,
κι ο έρωντας την πιο βαθιά αλήθεια τση χαρίζει.
(Γιώργης Καράτζης)
Πράμα δεν εκατάλαβα απ’ τ’ αοριού τα κάλλη,
κι όμως γυρίζει στσι κορφές η μαύρη σκέψη πάλι.
(Γιάννης Αεράκης ή Πολογιάννης)
Χοντρόλαδο ψιλόλαδο ούλα τα λάδια ’ναι ένα
μονό να βρίχνω καθ’ αργά δυο βλίτα λαδωμένα.
(Επαρχία Αγ. Βασιλείου)
Άχι μια δεκαρέ ελιές δυο εργατών αμπέλι
μια κάμαρα στις Λουσακιές και γίνομαι κοπέλι.
(Επαρχία Κισσάμου)
Καλλιά ‘ναι μιαν ευγένεια, μιαν αρχοντιά, μια τάξη
παρά του κόσμου τα καλά άνθρωπος να ποτάξει
(Παραδοσιακή)
Ήθελα και να κάτεχα άνθρωπος σαν ποθάνει
άραγε ξεκουράζεται γή το χαμάλι κάνει.
(Επαρχία Αμαρίου)
Έχω την τέχνη και γελώ και λυπημένος να’ μαι
κια δε σ’ αρέσει μοίρα μου ό,τι κια θες μου κάμε.
(Δερμιτζογιάννης)
Ποτέ μου δεν πικραίνομαι ούτε βαρυκαρδίζω
κι όπως τον έβρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω.
(Παραδοσιακή)
Μη τονε μπώθεις τον καιρό μα έτσι κι αλλιώς θα φύγει
γιατί προσβάλλεις τη ζωή κι ειν’ η παντέρμη λίγη.
(Α. Χαιρέτης)
Μόνο η Αγάπη συχωρεί τα λάθη τα μεγάλα
και σε παρακαλώ πολύ θέλω να κάμεις κι άλλα.
(Α. Χαιρέτης)
Ιντά’ναι Αγάπη τελικά τη σκέψη μου κουράζω
εσύ να πίνεις το νερό κι εγώ να ξεδιψάζω.
(Α. Χαιρέτης)
Published by