Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί, τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ’ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες;
Σώπα. Τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αβγαταίνουν
και μην ξεχνάς που ολονυχτίς βοηθάν κ’ οι αποθαμένοι.
Γιάννης Ρίτσος
1943. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του Άξονα με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει την πολεμική δειλία που θα έδειχναν εκείνοι που, με τόσο στόμφο, είχαν εξαγγείλει την ευρωπαϊκή αναγέννηση.
Ήταν Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 1943 όταν οι Γερμανοί κατακτητές, συνοδεία γερμανοντυμένων Ελλήνων των Ταγμάτων Ασφαλείας έμπαιναν στην πολίχνη των Καλαβρύτων. Επιφανείς πολίτες σχημάτισαν μια επιτροπή υποδοχής με σκοπό να ανιχνεύσουν τις προθέσεις τους και να αποτρέψουν το κακό – την έκταση του οποίου ουδείς μπορούσε να φανταστεί. Ο Γερμανός διοικητής τους καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τους ότι σκοπός της παρουσία τους ήταν αποκλειστικώς η δίωξη των ανταρτών. Σε ένδειξη καλής θέλησης οι κάτοικοι ικανοποίησαν αίτημα των Γερμανών και τους παρέδωσαν κατάλογο με ονόματα οικογενειών που είχαν αντάρτες. Ο κατάλογος ωστόσο τους φάνηκε μικρός.
Αρχικώς οι κατακτητές πυρπόλησαν το ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο είχαν χρησιμοποιήσει προηγουμένως ως νοσοκομείο οι αντάρτες και κάποια σπίτια συγκεκριμένων οικογενειών, των οποίων μέλη συμμετείχαν στην αντίσταση. Οι υπόλοιποι ν-υποτίθεται- δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν.
Όλοι τους αγνοούσαν τις καταστροφές και τον θάνατο αθώων, που είχαν προκαλέσει οι Γερμανοί ερχόμενοι στα Καλάβρυτα. Αγνοούσαν επίσης ότι πολλοί από αυτούς, που ήρθαν απρόσκλητοι στην πόλη, είχαν προηγουμένως διαπρέψει ως σφαγείς αμάχων στην Σερβία με την 717η Μεραρχία Πεζικού.
Μόλις μια ημέρα πριν, στις 8 Δεκεμβρίου, στην ιστορική μονή του πλησιόχωρου Μεγάλου Σπηλαίου είχαν συλλάβει και δολοφονήσει δέκα εννιά ψυχές – όλους τους μοναχούς και κάποιους λαϊκούς- πετώντας τες στον γκρεμό! Οι Γερμανοί θα επέστρεφαν μάλιστα σε λίγες μέρες στο μοναστήρι για να το κάψουν, αφού προηγουμένως το καταλήστευαν! Αλλά αυτό κι όσα προηγήθηκαν (143 νεκροί καθ’ οδόν, πυρπόληση 1000 οικιών σε 50 χωριά και λεηλασία αυτών) ήταν μόνο το προοίμιο της κτηνωδίας που θα γνώριζαν οι Καλαβρυτινοί.
Ξημέρωνε η μαύρη Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, όταν οι καμπάνες της πόλης άρχισαν να χτυπούν με φρενήρη ρυθμό. Οι κάτοικοι, σύμφωνα με τη σχετική διαταγή, έπρεπε να συγκεντρωθούν στο δημοτικό σχολείο, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας. Εκεί χωρίστηκαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες. Άνδρες θεωρήθηκαν οι άνω των δεκατεσσάρων ετών! Τα γυναικόπαιδα έμειναν κλειδωμένα
Στο σχολείο, ενώ γύρω στις εννιά το πρωί, οι άνδρες μαζί με τα παιδιά που λογίστηκαν άνδρες, οδηγήθηκαν σε μια κοντινή ράχη, στο χωράφι του δασκάλου Καππή – δέκα λεπτά δρόμος από το σχολείο. Γύρω τους είχαν λάβει θέσεις οι Γερμανοί με πολυβόλα όπλα. Ο χώρος είχε επιλεγεί με προσοχή. Η αμφιθεατρικότητά του δεν θα επέτρεπε την διαφυγή κανενός. Ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ, διοικητής της επιχείρησης «Καλάβρυτα» μέχρι τέλους έδινε τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν θα φονευτεί κανείς. Αποδείχθηκε, εκτός από άνανδρος, και άτιμος. Οι όμηροι, πριν την εκτέλεσή τους θα έβλεπαν τις δηώσεις των σπιτιών τους και την καταστροφή της μικρής τους πόλης.
Στα Καλάβρυτα είχε ήδη αρχίσει το πλιάτσικο. Μαζί με τα τιμαλφή και τα χρήματα οι μάχιμοι τσοπαναραίοι του 3ου Ράιχ καρπώθηκαν χιλιάδες πρόβατα, βοοειδή και υποζύγια. Ακολούθησε η πυρπόληση της πόλης.
Τρεις φωτοβολίδες, λίγο μετά το μεσημέρι, έδωσαν το σύνθημα στα πολυβόλα που δολοφόνησαν εν ψυχρώ του συγκεντρωμένους Καλαβρυτινούς. Σώθηκαν μόνο δεκατρείς, καταπλακωμένοι από τους νεκρούς συμπολίτες τους, θεωρούμενοι νεκροί από τους άνανδρους στρατιώτες της 117 Μεραρχίας Καταδρομέων.
Στο δημοτικό σχολείο τα έγκλειστα γυναικόπαιδα σώθηκαν από την πυρπόληση σπάζοντας πόρτες και παράθυρα. Ξεχύθηκαν στην καμένη πόλη ψάχνοντας τους δικούς τους. Τους βρήκαν.
Θρήνος σε όλη την πόλη. Όμως έπρεπε να ζήσουν. «Τα παιδιά μας κράτησαν γιουλάκο μου». Ξενύχτησαν ψάχνοντας τους δικούς τους ανάμεσα στα πτώματα.
Οι γυναίκες έπρεπε μόνες τους να σκάψουν τους τάφους και να ενταφιάσουν τους οικείους τους – γιούς, συζύγους, πατεράδες, αδελφούς και παππούδες. Ο ενταφιασμός κράτησε περισσότερο από σαράντα ημέρες. Ο θρήνος όμως κρατά μέχρι σήμερα σε όλα τα καλαβρυτοχώρια.
ΠΕΝΘΟΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΣ
Οι γυναίκες των Καλαβρύτων δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα τους ρούχα. Πένθος δια βίου. Αλλά και περηφάνια. Και αξιοπρέπεια. Δεν καταδέχθηκαν ποτέ την διακονιά. Δούλεψαν σκληρά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους κι από το μηδέν να ξαναχτίσουν την πόλη τους. Για να ξαναχτίσουν την ζωή.
Ο χειμώνας του 1943 και το καθήκον στέγνωσαν τα δάκρυά τους. Αυτές οι γυναίκες είναι οι αδερφές μας, οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας. Και είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτές.
Οι δείχτες του ρολογιού στην εκκλησία της πόλης σταμάτησαν την ώρα του μακελειού. Δεν επισκευάσθηκαν ποτέ. 14.33΄. Να θυμίζουν το κακό. Κανείς να μην ξεχάσει το έγκλημα, την ορφάνια και τον πόνο που έσπειραν σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων.
Οι Γερμανοί… δικαιολόγησαν εκ των υστέρων τον εξανδραποδισμό των Καλαβρύτων ως… αντίποινα για τους 78 αιχμάλωτους στρατιώτες της 117ης Μεραρχίας, τους οποίους υποτίθεται ότι είχαν εκτελέσει αντάρτες.
Στην πραγματικότητα όμως οι Γερμανοί, όχι μόνο αγνοούσαν την κατάληξη των αιχμαλώτων στρατιωτών τους, αλλά και η εκτέλεσή τους δεν είχε πραγματοποιηθεί όταν αυτοί δολοφονούσαν τους άμαχους Καλαβρυτινούς.
Αρκετά χρόνια μετά το αποτρόπαιο έγκλημα η γερμανική κυβέρνηση, δια του προέδρου της Γιοχάννες Ράου, εξέφρασε το 2000 τα συναισθήματα ντροπής και θλίψης και ζήτησε «συγγνώμη» για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων – φυσικά ούτε λόγος για τις πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες οι ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε βρήκαν τον πολιτικό ανδρισμό να διεκδικήσουν.
Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι στην χώρα που συντελέστηκαν τέτοια εγκλήματα, υπάρχουν άνθρωποι που υπεραμύνονται των εγκληματιών και των εγκληματικών ιδεών τους.