Ενα χωριό στό πουθενά, πού μΑς χαλΑ τή μέρα…

του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου

Τώρα ὅσοι μιλούσανε, μιλοῦν πιό φωναχτά. Κι ἡ δυσοσμία ἐφορμᾶ πιό ἔντονη ἀπό τό στόμα τους…

Ζῶσαν ἀσκέρια τό χωριό, μέ ὅπλα, μέ κάμερες, μέ μικρόφωνα. Συναγωνίζονται ποιά ἀπό αὐτά σκοτώνουν ἀποτελεσματικότερα καί πιό καθαρά.

Τώρα κατάλαβαν πώς δέν φτάνει νά εἶσαι νεκρός. Θά ‘ταν καλύτερο νά μήν ὑπάρχεις. Νά μήν ὑπάρχει τό πρόσωπό σου… Μά αὐτό, πού τό ‘χτισες λόγο τόν λόγο, σημαία τήν σημαία, πεῖσμα τό πεῖσμα, πόλη τήν πόλη, βουνό τό βουνό, δέν προλαβαίνουν νά τό μαζέψουν ἀπό τόσους τόπους, προτοῦ σε θάψουνε.

Κι ὅσο φρουροῦν τό σῶμα σου καλά φυλακισμένο, ἐσύ δέν ἡσυχάζεις πανάθεμά σε… Στοιχειώνεις τις μέρες τους καί τις μέρες μας. Ἔρχεσαι καί τρυπώνεις στά σπίτια μας. Φωνάζεις μέσα ἀπ’ τό βουβό κλάμα τῆς μάνας σου. Τριγυρνᾶς στίς πόλεις μέ τούς δικέφαλους τοῦ ’14. Μᾶς χαιρετᾶς μέσα ἀπό τήν τελευταία γαλανόλευκη πού ζωγράφισες, μέ τ’ ὄνομα τοῦ χωριοῦ σου ἀπό πάνω: ΒΟΥΛΙΑΡΑΤΕΣ…

Ποῦ σκατά εἶναι αὐτό τό κωλοχώρι; Τί θέλουν τοῦτοι οἱ τρελοί καί μᾶς χαλοῦν τή μέρα; Δέν μᾶς ἀφήνουν νά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς δουλειές μας. Τά 50 εὐρώ πού παζαρεύουμε γιά τίς συντάξεις μας. Τό ἐπιδοματάκι, πού μᾶς τρέχουν τά σάλια ἐδῶ καί μῆνες, νά πέσει νά το φᾶμε;

Τούς δώσαμε ταυτότητα νά ζοῦν σε μία εὐρωπαϊκή χώρα. Ἐργαζόμαστε γιά νά μποροῦμε νά ‘χουμε ἕνα πρόσωπο στίς ἀγορές, νά μποροῦν νά γίνουν τα παιδιά τους καλοί δανειολῆπτες. Νά γίνουν σερβιτόροι στά καλύτερα ξενοδοχεῖα, ἐργάτες στά ἐργοστάσια τῶν μεγαλύτερων πολυεθνικῶν. Νά μποροῦν νά πάρουν ἁμάξι μέ ἄτοκο γιά δέκα χρόνια. Τηλεόραση πλάσμα 40 ἰντσῶν. Ψυγειοκαταψύχτες πού βγάζουν μόνοι τους παγάκια, μέ οἰκολογική ἐνεργειακή κλάση Α++. Καφετιέρα μέ κάψουλες σάν τοῦ Τζώρτζ Κλούνεϊ. Ποιά ἄλλη λευτεριά μπορεῖ νά ζητάει σήμερα ἕνας νορμάλ ἄνθρωπος, ἐκτός ἀπό το free Wi Fi;

Τώρα Κωνσταντῖνε, μπορεῖ νά νίκησες… Μάθαμε ὅλοι πώς ὑπάρχετε, ἀπροσάρμοστοι στή λήθη πού τόσα χρόνια στρώναμε μεθοδικά καί νοικοκυρεμένα. Μά αὔριο θά πάρουμε τό αἷμα μας πίσω. Θά φροντίσουμε τα παιδιά σας, νά μήν μείνουν μέ τήν πλάνη πώς ἡ εἰρήνη προϋποθέτει ἀξιοπρέπεια. Πώς ἡ παράδοση τοῦ Πολιτισμοῦ τους, εἶναι τό ἴδιο τους τό Εἶναι τρίσβαθο. Πώς ἡ σημαία τοῦ λαοῦ τους, δέν εἶναι ἁπλά ἕνα πανί… Ἐσεῖς ξεφύγατε, γιατί μείνατε ἔξω ἀπό τα σύνορα του κράτους μας. Μά τώρα πού σᾶς βάλαμε στόν μύλο, θά ἀλεστεῖτε κι ἐσεῖς γιά τά καλά. Θά ξεχάσετε τήν πίστη σας, τήν παράδοσή σας, τήν λαλιά σας, τήν ταυτότητά σας. Ὅλα αὐτά πού εἶναι ἄχρηστα γιά τήν ἐποχή μας καί τά προστάγματά της. Θά γίνετε σάν ἐμᾶς. Άρριζοι, ἄχρωμοι, ἀποστειρωμένοι, νομοταγεῖς καί ἀκίνδυνοι. Καί δέν θά μᾶς χαλᾶτε τή μέρα.

Published by

Γιάννης Παναγιωτακόπουλος