ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΦΑ στον Κωνσταντίνο Μπλάθρα
Ο Κώστας Μπαλάφας, γεννημένος στην Ήπειρο και ξενιτεμένος από παιδί, έχει περπατήσει σχεδόν όλη την Ελλάδα τραβώντας φωτογραφίες. Τα όπλα της παράδοσης από το ένα χέρι και η φωτογραφική μηχανή στο άλλο τον έκαναν ποιητή, έναν ποιητή των απλών ανθρώπων του λαού, που τους συνάντησε στα βουνά, στα χωριά, στις πόλεις, στις στάνες, στα μοναστήρια, στα εργαστήρια, στα πορνεία. Μίλησε μαζί τους καραδοκώντας τη στιγμή που θα εκφράσουν στα πρόσωπά τους όλη τους τη ζωή, καταγράφωντας ακόμα και τη φωνή τους, τα τραγούδια τους, σ’ ένα μαγνητόφωνο Ούχερ 4000, όπως μάς είπε, γυρίζοντας επίσης μικρές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη.
Απόχτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή από το πάθος του να καταγράφει τα βάσανα που κάθε μέρα ο ίδιος περνούσε στην ξενιτειά της Αθήνας. Λάτρης της παράδοσης και του λαϊκού πολιτισμού, μάς μίλησε κι ο ίδιος σαν το ταξιδιάρικο εκείνο πουλί που ξέρει ακριβώς τον τόπο που θα βρεθεί την κάθε εποχή. Έζησε άλλωστε από κοντά τις μετακινήσεις των νομάδων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου αλλά και τους Τσιγγάνους, τους Πομάκους, τους ασκητές και όλους τους λαϊκούς αγωνιστές της ζωής, της ιστορίας και του πολιτισμού που «οι φραγκοδάσκαλοι» δεν «σημασιολόγησαν όσο έπρεπε». Συνάδελφοί του φωτογράφοι τον είπαν κομπλεξικό, άνθρωπο που φωτογραφίζει την αθλιότητα. Αυτός όμως στον καθημερινό πόνο των ανθρώπων έβλεπε πάντοτε τα άγια των αγίων. Περασμένα ενενήντα σήμερα, ο Κώστα Μπαλάφας είναι κι ο ίδιος ένα κομμάτι αυτού που αγάπησε και υπηρέτησε σ’ όλη του τη ζωή, ένα κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού. Η συζήτηση μαζί του μοιάζει μ’ ένα θρηνητικό συναξάρι γι’ αυτούς που έφυγαν και για την παράδοση που «αποκτήθηκε με αγώνες και με αίμα» και που σήμερα χάνεται.
…Συνήθως εγώ έκανα ασπρόμαυρη φωτογραφία και είναι ορισμένα πράγματα, όπως είναι τα κοστούμια, οι χοροί, όλα αυτά τα πράγματα, για νάχουν μια πληρότητα στην εμφάνιση χρειάζεται και το χρώμα.
Ένα προσφιλές θέμα ήταν οι μετακινήσεις των τσοπάνων από τα χειμαδιά στα βουνά ή από τα βουνά στα χειμαδιά. Είναι μια ολόκληρη πολιτεία. Κινείται με τα πόδια από την Πίνδο στα χειμωνιάτικα λιβάδεια. Με τα πόδια κάναν κάπου μια βδομάδα για να φτάσουν…
Κάνατε κι εσείς την ίδια πορεία με τα πόδια;
Ε, βέβαια. Και μ έπιανε και η βροχή. Βλέπετε στη φωτογραφία; (δείχνει μια φωτογραφία στον τοίχο) Τρέχει το νερό απ’ τη μύτη.
Είναι δύσκολη η δουλειά του φωτογράφου.
Όλες οι δουλειές δύσκολες είναι κι εύκολες. Βάζεις το μαγνητόφωνο και παίρνεις αυτό που θέλεις: χρώμα, ένταση και κυρίως τη συγκίνηση που μεταφέρει αυτό που λες. Είναι απαραίτητο να μεταφέρει αυτούσια τη συγκίνηση. Η συγκίνηση είναι το κυριότερο στοιχείο στην τέχνη. Χωρίς συγκίνηση δεν υπάρχει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Η φωτογραφία όμως καταγράφει μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο.
Αυτό είναι η ευκολία και η δυσκολία. Σ’ αυτό το δευτερόλεπτο πρέπει να πάρεις τα βιώματα αυτού του ανθρώπου. Παίρνεις ένα πρόσωπο και το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή που απάνω της εκτυλίσσονται όλα τα συναισθήματα, η χαρά, η λύπη, ο ενθουσιασμός. Καραδοκείς να πάρεις τη στιγμή που θέλεις, που είναι εκφραστική γι’ αυτό το δευτερόλεπτο που θα γίνει η λήψη. Γιατί στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου είναι σκαμμένη η ζωή του. Αν είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων ή άνθρωπος του μόχθου, ένας αγρότης, ένας κτηνοτρόφος που τον δέρνουν οι καιροί, όλα αυτά θα πρέπει να τα συζητήσεις μαζί του, να σου πει τα εσωτερικά του βιώματα.
Οι άνθρωποι είναι εύκολοι στην φωτογράφιση;
Κοιτάξτε, εδώ είναι το περίεργο. Οι άνθρωποι που στέκονται να φωτογραφηθούν μοιάζουν μ’ αυτούς που τους παν’ για προξενειά. Πώς θέλουν να είναι και πώς ακριβώς βγαίνουν στη φωτογραφία. «Είμαι καλός;».
Εσείς όταν βάζετε την φωτογραφική μηχανή απέναντι σε έναν άνθρωπο δημιουργείτε μια οικειότητα, είναι σαν να τον ξέρετε;
Προπαντώς αυτό. Πρώτα προσεγγίζω τον άνθρωπο χωρίς την μηχανή. Συζητώ μαζί του και τον φέρνω στη συζήτηση να μου πει τα προσωπικά του βιώματα ή το δικό του μεράκι, τη χαρά ή τη λύπη, τις δυσκολίες που συναντά στη ζωή. Όλα αυτά τα πράγματα φαίνονται στο πρόσωπό του και καραδοκώ τη στιγμή που έχει ακριβώς την έκφραση που θέλω. Χρησιμοποιώ μια φωτογραφική μηχανή παλιού τύπου τη Rolleiflex με το μεγάλο φιλμ γιατί έχει μια ευκολία, την έχεις στο πλάι, βλέπεις από πάνω, είναι διοπτική, βλέπεις αυτό που θέλεις, και ενώ μιλάς, ρίχνεις και μια ματιά που βρίσκεσαι, και το πιάνεις ακριβώς. Αυτό είναι το μυστικό: το να πιάσεις ακριβώς τη στιγμή που εκφράζεται ψυχικά ο άνθρωπος αυτός. Ποιά είναι τα προβλήματά του, ποια είναι η ζωή του…
Εσείς κοιτάζετε παλιές φωτογραφίες για να θυμηθείτε;
Βέβαια, ξαναζώ τα πράγματα. Στο τελευταίο βιβλίο, Η χώρα μου, εκεί υπάρχουν τέτοιες στιγμές.
Είπατε ότι ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Η φωτογραφία φέρνει στο μυαλό τα πράγματα;
Ναι, αλλά δεν σε βοηθάει ο χρόνος να αποτυπώσεις αυτό που ακριβώς θέλεις. Πλεονέκτημα της φωτογραφίας: οι φωτογραφίες μένουν νέες. Καταγράφουν με τον αμείλικτο ρεαλισμό του φωτογραφικού φακού το αδυσώπητο γίγνεσθαι. Και μένει αυτό εις τους αιώνες, είναι πράγματα που χάνονται είναι πράγματα που χάθηκαν. Ξέρετε, είναι ορισμένα πράγματα που χάνονται, στοιχεία κυρίως του λαϊκού μας πολιτισμού που εμείς σήμερα χαιρόμαστε, αλλά για ν’ αποκτηθούν αυτές οι αξίες χρειάστηκαν κόπος, μόχθος, αίμα και δάκρυα αλλά προπαντός αίμα πολύ από τους προγόνους μας για να τ’ αποχτήσουμε.
Μιλούμε σήμερα για παράδοση. Παράδοση δεν είναι μια κούφια λέξη στο στόμα των φραγκοδασκάλων. Παράδοση είναι το καταστάλαγμα γνώσης και σοφίας του λαού μας που τα απόχτησε στο πέρασμα του χρόνου. Οι σταθμοί της ιστορίας που θεμέλιωσαν αξίες και γεφύρωσαν πολιτισμούς. Οι φραγκοδάσκαλοι της πολιτιστικής μας κουλτούρας δεν τη σημασιολόγησαν όσο έπρεπε αυτή τη λαϊκή τέχνη, λέγοντας ότι ο λαός είναι αγράμματος και δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί. Δεν μπορούν να καταλάβουν και διαστρεβλώνουν τις έννοιες και τα θέματα. Το γεγονός και μόνο ότι σ’ όλα τα πανεπιστημία του κόσμου ιδρύθηκε μια έδρα που λέγεται λαογραφία και μελετά τον λαϊκό πολιτισμό μάς δείχνει πως ο λαός έχει αισθητήριο, ξέρει να εκφράζεται. Η ομορφιά είναι μια έμφυτη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής και λειτουργεί σαν μια ακόμα απ’ τις αισθήσεις μας. Γιατί η λαϊκή τέχνη και ο λαϊκός πολιτισμός τον αφήσαμε και καταστράφηκε και ορφάνεψε η γενιά σας απο την παράδοση. Δεν πάμε να αναβιώσουμε την παράδοση. Δεν γυρίζουν πίσω οι καιροί, όλες οι κοινωνίες έχουν πάρει το δρόμο τους…
Ο λαός έκανε πράγματα να διασκεδάσει τις λιγοστές χαρές και τη περισσή πίκρα, πεντακόσια χρόνια υπόδουλος, το ’21 και η Αντίσταση του ’40-’45 είναι απ’ τις κορυφαίες στιγμές του έθνους κι έχουν τόσες ομοιότητες. Είναι έργο του λαού, γιατί ο λαός μας με την υποδούλωση στην Τουρκία για 500 χρόνια, την πιο σκοτεινή δουλεία, έμεινε ορφανεμένος απο ηγέτες. Οι σοφοί και λόγιοι του έθνους πήραν τους φιλοσοφικούς θησαυρούς των προγόνων και πήγαν στα ξένα ευρωπαϊκά κέντρα και δίδαξαν τον Ουμανισμό. Η Αναγέννηση είναι έργο αυτών των Ελληνών της διασποράς. Ο λαός μας μη έχοντας Ικτίνους και Καλλικράτες να χτίσει Παρθενώνες, έκανε τη λαϊκή τέχνη για να εκφράζεται και να ομορφαίνει τον χώρο που ζει και εργάζεται.
Δεν πάμε, είπαμε, να αναβιώσουμε την παράδοση, αλλά έχουμε καθήκον και υποχρέωση να τη συγκεντρώσουμε σε μουσεία έστω, πρέπει να τη διαφυλάξουμε σαν κάτι ιερό, σαν τα άγια των αγίων, να σχηματίσουμε μια εθνική παρακαταθήκη αξιών ώστε κάθε φορά που οι γενιές μας χάνουν το δρόμο τους να αντλούν απο το θησαυρό της στοιχεία γνήσια και άφθαρτα. Η παράδοση είναι δέντρο ζωής με βαθιές ρίζες και καθιερωμένες αξίες.
Οι απλοί άνθρωποι μπορεί νά ’ναι αγράμματοι, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και ακαλλιέργητοι, έτσι;
Ακριβώς. Παρατηρούσα μια μέρα ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο L’ histoire de la peinture, γαλλικό. Και εκεί δεν έχει κανέναν άλλο, έχει τον πάτερ Διονύσιο απ’ τη Φουρνά και τον Θεόφιλο απ’ τη Μυτιλήνη.
Γεννηθήκατε στην Ήπειρο;
Ναι. Στην Ήπειρο, στα Τζουμέρκα.
Τι θυμάστε σαν παιδάκι από το χωριό;
Γενικά είναι μυστήριο αλλά είναι έτσι. Οι άνθρωποι όταν γερνούν ζουν με τις αναμνήσεις τους…
Δεν έζησα πολύ στη Ήπειρο. 10 χρονών, λόγοι βιοποριστικοί με ανάγκασαν να ’ρθώ στην Αθήνα για να δουλέψω υπάλληλος σε μαγαζιά.
Και με τη φωτογραφία πως μπλεχτήκατε;
Εντελώς τυχαία. Ήθελα πάντοτε να αποτυπώνω τα βιώματά μου, είχα γράψει ένα σημείωμα και μέσα σ’ αυτό έγραφα και τις δυσκολίες που συναντούσα σαν υπάλληλος και τις καρπαζιές που έτρωγα. Το είδε τ’ αφεντικο μου μια φορά και μου τό ’σκισε. Και μού ’μεινε μεράκι ότι δε θα έχω κάποιο τεκμήριο τι δυσκολίες συνάντησα… Ότι από τα Τζουμέρκα κατέβηκα στην Άρτα κι εκεί στην Άρτα είδα τον πολιτισμό, φώτα να μην τα σβήνει η βρχή και ο αέρας και αυτοκίνητα να κινούνται χωρίς άλογα.
Στο αφεντικό μου ήρθανε κάτι ομογενείς, συγγενείς του απ’ την Αμερική, τους περιποιήθηκε και τους πήγε στα διάφορα αξιθέατα, να τους δείξει αρχαιότητες κ.λπ. Σκεφτήκανε ότι εκεί που θα πάνε σαν παρέα να βγάλουν και μια φωτογραφία αναμνηστική. Ήταν τότε η Kodak Brown, της σειράς, 250 δραχμές, έκανε πολύ φτηνά. Μάλιστα κυριαρχούσε το σλόγκαν «εσείς πατάτε το κουμπί, εμείς κάνουμε τα υπόλοιπα». Έδινες τη μηχανή και σου έρχονταν φορτωμένη με φιλμ, την έπαιρνε μετά, τραβηγμένο, τα εμφάνιζε κι έπαιρνες τις φωτογραφίες. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου το απεικονίζει σε εικόνα πραγματική, μαγεύτηκα. Και έλεγα «πότε θα αξιωθώ να αγοράσω ένα τέτοιο εργαλείο;» Και ήρθε ο καιρός. Δούλευα τότε στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και έπαιρνα 300 δρχ τον μήνα, και απ’ αυτά τα λεφτά, μ’ ένα ρολόι, πήρα μια μηχανή και άρχισα να φωτογραφίζω κι εγώ, όπως φωτογράφιζαν όλοι, αξιοθέατα, την Ακρόπολη, το παλιρροϊκό κύμα της θάλασσας, τα contre lumiere κ.λπ. Αλλά ήρθε η Κατοχή και πήρα μέρος στην Αντίσταση. Εκεί είδα τις δυσκολίες και την μεγαλοσύνη αυτού του λαού που δεν λογάριασε κόπο και θάνατο και έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο Το Αντάρτικο στην Ηπείρο.
Όταν βάζετε την φωτογραφική μηχανή απέναντι σε πρόσωπα της ιστορίας όπως ο Βελουχιώτης, ας πούμε, πώς αισθάνεστε εκείνη την ώρα;
Αγνοείς τι είναι. Την ιδέα κοιτάς να μπορέσεις να αποδώσεις. Τον Βελουχιώτη τον πήρα σε μια στιγμή που μιλούσε με τον Δεσποτόπουλο, τον Ακαδημαϊκό, στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλλάς», στα Γιάννενα. Αποτραβήχτηκανε μια στιγμή και εκεί είδα τον Βελουχιώτη να έχει μια έκφραση διαφορετική…
Στοχαστική;
Ναι. Η Αντίσταση, όπως είπα, είναι έργο του ελληνικού λαού και της φιλοπατρίας του. Το να στεκόμαστε σε ορισμένα ονόματα είναι γιατί η μοίρα και η ιστορία τα διάλεξε να υποστούν και τη μαρτυρική θυσία. Βέβαια για να αποδώσει η κίνηση αυτή του λαού χρειάζονταν και ηγέτες να κατευθύνουν τον αγώνα και αυτοί που μπήκαν μπροστάρηδες σ’ αυτό το κίνημα δεν ήταν παιδιά της σειράς, που γεννούν όλες οι μάνες, ήταν λεβέντες με απόφαση και τόλμη που τον φόβο δεν τον ήξεραν ούτε σα λέξη. Δεν ήξεραν τι θα πει φόβος.
Ο Ξανθάκης έβγαλε την Ιστορία της φωτογραφίας και κάπου έχει μια φωτογραφία μου την ώρα που πήρε τη σφαίρα ο αντάρτης και πέφτει. Εκείνη τη στιγμή ήμασταν πίσω από έναν τοίχο και ήταν και ο διοικητής που μελετούσε το χάρτη κι άκουες τις σφαίρες που κελαηδούσαν γύρω. Τότε ήμουνα σα μεθυσμένος. Με πιάνει από το μανίκι. «Κάτσε κάτω, ρε μαλάκα!», μου λέει, «θα σε φάει καμμιά αδέσποτη», γιατί είχε ρίξει τη φωτοβολίδα.
Και κείνη τη στιγμή πατήσατε το κουμπί;
Ναι πάτησα και μετά είδα τι είχα πάρει. Πέσαμε σε ενέδρα και δεν ξεραμε ποιος είναι ποιος.
Όταν φωτογραφίζετε πρόσωπα της ιστορίας, όπως οι απλοί άνθρωποι, αυτοί οι αγωνιστές, δεν είναι σα να κάνετε μια αγιογραφία τα πρόσωπά τους;
Μα ακριβώς αυτό έκανα. Το Αντάρτικο στην Ήπειρο ειναι ακριβώς αυτό, λέει πραγματικά την αλήθεια. Μου στοίχισε όλες τις οικονομίες μου γιατί δεν μου τό ’βγαζε κανένας. Όλοι θέλανε να το χρησιμοποιήσουν πολιτικά. Εγώ ήθελα να είναι ατόφιο, καθαρό, όπως τα είδα εγώ τα πράγματα.
Έχετε ταξιδέψει και στο Άγιο Όρος, έτσι δεν είναι;
Ναι. Ξέρετε, με υποβάλλαν και αυτοί οι άνθρωποι. Στου καλόγερους, που τους κοροϊδεύουμε σήμερα, σ’ αυτούς χρωστάμε τον ελληνισμό. Γιατί το μόνο που είχε απομείνει απο την Τουρκοκρατία ήταν ακριβώς η Εκκλησία και κυρίως τα μοναστήρια, που χτίστηκαν σε γκρεμούς, μακριά από το μάτι του δυνάστη, για να προσφέρουν στον Αγώνα. Εκεί διαφυλάχτηκαν οι αξίες του ελληνισμού, πίστη, γλώσσα, γράμματα και ξαναβλαστάρωσε το δέντρο της Ρωμιοσύνης από ταπεινούς καλόγερους, ολιγογράμματους κι αυτούς και με πρώτα βιβλία τον Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Και όταν ήρθε η ώρα του ξεσηκωμού δεν κίνησαν οι δεσποτάδες τον αγώνα, οι καλόγεροι με το σταυρό στο ’να χέρι και στ’ άλλο το καριοφύλλι.
Ήταν παιδιά του λαού και έπιασαν σωστά το θέμα. Ο Πάτερ Κοσμάς έλεγε «σχολειά κάμετε σχολειά» και εμβρόντητοι τον είδαν να ανεβαίνει στον τρούλλο της εκκλησιάς με ενα κασμά να την γκρεμίζει την εκκλησιά, «δε σας χρειάζονται», τους είπε, στη Χειμμάρα, «40 εκκλησιές; Μια των Αγ. Πάντων, τις άλλες να γίνουν σχολεία γιατί αγριέψε το έθνος». Τα διδάγματα του Ρήγα, «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά». Το θεώρησα χρέος μου να ιδώ αυτές τις ασκητικές μορφές των καλογήρων. Όχι τον πάτερ Ευφραίμ, γιατί κι αυτοί μπασταρδέψαν.
Είναι κι αυτοί άνθωποι με τις αδυναμίες τους. Αλλά τους χρωστάμε κάτι ακόμα. διαφύλαξαν την παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως αυτά τα κομψοτεχνήματα, τις κατασκευές, τα μοναστήρια, τη λαϊκή τέχνη στη ζωγραφική, την αγιογραφία. Βέβαια, έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, έχουν κι αυτοί τα μίση, αλλά ας μην κοιτάξουμε αυτά, ας κοιτάξουμε τι προσέφεραν.
Είναι κι άλλες τάξεις του λαού που προσέφεραν στον πολιτισμό: είναι οι τσιγγάνοι, οι γύφτοι που τόσο τους έχουμε περιθωριοποιήσει. Χάρη στους τσιγγάνους διασώθηκε η δημοτική μας μουσική, χάρη σ’ αυτούς είχαμε την κατεργασία του σίδερου, τις επισκευές όπλων. Προπαντώς τους θαύμασα αυτούς στις κλειστές δικές τους γιορτές, ένα γάμο τσιγγάνικο, να μαζευτούν όλοι οι συγγενείς, και να περνάει το κλαρίνο από τον πατέρα στο γιο. Να τους χαίρεσαι πραγματικά. Έχω μια φωτογραφία, μια τσιγγάνα πούχε ένα μωρό στην αγκαλιά, μια βρεφοκρατούσα τσιγγάνικη Παναγία.
Έχετε μπεί και σε χώρους που δύσκολα μπαίνουν φωτογράφοι, όπως τα πορνεία.
Α, βέβαια! Τους έχω κατατάξει στην ενότητα «άνθρωποι του μόχθου», γιατί είναι πραγματικά. Ήταν τα μεγάλα δράματα. Πώς δεν ακούγαμε στις εφημερίδες; «Δράμα τιμής»! Ο αδερφός να σκοτώνει την αδερφή, γιατί έτυχε να συνουσιαστεί με τον αγαπημένο της και να μείνει έγκυος ή πατέρας να σκοτώνει την κόρη του…
Υπάρχει και σε αυτές το θέμα μητρότητα, μεγάλο θέμα. Σ’ αυτές που πήγα, ήταν μια που είχε ένα κοριτσάκι που το είχε πιάσει παράνομα και το είχε εμπιστευτεί σε κάτι συγγενείς της, και ό,τι καθάριζε απ’ τη μαντάμ πήγαινε και τα ακουμπούσε εκεί γι’ αυτό το παιδάκι. Και έμενε με τον πόνο ότι θα πήγαινε σχολείο και μήπως τ’ άλλα παιδιά μάθουν τι δουλειά κάνει η μάνα και το πληγώσουν.
Πλησιάσατε με πολύ σεβασμό τους ανθρώπους αυτούς.
Κοιτάχε, στη κοινωνία βλέπουμε αυτό που λέγανε οι αρχαιοί «ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος αν ανθρωπος ει», τι ωραίο πράγμα είναι να είναι κανένας άνθρωπος, αλλά να είναι άνθρωπος. Και θα το δεις κι εκεί και παντού. Όταν απόχτησα μια οικειότητα και μια γυρνάει και μου λέει «δεν μου λες, γιατί ήρθες;» Της φάνηκε παράξενο πώς δεν πήγα σαν πελάτης στο μπορδέλο.
Τις φωτογραφίες αυτές δεν τις δημοσιεύσατε, δεν τις κάνατε βιβλίο;
Έβαλα ενδεικτικά δυο φωτογραφίες, τόσο μπορούσε να χωρέσει. Και ένα άλλο θέμα, που δεν το βάλαν, ήταν το μουσουλμανικό στοιχείο της Θράκης. Γιατί κι εκεί νομίζω βλακωδώς το χειρίζεται η διπλωματία. Όπως εμείς θέλομε την παράδοσή μας, όπως εμείς θέλομε να λέμε δεν είναι μόνο Αμερικάνοι αλλά Ελληνοαμερικάνοι, έτσι έχουν κι αυτοί βιώματα της καταγωγής τους.
Όταν κοιτάζετε σήμερα μια παλιά φωτογραφία, τι αισθάνεστε;
Εμένα κατηγορήθηκε η φωτογραφία μου. Μόλις λίγα χρόνια είναι που έβγαλα τις φωτογραφίες «στη δημοσιά», που λένε. Όλοι οι φωτογράφοι και ιδίως οι επαγγελματίες είπαν ότι ο Μπαλάφας είναι κομπλεξικός και φωτογραφίζει την αθλιότητα. Δεν μπορούσαν να ιδούν παραμέσα.
Πόσα δεν μου είπαν γι’ αυτά τα 3 κεφάλια… (δείχνει πάλι τις φωτογραφίες στον τοίχο) Είναι την ώρα που ξεθάβουν τα παιδιά τους μετά την εκτέλεση. Είναι στο Τσερβάρε, στην Ήπειρο, στο Ζαγόρι. Ήταν βραδάκι τότε και με είχε συγκλονίσει αυτή η σκηνή και θυσίασα όλο το άλλο φίλμ για να το φορτσάρω στην εμφάνιση για να μπορέσω να βγάλω αυτή η φωτογραφία και γι’ αυτό βγήκε με τόσο κόκκο.
…Εκείνο που ήθελα να πω εν κατακλείδι για τους νέους, οι καιροί που έρχονται είναι δύσκολοι. Η παγκοσμιοποίηση δεν ξέρουμε τι θα μας φυλάξει κι αν θα μείνει κάτι που θα έχει σφραγίδα ελληνική. Κι άλλες εποχές ο λαός μας έπαιρνε πολιτισμικά στοιχεία από άλλες προηγμένες χώρες αλλά με μια διαφορά: με μια εκλεκτικότητα στην ποιότητα και αφού τα αφομοίωνε πρώτα τους έδινε και την ελληνικότητα του. Και βλέπουμε κάθε περιοχή κι έχει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Διαφέρουν φυσιογνωμικά, στο χορό, στην ενδυμασία, στη γλώσσα, στις συνήθειες. Πόσο μακριά είναι η Κέρκυρα από τη Λευκάδα, που να μην έχουν τίποτα το κοινό στο ντύσιμο, στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στο τραγούδι. Είναι ένας λαός που γεννάει, με μια ποικιλία στην απόδοση.
Γιατί η παράδοση μοιάζει με το ένστικτο των ταξιδιάρικων πουλιών που βρίσκουν αλάνθαστα το δρόμο τους, φθάνοντας ημερολογιακά στον προορισμό τους, ταξιδεύοντας μερόνυχτα στα καταπέλαγα του ουρανού. Είναι μεγάλο πράγμα η παράδοση. Θα πρέπει οι νέοι να ξέρουν ότι η ελληνικότητα τους είναι κάτι βαθύτερο. Όλα αποκτήθηκαν με αγώνες και με αίμα, δεν αποκτήθηκαν έτσι στην τύχη. Και είμαστε ένας λαός σε μια χώρα που λες κι απ’ τη φύση της γεννήθηκε για αγώνες, πρώτα να επιβιώσει πάνω στην κακοτράχαλη γη που βρέθηκε και περισσότερο να αντιμετωπίσει τόσους εχθρούς. Ο λαός έμεινε πεντακόσια χρόνια υποδουλος κι όμως ξεκίνησε την Επανάσταση απ’ τους παρακατιανούς. Ο Κατσαντώνης, ο παπα-Θύμιος ο Βλαχάβας, άνθρωποι του λαού. Λοιπόν να μη φοβηθούν κι αυτοί (οι νέοι) τους αγώνες. Να αγωνίζονται, αλλά να αγωνίζονται για αξίες και όχι για κομματικές σκοπιμότητες.
Θα έλεγε κανείς πως κι εσείς στο ένα χέρι κρατάτε τα όπλα της παράδοσης και με το άλλο κρατάτε τη φωτογραφική μηχανή που σας κάνει ποιητή.
Ναι, ναι, ακριβώς. Νομίζω πως κρατώ κάτι που διαφυλάχτηκε σαν τα άγια των αγίων και συνεχίζεται από γενιά σε γενιά σαν άγραφος νόμος. Έχω βγάλει ένα βιβλίο, το Μέτσοβο, ένα χωριό που κρατάει στα δόντια την παράδοσή του. Είναι μια σκέτη ομορφιά.
…Και κάτι ακόμα που δεν σημασιολογήθηκε είναι η μεγαλοσύνη της μάνας. Αυτές οι μανάδες που αναθρέψανε οικογένεια γιατί οι άντρες ξενιτεύοταν κι έμεναν αυτές πίσω να φροντίζουν οικογένειες και να αντρώσουν. Άνθρωποι φτωχοί, που ξεκίνησαν με τίποτα και χωρίς αυτούς τι θα ήταν η χώρα μας: Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, Ζάππειο. Όλοι κοιτάξαν για το σχολειό, ο Ριζάρης, που έκανε τη Ριζάρειο. Γράφει κάπου στον Καποδίστρια: «είμαι κατά δυστυχίαν ολιγομαθής, αλλά πάντοτε εκτίμησα τους πεπαιδευμένους και αναγνώρισα τις αξίες, γι’ αυτό νομίζω ότι το υστέρημα το δικό μου και το περίσσευμα του αδελφού μου να διατεθούν για να γίνει σχολείο για την πατρίδα.» Έγινε η Ριζάρειος Σχολή, γιατί τότε ήταν παπάς και δάσκαλος το ίδιο. Είχε τέτοιο χαρακτήρα η Ριζάρειος. Τώρα το κάνανε παπαδομάγαζο.
Ένα μεγάλο πράγμα είναι αυτές οι μάνες που πολέμησαν με ίση παλλικαριά κοντά στους αντάρτες και που έμειναν ολομόναχες μοιρολογώντας εν ερημίαις, γυρνώντας στα χαλάσματα γιατί χάθηκαν. Να κοιτάζουν στα ξάγνωντα μη δουν κάποιον νά ’ρχεται από μακριά. Περιμένουν άραγε ποιους; Αυτούς που ποτέ δε θά ’ρθουν αλλά δε μπορούν να το ξεχάσουν πως για πάντα τους έχασαν…
Έχετε γυρίσει όλη την Ήπειρο και όλη την Ελλάδα σχεδόν.
Ναι, και οι καλές φωτογραφίες είναι ακριβώς όταν δεν είχα αυτοκίνητο και γύριζα με τα πόδια. Γιατί περνώντας με το αυτοκίνητο παρασύρεσαι με την ταχύτητα.
Αυτό είναι που με στενοχωρεί, ότι πολλά πράγματα χάθηκαν και τα πήρε ο χρόνος. Χάθηκαν πολλοί άνθρωποι για τις αξίες. Αυτούς που τους είπαν κατσαπλάδες και ξυπόλυτους θα είναι οι άγιοι της ελευθεριάς, κάποια ώρα που οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί χάθηκαν ακριβώς παιδιά του λαού, που για κακή μας τύχη οι πολλοί χάθηκαν, άλλοι στους αγώνες κι άλλοι απ’ τους κατατρεγμούς Κακή μας τύχη να ορφανέψει ο τόπος και να στερηθεί ο λαός απ’ ό,τι καλύτερο γέννησε.
Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύθηκε στο manifesto τεύχος 21 το 2011.