του Στέλιου Κούκου
«Πιάνω και φκειάνω μίαν σημαία και γράφω: “Εθνική συνέλεψη, Σύνταμα”. Λέγω: “Εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του, σηκώνεται η σημαία της πατρίδος”! Και την είχα έτοιμη. Τελειώνοντας αυτό, έφκειασα την διαθήκην μου… Τότε ησύχασε η ψυχή μου και το σώμα μου έλαβε άλλη ψύχωσιν [εμψύχωση]…».
Ο αγράμματος που… έγραψε ιστορία με το σπαθί και το αίμα του στο πεδίο της μάχης, και κατόπιν με το μελάνι τα απομνημονεύματα του ‒και κατά τον Σεφέρη θα μπορούσε να είναι και ο καλύτερος πεζογράφος μας‒ έγραψε και εικόνες!
Η προσωπικότητα του όπως αναδεικνύεται μέσα από τα γραπτά του ήταν μια ξεχωριστή φανέρωση, μια αποκάλυψη! Ανάλογη ήταν και η αισθητική του! Αποκαλυπτική, του να φαίνονται όλα! Μοιάζει δηλαδή να μην υπαινίσσεται και να μην εικάζει, αλλά να αναπαριστάνει! Έτσι “δούλεψε” και ως μαικήνας των τεχνών! Τι ήταν και μαικήνας; Ορίστε:
« […] κ’ έρχοντας εδώ εις Αθήνα πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκειάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. ∆εν γνώριζα την γλώσσα του. Έφκειασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κ’ έφυγε».
Μήπως και τεχνοκριτικός με προσωπική άποψη και ακομπλεξάριστος; Γιατί, είναι φανερόν, πως ο άνθρωπος δεν ξιπάστηκε από την τέχνη του Φράγκου και βέβαια την αισθητική της Εσπερίας. (Δεν τα θέλουμε οι τίμιοι άνθρωποι, είπε σε μια άλλη περίπτωση για κάποια άλλα εισαγόμενα…)! Στην περίπτωση, λοιπόν, των εικόνων των πολέμων, όχι μόνον δεν τον ενδιέφερε να είναι οι ζωγραφιές του εφάμιλλες των ευρωπαϊκών, όπως θα έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης, αλλά δεν ήθελε να είναι έτσι! Και τι έκανε γι’ αυτό; Διαβάστε:
«Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κ’ έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν· έφερα αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του· κ’ έστειλα κ’ ήφερε και δυο του παιδιά· και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι’ αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα τον ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και το’ ‘λεγα· ‘Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε· αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Ο άνθρωπος φτιάνει μια… ταινία τεκμηριώσης, δηλαδή ντοκιμαντέρ! Και, να, που πρόκειται για έναν σκηνοθέτη επί… κάδρου! Ή και διά κάδρων. Ο στρατηγός διηγείται ολόκληρη την ιστορία της επανάστασης μέσα από τις εικόνες του Παναγιώτη Ζωγράφου και της φαμίλιας του! Και βέβαια ο Μακρυγιάννης είναι και ο μέγας σεναριογράφος!
Αλλά ας μείνουμε στις εικόνες: «Σε όλα τα κάδρα αυτά, οπού ‘δωσα των πρέσβεων και του Βασιλέως, οπού χάθηκαν από εκείνον τον μπερμπάντη τον Ησαΐα, ήταν ζωγραφισμένες οι θέσες και τα ονόματα των αρχηγών Τούρκων και Ρωμαίγων γραμμένα αποκάτου και η κάθε θέση σημειωμένη με νούμερο και ύστερα γραμμένο αποκάτου ‒ εις το κάδρο τ’ όνομά της με το νούμερον. Κ’ έλεγαν όλα· “Στοχασμός του Μακρυγιάννη. Έγιναν 25 εικόνες με ίδια- του έξοδα και κόπους προς ευκαρίστησιν των πατριωτών και των ευεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης”.
Και ήλθε η ώρα να εκφραστεί και πιο προσωπικά και πιο… εικαστικά, αλλά μήπως και διά χειρός(;) με μίαν εγκατάσταση, ναι, instalation! Ήταν δηλαδή ο πρόδρομος των σημερινών εγκαταστάσεων;
«Αφού τελείωσε ο ζωγράφος από τα κάδρα, τότε έστρωσα ένα μέρος του περιβολιού μου με πετραδάκια της θάλασσας άσπρα και μαύρα. Ζωγράφισα πρώτα έναν κύκλο και γύρα ήταν λόνχες. Αυτός ο κύκλος ήταν η πατρίδα, οπού ‘ταν τρογυρισμένη με τις λόνχες της τυραγνίας τόσους αιώνες… ».
Ο άνθρωπος τα έκανε όλα! Όλα τα είπε, όλα τα έγραψε, όλα τα… ζωγράφισε!
Και όλα με τον τρόπο του, τον τρόπο του τόπου του, του τόπου μας! (Μοιάζει πολλές φορές ο αγράμματος να βάζει γυαλιά σε πολλούς διανοούμενους ή ακόμη και θεολόγους, αφού και θρησκευτικά έγραψε: Οράματα και θάματα!
Και, μάλιστα, όλα αυτά τα έγραψε, με την έννοια ότι τα έζησε, με ήθος, λεβεντιά, αρχοντιά, σκέψη και γλώσσα αλλά και αισθητική ντόπια, λαϊκή, ρωμαίικη και πατροπαράδοτη.
***
Εκτός, βεβαίως, από τις ζουγραφιές τεκμηρίωσης των Μακρυγιάννη-Ζωγράφου υπάρχει και μια σειρά μνημειακών έργων σπουδαίων φιλελλήνων ζωγράφων που και αυτές αναπαριστούν με το δικό τους τρόπο διάφορες πτυχές της Επανάστασης και της συγκλονιστικής και δραματική ιστορίας της! Μόνον που αυτές, μοιάζουν σαν να πρόκειται περισσότερο για καρέ από ταινία μυθοπλασίας. Το ίδιο όμως ενδιαφέρουσες όπως και οι άλλες και μάλιστα ιδιαίτερα δραματικές! Ποιος δεν θυμάται τον Ντελακρουά και τη «Σφαγή της Χίου» και άλλα έργα δικά του και άλλων ζωγράφων, τα πορτραίτα των αγωνιστών του ’21 από τον Karl Krazeisen, τις σκηνές από τον αγώνα του Peter von Hess κ.άλ.;
Ένα σχόλιο για τα πορτραίτα των αγωνιστών: Κι’ αυτά έγιναν με τον δυτικό τρόπο αλλά και για μας πλέον μοιάζουν με εικόνες (εδώ απόλυτα με της αγιογραφίας) και σε υποβάλλουν. Ίσως, επειδή η προοπτική είναι ελεγχόμενη, και έτσι δεν υπάρχει εκτενές βάθος πεδίου το οποίο να σε αποσπά από τον εικονιζόμενο ή και να σε έλκει για να σε εντάξει εντός του. Φτάνει το πρόσωπο που σημαίνει!
Αλλά και οι μεγάλοι νεοέλληνες ζωγράφοι έγραψαν τα δικά τους σημαντικά έργα για την επανάσταση και τον ελληνισμό της εποχής. Να αναφέρουμε μόνον τους Βρυζάκη, Ράλλη, Λύτρα… Αυτά θα τα πουν καλύτερα οι ιστορικοί της τέχνης.
Εμείς, από τον σταθμό του… Μονάχου θα πάμε κάπου αλλού, αφού ο επόμενος ή και ο ερχόμενος δεν καταλαβαίνει από σχολές Μονάχου και οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη σχολή. Έρχεται, λοιπόν, μονάχος και ολομόναχος και σαν μοναχός ο Θεόφιλος και τα κάνει όλα μαντάρα! Η πιο υπέροχη ζωγραφική μαντάρα με την έννοια της δροσερής σαλάτας! Και να οι μάχες και να τα πρόσωπα των αγωνιστών και οι όμορφες λεζάντες του ένας κόσμος ολόκληρος, ένα ολόκληρο ζωγραφικό πανηγύρι, αλλά και από τα άλλα. Με «ψύχωσιν»! Δεν του λείπουν ούτε η δραματικότητα, ούτε η λαγαρότητα, ούτε η πλαστικότητα, τα αισθήματα! Αυτά, μάλλον, είναι κυρίαρχα! Στην ουσία πρόκειται για ένα ψυχωμένο ζωγραφικό όργιο. Φαίνεται πως πάλλεται η καρδιά του Θεόφιλου όταν δουλεύει τα πινέλα του!
Ο ίδιος, απερίσπαστα δοσμένος στον ελληνικό τρόπο της ύπαρξης του! Αυτός ο παιζω-γράφος που έλεγε ο Πεντζίκης για τον εαυτό του και θεωρούσε τον Θεόφιλο ως τον μεγαλύτερο νεοέλληνα ζωγράφο. Ο παιζωγράφος, όμως, Θεόφιλος Χατζημιχαήλ έντυνε τα παιδιά Μακεδόνες ‒μαζί τους και αυτός‒ και έκαναν τ’ Αλεξάνδρου του Μεγάλου τα γιουρούσια! Ο ανδρείος φουστανελάς, καβάσης του ελληνικού προξενείο της Σμύρνης (κατά δήλωσή του), ίσως και φονέας τούρκου (κατά υπόθεση άλλων), και φυγάς και αποδιωγμένος! Ένα γιουρούσι δεν είναι και η ηρωική και απεγνωσμένη έφιππος έξοδος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου εναντίον των Οθωμανών μπρος τα τείχη της Πόλης;
Άλλος ένας σκηνοθέτης επί κάδρου! Και εδώ όλα με τον τρόπο του κόσμου του, του τόπου μας!
Ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος κουβαλάνε μέσα τους την ελληνική συνέχεια και ζουν μ’ αυτήν, ενώ οι μορφωμένοι σήμερα νεοέλληνες προσπαθούν να διδάξουν τα παιδιά το αντίθετο!