του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Ο Βέγγος προέρχεται από μία παράδοση στην οποία ο κωμικός αναλαμβάνει τα κοινά βάρη, παθαίνει, με σκοπό να μάθει ο θεατής, να ταυτιστεί μαζί του κι ύστερα να λυτρωθεί», έγραψε κάποτε γι’ αυτόν ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Ο Θανάσης Βέγγος, που λύτρωσε πολλούς από τα βάσανα, μάς άφησε χρόνους στις 3 του Μάη κι η φτώχεια μας έγινε πιότερο αβάσταχτη.
Στον φούρνο της γειτονιάς σε μια φωτογραφία ο Βέγγος, μουτζουρωμένος απ’ τη δουλειά, κρατά ένα μεγάλο καρβέλι, έτοιμος να το κόψει και γύρω του η οικογένεια, μισή ντουζίνα πεινασμένα στόματα.
Δεν ξέρω από ποια ταινία είναι αλλά δεν έχω δει κι άλλη καλύτερη εικόνα του τρόπου μας. Φαμελίτης ο Θανάσης, τρεχάτος, φιλότιμος κι ίσως γι’ αυτό πάντα πεινασμένος, είναι το ιδεόγραμμα της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οποία έχει ξεψυχήσει πολύ πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ο κατ’ εξοχήν πρωταγωνιστής της. Εάν η Ελλάδα συνάντησε τον κινηματογράφο, κάπου εκεί στη δεκαετία του 1960, ο Βέγγος ήτανε ο πρεσβευτής της σ’ αυτή τη νέα τέχνη. Πρεσβευτής μας στη κινηματογραφική κωμωδία αλλά και κατεδαφιστής της. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του μετά την επέλασή του: το σενάριο καταργήθηκε, ο ρόλος το ίδιο. Παντού και πάντα ο γνώριμος σε όλους Θανάσης, που μπουκάρει στο πανί σέρνοντας μαζί του όλη τη σκευή του Καραγκιόζη: τη λάμπα, τον τενεκέ που κάνει θόρυβο, τα Κολλητήρια, τον Αγά και τον Χατζηαβάτη –πόσες σφαλιάρες δεν έχει φάει ο κινηματογραφικός του φίλος Αντώνης Παπαδόπουλος;– δίνοντας έργα ποικιλιών και μπολιάζοντας τη νέα, βιομηχανική τέχνη με όλη την παράδοση τού κωμικού που βαστάει από τον Αριστοφάνη.
Ό,τι και να πούμε για τον Θανάση Βέγγο είναι λίγο αλλά, ευτυχώς, όλοι έχουν κάτι να πουν γι’ αυτόν. Πάει καιρός, από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού μας, που κουβεντιάζαμε για ένα αφιέρωμα στην τέχνη του. Δύσκολο όμως να τον χωρέσεις σ’ ένα αφιέρωμα, δύσκολο και για τους γραφιάδες ν’ αποτιμήσουν τον κωμικό που ο κόσμος όλος τον έχει κρυφό καμάρι, κι έτσι όλο σε αναβολή το πηγαίναμε. Τώρα που έφυγε εκείνος ίσως το πράγμα ευκολύνει αλλά και πάλι πώς να μετρηθείς μαζί του;
Το Πάσχα έπαιζε η τηλεόραση την ταινία του Ένα ασύλληπτο κορόιδο (1969) σε σκηνοθεσία δική του με τη φίρμα «Θ-Β ταινίες γέλιου». Εδώ ο Θανάσης τρέχοντας από το κουρείο του στο μπαλκόνι της κυρα-Παναγούλας, για την υπεράσπιση του ερωτευμένου Πασχάλη και στο αρχοντικό του Χαρούπογλου (Δ. Παπαγιαννόπουλος), ερωτευμένος ο ίδιος με τη μοναχοκόρη του (Ν. Κατσέλη), δίνει την πιο επίκαιρη παραβολή για τη σύγχρονη Ελλάδα. Οι Γερμανοί ξανάρχονται όχι σαν κατακτητές αλλά σαν τουρίστες-επενδυτές στην αυλή του Θανάση. Οπωσδήποτε κάποιο λάκο έχει η φάβα, και εδώ ο λάκος της αυλής κρύβει το θησαυρό που αγνοεί ο περί άλλα μεριμνών και τυρβάζων Έλληνας κουρέας. Στο τέλος, μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο, ο Θανάσης και η γείτονες αρπάζουν μέσα από τα χέρια των Γερμανών και των συνεργατών τους το θησαυρό. Αυτά, φυσικά, δε γίνονται μόνο στις ταινίες και αν θέλετε να καταλάβετε τι γίνεται σήμερα με το «Μνημόνιο», δείτε τον Βέγγο επί της οθόνης.
Ο Θανάσης είναι ο καλός μας άνθρωπος αλλά δεν είναι κι εύκολο κανείς να του παραβγεί, ούτε να τον καταλάβει. Δηλαδή ο κοσμάκης μια χαρά τον κατάλαβε, αλλά η διανόηση, εκτός εξαιρέσεων, δεν ασχολήθηκε μαζί του ή τον είδε γραφικά. Και οι διανοούμενοι σκηνοθέτες θέλησαν να τον σταματήσουν να τρέχει. Θυμηθείτε την ιεροσυλία του Θ. Αγγελόπουλου στο Βλέμμα του Οδυσσέα (1995). Ο ταξιτζής της ταινίας μπορεί να είναι ένας ξιπασμένος αριστερός, ο Βέγγος πάντως δεν είναι. Ούτε ο οικολόγος-δολοφόνος θηροφύλακας στο Όλα είναι δρόμος (1998) του Π. Βούλγαρη. Καλόβολος και φιλότιμος ο Θανάσης δεν αρνήθηκε ποτέ τις υπηρεσίες του μέχρι και σε πολύ κατώτερα της αξίας του τηλεοπτικά προϊόντα. Ευτυχώς που είχε από δίπλα τον Ντίνο Κατσουρίδη που του έδωσε τον πιο συγκλονιστικό ρόλο της καριέρας του σ’ εκείνο το Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση; που του χάρισε το βραβείο στη Θεσσαλονίκη το 1971. Ο Γιώργος Λαζαρίδης έγραψε γι’ αυτόν μερικές από τις καλύτερες κωμωδίες του και ο Πάνος Γλυκοφρύδης τον σκηνοθέτησε σε αρκετές. Όσο για τον συστρατιώτη του Νίκο Κούνδουρο, ο κινηματογράφος μας τού οφείλει, εκτός των άλλων, την ανακάλυψη αυτού του γιγάντιου κωμικού.
Τώρα, ο καλός μας άνθρωπος θα περιμένει δικαιωματικά την κατάταξή του ανάμεσα στους αγίους του σύγχρονου πολιτισμού μας. Γιατί αν ο Παπαδιαμάντης γεννιόταν στο Φάληρο το 1927 του Βέγγου μπορεί νά ’μοιαζε.