του Φώτη Κόντογλου
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἕνα γένος ποὺ ὅτι κι ἂν φτιάξουμε ἔχει μέσα του αἷμα καὶ βάθος, ἔχει πόνο. Σὰν τὸ ρημοδέντρι ποὺ τὸ δέρνουνε ὅλοι οἱ ἀνέμοι καὶ κεῖνο ἀγαντάρει καὶ θρέφει ἡ ρίζα του καὶ παγαίνει βαθειὰ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς γῆς σκίζοντας τὸ βράχο, ἔτσι μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ κ᾿ ἡ φυλὴ ἡ δική μας. Κ᾿ ἡ φτώχειά μας ἔκανε νὰ ζοῦμε ἁπλὴ ζωή, μὲ λίγα πράγματα, καὶ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ξεμακρύνουμε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ βυζαίνουμε ὁλοένα ἀπὸ τὴ καθαρὴ βρυσούλα, ποὺ θρέφει τὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὸ συντέλεσε καὶ τὸ καλὸ ἀγέρι πούχει ἡ πατρίδα μας κ᾿ ἡ ἡμεράδα πούχουνε τὰ βουνά της, ὥστε νὰ μᾶς φαίνεται σὰν μάνα πονετικιᾶ, ποὺ μᾶς βαστᾶ ὁλοένα στὴν ἀγκαλιά της.
Στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀγράμματοι καὶ ζούσανε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀφοῦ πολλοὶ εἴχανε γιὰ σπίτια τὰ σπήλαια καὶ τὰ στρουγγολίθια. Πολιτεῖες δὲν εἴχανε ὁλότελα, εἴχανε μονάχα κάτι μικρὰ χωριά, τὰ πιὸ πολλά με πέντε δέκα σπίτια. Καὶ μὴ πεῖ κανένας πὼς δὲν τὸ παραδέχεται, γιατὶ στοὺς τέτοιους ἁπλοὺς καὶ φυσικοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἁπλὸς σὰν τὸ μωρό, ἂς ἔχει καὶ γινάτι καὶ σκληρότητα, ἂς εἶναι καὶ φονιὰς ἀκόμα.
Αὐτοὶ ὅλοι οἱ βουνίσιοι, οἱ τσοπαναρέοι, κάνανε τὰ πιὸ καλὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες καὶ ζωγράφισαν ρημοκκλήσια κι᾿ ὅλα ὅσα κάνανε εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινὰ καὶ τὰ πιὸ ἁγνά. Καὶ τὰ ἀξιωθήκανε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἴχανε, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ βλέπουνε θολὰ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν στομώσανε τὰ μέσα τοὺς μὲ ἀφύσικα καὶ πολύπλοκα πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε αὐτοὶ οἱ βουνίσιοι, βλέπουμε κάποια ἀλήθεια καὶ μία ἐντέλεια ποὺ δὲν φτάνουνε ποτὲ οἱ σπουδασμένοι ποιητάδες μὲ τὰ πολύπλοκα ἐργαλεῖα τους. Γιατὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι εἶναι τὰ ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς φύσης.
Θαρρεῖς πὼς καὶ τὰ πρόβατα κι᾿ οἱ πέρδικες καὶ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἄλλα φυσικὰ πλάσματα, πὼς καὶ κεῖνα θὰ ταιριάζανε τέτοια τραγούδια, σὰν κι᾿ αὐτὰ ποὺ κάνανε τοῦτοι οἱ ἀνθρῶποι, ἂν εἴχανε λαλιά. Μηδὲ πέννα πιάσανε στὰ χέρια τους, μηδὲ χαρτί, μηδὲ μελάνι. Ἀπὸ τὴ καρδιὰ τοὺς ἀνέβηκε στὸ στόμα κι᾿ ἀπὸ τὸ στόμα βγῆκε ὅπως λαλεῖ τὸ πουλὶ κι᾿ ὕστερα μαθεύτηκε καὶ τόπανε οἱ κοῦκοι στὰ βουνά, κ᾿ οἱ πέρδικες στὰ πλάγια. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀπόμεινε καὶ τραγουδιέται γενεὲς γενεῶν. Τί ὄμορφο καὶ θαυμαστὸ πράγμα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν πλασμάτων.
Σὰν ἐκφυλίστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν φυσικό του δρόμο καὶ γίνηκε γραφιάς, σὰν κι᾿ ἐμᾶς κι᾿ ἄρχισε νὰ κάνει πράγματα φτιασιδωμένα, χωρὶς ἐκείνη τὴ δροσιὰ καὶ τὴν ἁγνὴ εὐωδία.
Πρὶν ἑκατὸ διακόσια χρόνια, ἡ οἰκουμένη εἶχε πολλὰ σχολειὰ σὲ κάθε χώρα καὶ σπουδάζανε οἱ ἄνθρωποι. Μονάχα ἡ Ἑλλάδα ἀπόμεινε ἀγράμματη, περιζωσμένη ἀπὸ ἔθνη ποὺ εἴχανε χάσει τὴν παρθενική τους ἁπλότητα. Θάρειε κανένας πὼς ἤτανε μαντρωμένη μ᾿ ἕνα φράχτη, γιὰ νὰ μὴ μποῦνε μέσα στὸν παράδεισο τῆς τὰ πονηρὰ δαιμόνια. Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ ζούσανε σὰν νάτανε χίλια χρόνια πίσω, στὸ καιρὸ τοῦ Μεγαλέξαντρου καὶ στοῦ Χριστοῦ τὰ χρόνια. Καὶ μολαταύτα, ἐδῶ πέρα, στὰ βουνὰ καὶ στὶς κλεισοῦρες ποὺ ζούσανε ἄνθρωποι μισοάγριοι, ἄνθιζε ἀκατάλυτο τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα καὶ λαλοῦσε ὁλοένα ἡ βρύση ποῦχε πιεῖ ὁ Ὅμηρος κι᾿ ὁ Ἡσίοδος καὶ τόσοι ἄλλοι. Δίχως χαρτὶ καὶ δίχως μελάνι τραγουδιόντανε ὅσα τραγουδιοῦνται, τὸ πῶς ἔρχεται στὸ κόσμο ὁ ἄνθρωπος, τὸ πῶς ἀγαπᾶ, τὸ πῶς πεθαίνει.
Σὲ ἀπορία βρίσκεται κανένας, τί νὰ πρωτοπεῖ γι᾿ αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, πῶς νὰ τὰ παινέψει καὶ πῶς νὰ τὰ περιεργαστεῖ γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄλλο νὰ τὰ νοιώσει. Μὰ ὅποιος τὰ νιώθει τὰ νιώθει, δὲν φελὰ κανένας ξηγάτορας. Εἶναι σὰν τὸν ἥλιο, σὰν τὸ φεγγάρι, σὰν τ᾿ ἀστέρια, σὰν τὴ χαρὰ τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἥλιο στὸ τόπο του, σὰν τὰ νιώθει αὐτὰ τὰ τραγούδια θὰ δεῖ τὸν ἥλιο καὶ θὰ ζεσταθεῖ, ὅποιος δὲν ἔχει ἐλπίδα, μ᾿ αὐτὰ θὰ παρηγορηθεῖ, ὅποιος δὲν βρίσκει μπάλσαμο στὸ πόνο του, θὰ γλυκαθεῖ, ὅποιος δὲν δροσίστηκε μὲ τὰ μεγάλα ποτάμια ποὺ σηκώνουνε ἀντάρες, θὰ δροσιστεῖ ἀπὸ τὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει καὶ τραγουδᾶ κρυμμένη στὴ πλαγιά, ὅποιος δὲν ἐρωτεύτηκε θὰ ἐρωτευτεῖ.
Μὰ πρωτύτερα πρέπει νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω τοῦ τὴ κακὴ συνήθεια νὰ θέλει νὰ βρεῖ συννεφιασμένες φιλοσοφίες καὶ νὰ χωθεῖ στὸ σκοτάδι τους, στὸ λαβύρινθο ποὺ θαρρεῖ πὼς θὰ τὸν βγάλει στὸ φῶς. Τὸ φῶς εἶναι μπροστά του, ἁπλό, ἀληθινό. Ἐδῶ δὲν ἔχει πολλὰ λόγια, λίγα καὶ καλά. Μὲ πέντε δέκα λιθάρια χτίζεις ἕνα πύργο, μὲ δυὸ τρία πουρνάρια κάνεις ἕνα δάσος, μὲ τρία λουλούδια μοσκοβολᾶ ὁ τόπος. Πέντε ἕξη ἄνθρωποι ποὺ κουβεντιάζουνε, ἕνα λημέρι ταμπουρωμένο μὲ ξερολιθιά, δυὸ πουλιὰ ποὺ πετᾶνε ἀπὸ πάνω, ἕνα μνημούρι ποὺ ‘ναὶ κοντὰ σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι καὶ κάτι γίδια ποὺ βοσκᾶνε, αὐτὰ φτάνουνε γιὰ νὰ νιώσεις ὅλη τη πλάση, γιατὶ ὁ οὐρανὸς κ᾿ ἡ γῆ εἶναι παρών.
Δὲν μιλᾶνε μόνο οἱ ἄνθρωποι, μιλᾶνε καὶ τ᾿ ἅρματά τους, τὰ τσαπράζα, τὰ βουνά, οἱ πέρδικες, τὰ ἔλατα, ὁ πεθαμένος στὸ κυβούρι του, ὅλος ὁ κάτω κόσμος, οἱ ἅγιοι, τὰ νέφελα. Ἀκόμα κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ δὲν μιλᾶνε καταλαβαίνεις πὼς εἶναι παρών. Καὶ τὰ τωρινὰ καὶ τὰ περασμένα, καὶ τὰ μακρινὰ καὶ τὰ κοντινά. Ἕνα πράγμα θαυμαστό, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ ψάξεις καὶ νὰ τὸ βρεῖς ἀπὸ ποὺ γίνεται. Ἄκου τοῦτα τὰ πέντε λόγια:
Τοῦ ἀντρειωμένου τ᾿ ἄρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιοῦνται
μόν᾿ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
κι᾿ ἐκεῖ νὰ λειτουργοῦνται.
Πρέπει νὰ κρέμουνται ψηλὰ
σὲ πύργο ἀραχνιασμένο
ἡ σκουργιὰ νὰ τρώγει τ᾿ ἄρματα
κ᾿ ἡ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
Εἶδες τί λιγολογία καὶ τί κάστρο ἀκατάλυτο. Καὶ τέτοιο μυστήριο.
Κοιμᾶται ὁ γήλιος κ᾿ ἡ αὐγή, κοιμᾶται τὸ φεγγάρι
κοιμᾶται τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ μαργαριτάρι………….
Ἐγὼ μάνα μ᾿ κολάστηκα καὶ πάω κολασμένος
γιατὶ ἔκανα τὸν πόλεμο ἀντάμα μὲ τοὺς κλέφτες
κι᾿ οὖλοι τὰ δέναν τ᾿ ἄλογά σε ριζιμιὸ λιθάρι
κ᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τ᾿ ἔδεσα σὲ μαυρομάτας μνῆμα.
Μπορεῖ νὰ πιστέψει ἄνθρωπος πὼς ἡ φυλή μας ποὺ τραγουδοῦσε μὲ τέτοια λόγια, κατάντησε σὲ τόση ξεπεσούρα, ποὺ νὰ τραγουδᾶ αὐτὰ τὰ σαρακοστιανὰ κρυόμπλαστρα ποὺ τραγουδᾶ σήμερα; Πᾶνε, χάνονται ὅλα τὰ καλά μας. Ἀκόμα καὶ τὰ γλυκὰ τὰ ναναρίσματα ποὺ λέγανε οἱ μανάδες στὰ μωρὰ καὶ κεῖνα σβύνουνε. «Ἀπέσβετο λᾶλον ὕδωρ».
Από το περ. Ἑλληνικὴ Δημιουργία.
Published by