ήγουν εδώδιμα-οικιακά και… όχι μόνον!
της Αντιγόνης Ιωαννίδου
Όπως καθένας μας διαπιστώνει κάθε τόσο οι γευστικές εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας προσδιορίζουν ακόμη και τις μελλοντικές μας γευστικές προτιμήσεις. Παραμένουν ισόβια προσκολλημένες στη μνήμη μας, ως πείσμονες πεταλίδες, τόσο που είναι αδύνατον να τις διαγράψει κανείς, αδύνατον να τις απαρνηθεί! Ειδικά οι άντρες!
Αυτήν τη μνήμη πολλοί την αναζητούν ξανά και ξανά στην πορεία της ενήλικης ζωής τους. Κάποιοι μάλιστα διαπιστώνουν με θλίψη πως κανείς στον κόσμο, παρά τις ενδεχομένως καλές του προθέσεις και τις ειλικρινείς του προσπάθειες, δε θα μπορέσει να τους προσφέρει ατόφια κι απαράλλαχτη εκείνη τη γευστική εμπειρία, μη ούσης πια στη ζωή της «χαρισματικής» τους μητέρας ή γιαγιάς. Γιατί εκείνες οι μητέρες και εκείνες οι γιαγιάδες είχαν τη γνώση και τους τρόπους να κάνουν θαύματα με κουτάλες και κατσαρόλες!
Κάποιες τις παρακολούθησα να μαγειρεύουν από κοντά, επίσης και σε τηλεοπτικές ή διαδικτυακές εκπομπές. Σε άλλες αντίστοιχες εκπομπές παρακολούθησα επώνυμους σεφ να επιδεικνύουν την τέχνη τους και να μας αποκαλύπτουν τα μυστικά της. Θα ομολογήσω πως έπεφτα πάντα από έκπληξη σε έκπληξη καθώς συχνά διαπίστωνα πως παρά τη συστολή και τη μετριοπάθειά τους οι τεχνικές μαγειρέματος που κατείχαν πολλές από αυτές τις γυναίκες δεν υστερούσαν σε τίποτα από τη σωρευμένη τεχνογνωσία των σεφ και των επαγγελματιών μαγείρων!
Ωστόσο, οι δύο περιοχές δεν επιδέχονται κανενός είδους σύγκριση. Οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί. Υδρεύονται από νάματα διαφορετικών πηγών η κάθε μία. Το οικιακό μας τραπέζι είναι ένας ολόκληρος κόσμος, δεν εξαντλείται σε ένα μόνο επίπεδο. Είναι χώρος ασύγκριτα πιο ευρύς και περιεκτικός και θα τον αδικούσε όποιος τον περιόριζε αποκλειστικά σε επίπεδο γεύσεων συνταγών και τεχνικών. Ο πλούτος του είναι ανεξάντλητος κι ας είναι κάποτε λιτό και φτωχικό. Διαθέτει τη βαριά αρματωσιά μιας δικής του οντολογίας, μιας δικής του ανθρωπολογίας, ενώ η παρουσία του ιερού στην επικράτειά του ορίζει τη δική του θεολογία. Ο κόσμος των επαγγελματιών της εστίασης κινείται εκ των πραγμάτων σε διαφορετικά πεδία.
Οι άνθρωποι που οικοδόμησαν αυτό το συγκλονιστικό κεφάλαιο ζωής είναι κύρια και πρώτιστα οι γυναίκες. Θα τις βρείτε σε ειδώλια και απεικονίσεις να ζυμώνουν και να μαγειρεύουν από αρχαιοτάτων χρόνων. Πάντα με αλάνθαστο κριτήριο, με γνώση, με ένστικτο, με μέριμνα με αισθήματα, αναλάμβαν αυτές την ιερή υπόθεση της παρασκευής του οικογενειακού φαγητού. Παράλληλα δε και της απόδοσης της δέουσας τιμής κι ευγνωμοσύνης στο Θείο, το οποίο οι άνθρωποι θεωρούσαν ανέκαθεν πηγή κάθε αγαθού. Αυτό συνέβαινε για χιλιάδες χρόνια, μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, μεταφέροντας ως την εποχή μας εικόνες ζωής, συνήθειες και έθιμα, μια πραγματικά πολύτιμη παρακαταθήκη στοιχείων ενός σπουδαίου πολιτισμού!
Οι εξελίξεις στην παραγωγή ήταν ραγδαίες μετά τη βιομηχανική επανάσταση και μάλιστα με διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς. Πολλές γυναίκες βγήκαν από το σπίτι για να εργαστούν επαγγελματικά σε μισθωτές εργασίες. Ο χρόνος τους έπαψε να είναι ενιαίος για να οριοθετηθούν μέσα σε αυτόν τα «ωράρια» εργασίας. Η συνήθης καθημερινή πρακτική θα συμπεριελάμβανε πια και υλικά που έρχονταν από μακριά, καινούριες συσκευές και εργαλεία αλλά και νέα ήθη τραπεζιού. Το πέρασμα από την κοινωνία των αγροτών στην σύγχρονη κοινωνία απομάκρυνε τις μητέρες μας σε ένα βαθμό από τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Απόμειναν οι γιαγιάδες, αλλά κι αυτές απωθήθηκαν σε ένα περιθώριο αποδοχής από τις αλλαγές που επήλθαν σε επίπεδο διατροφικών αντιλήψεων και συνηθειών.
Η υπερβάλλουσα επιτήδευση, η εκζήτηση, ο στόμφος, το ξενικό, η επίδειξη, το γαστρονομικό μπαρόκ εντέλει, καθώς επίσης οι νέοι όροι, οι μάγειροι με τους δυσθεώρατους σκούφους, τα μπλε και κόκκινα κορδόνια και κάτι χερούκλες και λαιμούς γεμάτους με ατελείωτα τατουάζ δεν άφηναν πια καμιά αμφιβολία πως «εδώ είμαστε, κύριοι και θα κυριαρχήσουμε!». Τώρα, πίσω από τους μπουφέδες με την πληθωρική παράταξη εδεσμάτων, το νεοφανές star system των αρχιμαγείρων θα παρείχε στους θιασώτες του κάποια οιονεί πιστοποίηση κοσμοπολιτισμού και γαστρονομικού μοντερνισμού! Πού να φτουρίσει πια το γκιουβέτσι των γιαγιάδων μπροστά σε πιάτα με ονοματοδοσίες μισής σελίδας και ασφαλώς με αναφορές σε στρώματα, υποσέντονα, μαξιλάρια, παπλώματα, όλα τα συναφή είδη κλινοστρωμνής και επίσης μενταγιόν, σκουλαρίκια, περιδέραια και μπρασελέ από αρακάδες και τελίτσες σάλτσας!
Αποδείχθηκε πως η κοινωνία μας περιλαμβάνει τελικά πολύ περισσότερους αρχοντοχωριάτες από όσους νομίζουμε. Σε όλα τα επίπεδα και στο γαστρονομικό. Ήταν απλό να αφήνουμε τα του Καίσαρος στον Καίσαρα. Η μαζική εστίαση και οι λειτουργοί της υπάρχουν και αξίζουν, (όσοι αξίζουν!), μόνο εξυπηρετώντας τις ανάγκες του τομέα τους, που είναι ξεκάθαρος και διακριτός. Όλα τα άλλα λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και επιφέρουν μια επικίνδυνη σύγχυση. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταλάβουν τις κουζίνες μας. Η οικιακή μαγειρική με τους δικούς της στόχους, τη δική της αποστολή, τα μέσα και τους τρόπους μια χαρά τα πήγαινε και χωρίς αυτούς.
Ενώ έτσι πορεύονταν η κατάσταση, κάποια στιγμή ξύπνησαν οι μνήμες και η κοινωνία άρχισε να θυμάται ξανά τις γιαγιάδες και τα γαστρονομικά επιτεύγματά τους. Κάποια τα μαγειρεύαμε στα σπίτια μας, ενώ πολλά μπήκαν και στους καταλόγους εστιατορίων και ταβερνών. Με την πάροδο του χρόνου το ενδιαφέρον γύρω από το τραπέζι «των γιαγιάδων» πήρε σημαντικές διαστάσεις, καθώς και κάποιοι παραγωγοί είχαν ήδη αρχίσει να ιχνηλατούν τα δεδομένα της γαστρονομικής μας παράδοσης και να εστιάζουν στην επαναφορά προϊόντων που είχαν πια περάσει στο περιθώριο.
Ένα πλήθος νέων ευκαιριών απασχόλησης οδήγησαν στη δημιουργία νέων οικογενειακών επιχειρήσεων, δίνοντας τη δυνατότητα στους κατοίκους της περιφέρειας να βιοπορίζονται, αναχαιτίζοντας έτσι την ερήμωση της υπαίθρου. Συναντάμε πια στην αγορά είδη όπως τα «μακαρόνια σκιουφιχτά», τα «καλορίζικα», το «απάκι», τα «ξεροτήγανα», τα «λαλάγγια», τις ξινομυζήθρες, τον καβουρμά, τα παξιμαδερά, τις πίτες. Ευτυχώς το παρελθόν έχει έναν απίστευτο πλούτο τέτοιων προτάσεων για να τροφοδοτήσει το αυξανόμενο ενδιαφέρον μας, παρέχοντάς μας την ευκαιρία να τα επανεντάξουμε στη ζωή μας.
Παράλληλα οι γευστικές μνήμες της παιδικής μας ηλικίας, αναζητούν και πάλι τα καλομαγειρεμένα γεμιστά της γιαγιάς μας, τα ασύγκριτα «λαδερά» τους, το ζυμωτό τους ψωμάκι. Και τι να πει κανείς για εκείνα τα υπέροχα φαγητά της σχόλης που έδιναν ξεχωριστή επισημότητα στις Κυριακές μας και στις ημέρες γιορτής! Εκείνα τα ταψιά, για παράδειγμα, με το χρυσαφένιο γαλακτομπούρεκο, το γκιουβέτσι με αρνάκι στο φούρνο, τους λαχανοντολμάδες τους με το παχύ αυγολέμονο! Κατά δε την ταπεινή μου άποψη τίποτα δεν αποκλείει και την επανεμφάνιση των γνωστών από παλιά μαγειρείων, που ήδη αρκετοί αναπολούν.
Αυτές οι τάσεις σηματοδότησαν την επαναφορά των «γιαγιάδων» στο γαστρονομικό προσκήνιο. Η προσθήκη στις ετικέτες παραδοσιακών τροφίμων του όρου «της γιαγιάς» δεν τονίζει μόνο την παραδοσιακότητά τους, δεν υπογραμμίζει απλά την εξαιρετική τους ποιότητα. Υποδηλώνει και την απόδοση κύρια σε αυτές των ευσήμων για τη σωτηρία του αγροτοδιατροφικού και γαστρονομικού πολιτισμού της χώρας μας. Διότι ήταν αυτές που δεν ενέδωσαν σε γευστικούς νεωτερισμούς και παρέμειναν στα «εντός και επί τα αυτά». Το κριτήριό τους αποδείχτηκε αλάνθαστο. Στην κυριολεξία διέσωσαν έτσι την κρίσιμη ώρα έναν τομέα με απίστευτο βάθος χρόνου, εύρος συλλήψεων, ανεκτίμητο πλούτο και ατέλειωτες δυνατότητες σε επίπεδο πολιτισμού, αξιών και ανάπτυξης. Παράλληλα διαφύλαξαν ένα στιβαρό εργαλείο επιβίωσης για τους δύσκολους καιρούς, αφού πέρα από τις μαγειρικές τους επιδόσεις διαχειρίστηκαν πάντα τους διαθέσιμους πόρους τους με πνεύμα ακραίας οικονομίας και σύνεσης και συμπεριφέρθηκαν με αξιοθαύμαστη οικολογική ευαισθησία.
Εμείς βέβαια μεγαλώσαμε διαφορετικά! Μεγαλώσαμε σε εποχές επίπλαστης αφθονίας με την πεποίθηση πως μπορούμε να καταναλώνουμε χωρίς όρια και να σπαταλάμε κάθε πόρο χωρίς περίσκεψη και χωρίς ενοχές. Κατασπαράξαμε έτσι το κοντινό μας μέλλον (το απώτερο θα υπάρξει άραγε;), από το οποίο προσδοκούσαμε να προσφέρει απεριόριστες ευκαιρίες στα παιδιά μας. Τα πράγματα όμως ήρθαν διαφορετικά. Ασφαλώς και οι γιαγιάδες μας στήριξαν θεμέλια οίκων με τις αρετές τους. Τις ξεπεράσαμε όμως πριν τους επιτρέψουμε να μας οδηγήσουν. Ωστόσο οι πιεστικές ανάγκες του παρόντος καιρού, (που οδηγούν αρκετούς στην υποψία πως επίκεινται τα έσχατα του κόσμου), καθιστούν άκρως επίκαιρες τις ταπεινές μας γιαγιάδες και τις ανάγουν σε υπόδειγμα σωφροσύνης και προσαρμογής, ικανό να υπαγορεύσει πρότυπα ζωής και ευθύνης στο σύγχρονο κόσμο!
Αυτές οι απόψεις μπορεί να είναι σήμερα άκρως επίκαιρες, καινούριες όμως δεν είναι. Είχαν και μάλιστα επιτακτικά διατυπωθεί στην περίφημη έκθεση του κορυφαίου Πανεπιστημίου ΜΙΤ της Μασαχουσέτης προς τη Λέσχη της Ρώμης «περί του μέλλοντος της ανάπτυξης», που συντάχθηκε περίπου μισόν αιώνα πριν. Όσο και αν αμφισβητήθηκε τότε, είχε ωστόσο επισημάνει τον επερχόμενο ζόφο και προέτρεπε ως μοναδική οδό αναχαίτισης την πλήρη ανατροπή των καταναλωτικών συμπεριφορών της κοινωνίας, την αποφυγή της σπατάλης, την διάσωση των φυσικών πόρων, τον σεβασμό προς το έδαφος και τις πηγές της ζωής. Την επιδίωξη επίσης της αύξησης ενός καινοφανούς μεγέθους, της «ακαθάριστης κοινωνικής ευτυχίας», αντί για την αύξηση του «ακαθάριστου εθνικού προϊόντος», ενώ τόνιζε πως αυτό θα ήταν εφικτό μόνο μέσα από τις πνευματικές και καλλιτεχνικές ενασχολήσεις, τον πολιτισμό, την κοινωνική εγγύτητα, την αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη. Πράγματα δηλαδή «συμπαθητικά, δικά μας», όμως εν μέρει πλέον «γραικικά». Προέβλεπε δε πως η κρίση θα άρχιζε γύρω στο 1985-1990 και θα κορυφωνόταν γύρω στο 2020! Στην έντονη συζήτηση που ακολούθησε άλλοι μίλησαν και για την αναμενόμενη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, όπως και για μια επερχόμενη επισιτιστική κρίση!
Οι ταπεινές μας γιαγιάδες, χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει, αναδεικνύοταν έτσι εκ νέου σε πρότυπο σωτηρίας ενός κόσμου που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης! Με πρώτη ματιά φαίνεται πως επανέρχονται μόνο στο γαστρονομικό προσκήνιο. Ασφαλώς χρειάζεται κάποια αναλυτική ευχέρεια για να αναδείξει τη συνθετότητα του κόσμου τους και την θαυμαστή συναρμογή τόσων επί μέρους σωτήριων αντιλήψεων, που στοιχειοθετούν μια δοκιμασμένη και φερέγγυα πρόταση αντιμετώπισης των δυσχερειών από εδώ και πέρα. Και είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει ούτε μια από αυτές τις σωτήριες αντιλήψεις που δεν ιχνηλατείται στην καθημερινή πρακτική εκείνων των αλησμόνητων μαγειρικών τους επιδόσεων!
Έζησαν σε περιόδους στενότητας μέσων και πόρων. Μεταχειρίστηκαν με απόλυτο σεβασμό τα διαθέσιμα αγαθά κι ας ήταν λιγοστά κι ας ήταν φτωχά. Επιστράτευσαν την εφευρετικότητά τους και τα αξιοποίησαν στο έπακρο. Διαβάζω σε παλαιά βιβλία μαγειρικής συνταγές που σήμερα θα ήταν αδιανόητο να εφαρμόσουμε και να φάμε το παρασκεύασμα. Διαβάζω για παράδειγμα μια συνταγή για «θολούς» στο τηγάνι. Τι είναι οι θολοί; Είναι το μάτι του χταποδιού, αυτό που σήμερα πετάμε όταν καθαρίζουμε ένα χταπόδι για να το μαγειρέψουμε. Ποιος να διανοηθεί να τους πετάξει τα χρόνια εκείνα; Βρίσκω συνταγές για το αβγάτεμα της χθεσινής σούπας οσπρίων με την προσθήκη ρυζιού.
Προτάσεις φαγητού βασισμένες στη λιτότητα από τις οποίες δεν λείπουν όμως οι γαστρονομικές αρετές. Αν το αισθητήριό μας έχει στομώσει από την ένταση των πληθωρικών γεύσεων στις οποίες έχουμε εθιστεί και δε μένουμε στη δική τους απλότητα, κι αν το μάτι μας δε λέει να χορτάσει με τις τόσες δελεαστικές προτάσεις φαγητού τριγύρω, αυτό δεν σημαίνει πως ένα λιτό παρασκεύασμα δεν είναι ικανό να ικανοποιήσει ακόμα και ένα απαιτητικό ουρανίσκο. Χρειαζόμαστε καθαρμούς της αίσθησης και περισυλλογή. Οι νηστείες παρείχαν στον κόσμο των γιαγιάδων μας τη δυνατότητα να γνωρίσει την αυτοσυγκράτηση και την πείνα. Αυτή η πείνα είναι που γυμνάζει το αισθητήριο και το καθιστά οξύ και κοφτερό. Μόνο έτσι μπορεί να μας κάνει ικανούς να αντιληφθούμε πόσο όμορφα μοσχοβολούν τα ρεβίθια και πόσο υπέροχα γήινο είναι το άρωμα που αναδίδουν οι πατάτες που βράζουν.
Και μόνο η πεποίθηση πως εκείνο το φαγητό, που ακόμα κι όταν ήταν φτωχικό, ήταν ασύγκριτα πιο νόστιμο και πιο υγιεινό από το φαγητό που τρώμε σήμερα, έφεραν ξανά στο προσκήνιο τις ίσως από χρόνου πολλού αποβιώσασες γιαγιάδες και μάλιστα με τρόπο πανηγυρικό. Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα μυστικά της εμπειρίας τους. Ξεσκονίσαμε τετράδια και μνήμες, παλιά κουζινικά και μεθόδους, για να ανακαλύψουμε τι, επιτέλους, έκανε το φαγητό που μαγείρευαν τόσο υπέροχα μοναδικό.
Ζήσαμε έτσι σε κάθε εκδοχή και κάθε περίσταση την επαναφορά των γιαγιάδων, δεν εξασφαλίσαμε όμως την ενεργή και διαρκή τους παρουσία. Γι’ αυτό και όταν τις αντιγράφουμε, τα έργα μας απέχουν στην πραγματικότητα από τα δικά τους μαγειρικά επιτεύγματα, όσο τα αντίγραφα έργων τέχνης από τα αυθεντικά. Όχι γιατί δε διαθέτουμε πια τα ίδια υλικά (που κι αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό αληθές!), αλλά εν πολλοίς γιατί δε διαθέτουμε πια την ίδια ψυχή, ούτε εμφορούμαστε από την ίδια αντίληψη.
Έχουμε αναλογιστεί άραγε τι σήμαινε για κείνες «το φαγητό του Αντώνη» τους, η σουπίτσα για το εγγονάκι που βήχει και του πονάνε «τα λαιμά», η πίτα για το δεκατιανό της οικογένειας στη δουλειά, το κατσαμάκι για τον παππού, το προσφάγι για το παιδί στο σχολείο; Σήμαινε ολοσχερή θυσία κάθε προσωπικής επιθυμίας, κάθε λεπτού προσωπικού χρόνου, ώστε να βρουν όλοι αυτό που είχαν ανάγκη, την ώρα που το ζητούσαν. Αυτό που θα τους ευχαριστούσε και θα τους δυνάμωνε. Ζούσαν για να προάγουν τη ζωή και ζούσαν μόνο μέσα από τη ζωή των αγαπημένων τους.
Ύστερα, σε βάση καθημερινή, η ιεραρχία της οικογενειακής τάξης έδινε το προβάδισμα στο Ιερό. Με προσευχή ξεκινούσε το τραπέζι και με προσευχή τελείωνε. Το ψωμί γινόταν με προζύμι αγιασμένο. Οι γιαγιάδες των Ελλήνων σταύρωναν τη μπουκιά ψωμιού που έπεφτε στο χώμα και την έτρωγαν δείχνοντας έτσι το σεβασμό τους προς τον άρτο που είναι «επιούσιος». Ήταν η ιερότητα της ματιάς τους που καθαγίαζε τα πάντα, τα υλικά, τους ανθρώπους, το χρόνο και τον τόπο. Η αντίληψη εκείνων αναγνώριζε αυτό που η χριστιανική προσευχή ομολογεί, ότι δηλαδή «…πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον, άνωθεν εστί καταβαίνον….» και παραδεχόταν πως μόνο η θεία οικονομία μπορεί να μας εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζην. Πως οι τροφές δεν υπάρχουν, ούτε και θα υπάρχουν αυτονόητα για πάντα στο τραπέζι μας. Οι άνθρωποι του λαού τις ονόμασαν «αγαθά»! Βέβαια κάθε λαός, κάθε παράδοση και κάθε θρησκεία έχει να επιδείξει παρόμοιες αντιλήψεις. Αν ίσως σήμερα σε ένα βαθμό κάποιους ξενίζουν, είναι γιατί κάθε θεμέλιο αυτού του κόσμου έχει πλέον παρασαλευτεί.
Ήταν ακόμη η ακοίμητη μέριμνα εκείνων των γιαγιάδων για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά, το ξόδεμα ψυχής, η απέραντη αγάπη. Αυτά αποτελούσαν το μυστικό συστατικό, το αξεπέραστο άρτυμα, το ακαταμάχητο «εδώδιμο οικιακό» που έδινε ξεχωριστή γεύση και αξία στα παρασκευάσματά τους! Εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Οι γυναίκες αυτές ήταν συνηθέστατα συμπαραγωγοί της τροφής της οικογένειας, είτε καλλιεργώντας ένα περιβολάκι, δυο τρεις κληματαριές και λίγες ρίζες ελιές είτε ακόμα εκτρέφοντας κάποιες κότες, μια κατσικούλα. Με τις ιδιοπαραγόμενες πρώτες ύλες γέμιζαν τα κελάρια του σπιτιού με τραχανάδες, λάδια, τουρσιά, τυροκομικά και χίλια δυο άλλα είδη, εξασφαλίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την διατροφική αυτάρκεια της οικογένειας. Φυσικά η γευστική υπεροχή και διατροφική υπεραξία των ιδιοπαραγόμενων τροφίμων δεν χρειάζεται καν να υπογραμμιστεί. Ήταν, είναι και θα είναι αξεπέραστη!
Τελειώνοντας ένα γεύμα, δεν έπρεπε να μείνει περίσσευμα φαγητού στο πιάτο κι αν έμενε δεν έπρεπε να πεταχτεί. Οι καιροί εκείνοι ήταν καιροί της φτώχειας και της ανάγκης. Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ό,τι είχαν, το σπίτι να προκόψει, το βιος να πληθύνει. Ήταν και ο σεβασμός βαθύς για όσα η γη με την καρποφορία της δώριζε στη ζωή. Έτσι ευρηματικές και ακάματες αξιοποιούσαν με περισσή τέχνη το κάθε τι! Αυτά δίδαξαν και σε μας να κάνουμε, άλλο τώρα αν δώσαμε ή όχι τη δέουσα σημασία στην πολύτιμη αυτή γνώση. Είναι προφανές πως χάος χωρίζει τους κόσμους που διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε πως καμιά φορά οι καιροί επιστρέφουν και κάποτε αιφνίδια!
Χωρίς αυτή την ταπεινότητα, το σεβασμό προς τις πηγές της ζωής και την ευγνωμοσύνη για τις δωρεές που δεχόμαστε, τα αγαθά γίνονται απλά είδη του σούπερ μάρκετ μετρήσιμα με το κομμάτι και με το ζύγι και το τραπέζι των ανθρώπων μια ταΐστρα. Καμιά τεχνική δεν τα σώζει από την μετάλλαξή τους σε πλαστικά και αγοραία. Κανενός είδους ενδοιασμός δεν θα μας εμποδίσει να πετάξουμε ελαφρά τη καρδία στα σκουπίδια το χθεσινό πανιασμένο ψωμί, τα σκεβρωμένα υπολείμματα πίτσας, τις αξιοθρήνητες χθεσινές τηγανητές πατάτες, που περίσσεψαν έχοντας συνοδέψει τα ψητά που παραγγείλαμε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κανένα φάντασμα γιαγιάς δε θα μπορέσει να ξανακάνει χρυσό το Μίδα.
Όταν λοιπόν καταπιανόμαστε με αυτό το ιερό κεφάλαιο στο οποίο έχει κατατεθεί και περιέχεται η ψυχή και η σοφία ζωής εκείνων των γιαγιάδων, χωρίς να έχουμε προηγουμένως αποκαθάρει την ψυχή και τη ματιά μας, δε δημιουργούμε και δεν αναβιώνουμε κανένα σεπτό κεφάλαιο ζωής. Αντίθετα το ισοπεδώνουμε μετερχόμενοι ευτελή μέσα, επικαλούμενοι όμως την υποτιθέμενη εγκυρότητα μιας προσέγγισης πέρα για πέρα ασεβούς και σφαλερής, όσων εκείνες οι γιαγιάδες δημιούργησαν από μεράκι, καθαρότητα προθέσεων και ένα απέραντο αίσθημα αγάπης και ευθύνης. Αυτό, όμως, από ένα σημείο και πέρα ισοδυναμεί με ασέλγεια.
Έχει όμως σημασία να αντιληφθούμε πως το έργο που επιτελέστηκε από αυτές τις γυναίκες μέσα στις κουζίνες τους, δεν περιορίστηκε μόνο στο γαστρονομικό, αλλά ταυτόχρονα και κυρίως σε τόσα άλλα εξαιρετικής σπουδαιότητας και άρρηκτα συναρτώμενα πεδία, στο κοινωνικό για παράδειγμα, στο πολιτιστικό και πολιτικό, στο οικονομικό και καταναλωτικό, ηθικό και θεολογικό, ιστορικό και λαογραφικό, βιολογικό και διατροφικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό, παραγωγικό και δημιουργικό – σε επίπεδο αισθημάτων κυρίαρχα και πρώτιστα Όλα αυτά τα πεδία εύκολα τα διακρίνει κανείς στο τραπέζι τους. Παράλληλα, επάλληλα, υπάλληλα, το ένα μέσα στο άλλο, σε κάθε είδους παράταξη και συνύπαρξη είναι ορατά και αναγνωρίσιμα από τον κάθε υποψιασμένο παρατηρητή.
Ήταν επίσης οι μνήμες μιας οικογενειακής και κοινωνικής ζωής που επέτρεπε σε έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων να βρίσκονται γύρω από ένα τραπέζι, να συντρώγουν, να συμποσιάζονται να ευωχούνται, να συζητούν κι ακόμα να διασκεδάζουν και να χαίρονται. Ήταν όλο το φάσμα ζωής συγκεντρωμένο εκεί, η εκτεταμένη οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, φιλοξενούμενοι, ίσως και περαστικοί, ακόμη και άγνωστοι. Κανένα ηλικιακό φάσμα δεν υφίστατο αποκλεισμό, ήταν όλοι μαζί και το κυριότερο υπήρχε κοινή γλώσσα συνεννόησης ανάμεσα σε όλα τα ηλικιακά κλιμάκια, που σήμερα αποτελούν στεγανά.
Αν αντιμετωπίζαμε με το σεβασμό και με την προσοχή που τους αξίζει αυτούς τους τόσο σεμνούς και ταπεινούς παραδοσιακούς ανθρώπους, θα μπορούσαν να μάς μεταδώσουν μέσα από τις κατσαρόλες τους και τους μακρινούς πια ξυλόφουρνους ένα άρωμα ζωής, μια αίσθηση πληρότητας και επάρκειας, το δικό τους σοφά δομημένο και ιεραρχημένο σύμπαν. Τότε κι εμείς θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τον πλούτο του δικού τους σύμπαντος, ρίχνοντας μια και μόνο ματιά στο φτωχικό τους, έστω, τραπέζι. Μπορούμε στ’ αλήθεια να αντιληφθούμε τι γεύση θα είχε ακόμα και το σκέτο ψωμί στο χέρι ενός τέτοιου ανθρώπου, ή μήπως πιστεύουμε πως η γεύση είναι αυθύπαρκτη ποιότητα; Κρύβει συστατικά και μυστικά αδιανόητα για το ανύποπτο πλήθος των αναλισκόντων εαυτούς σε επίπεδο ρηχών προσεγγίσεων και σχολίων. Μάλιστα, αν σταθούμε προσεκτικά σε κάθε μια από τις παραμέτρους μιας απόλαυσης τραπεζιού που κάποτε αξιωθήκαμε, μπορεί η γεύση από μόνη της να μην αποδειχθεί πρωταγωνιστής!
Εκείνες οι σεβάσμιες γιαγιάδες αποτελούν υπόδειγμα συμπεριφοράς προκειμένου να αντεπεξέλθουμε σε πολλές από τις πιεστικές ανάγκες και τα προβλήματα του παρόντος. Είναι άδικο, ενώ παραμένουν εξορισμένες από τα σπίτια και την αντίληψή μας, να τις επικαλούμαστε μόνο ως γενική κτητική φαγητών και γεύσεων και αναφορά στα τετράδιά τους με τις συνταγές. Διότι μόνο με αυτά και με ευσεβείς πόθους το εγχείρημα δεν πρόκειται να πετύχει κι ας λέμε εμείς. Το μαγικό συστατικό θα του λείπει!
κοινός τ[ρ]όπος, τ. 3
Published by