Τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται η σημερινή επιφυλλίδα δεν τους γνώριζα. Έμαθα γι’ αυτούς από έναν παλαίμαχο Ιταλό δημοσιογράφο, ο οποίος ακόμη και σήμερα, που δεν τον βοηθάει η υγεία του, συνεχίζει να γράφει χωρίς να στρογγυλεύει και να προκαλεί εντάσεις με τις κρίσεις του.
Ο αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος στον οποίο χρωστώ την πληροφόρηση είναι πατέρας και ο ίδιος. Οι γονείς διδάσκουν, πρωτίστως, με το παράδειγμά τους. Αλλά κοντά σε αυτό χρειάζονται και κάποιες αναφορές σε αναστήματα, που τίμησαν –όπως λέγαμε σε παλαιότερα ελληνικά– τα παντελόνια τους.
Όταν λοιπόν ο γιος του δημοσιογράφου έμπαινε στην εφηβεία αντιμετώπισε ως πατέρας ένα δίλημμα: να τον διδάξει όσα ο ίδιος διδάχθηκε από τον πατέρα του (την τιμιότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια) και να τον καταστήσει περίπου κοινωνικά ανάπηρο ή να τον διευκολύνει εξηγώντας του ότι ο κυνισμός, η ατιμία και η ασυνέπεια λογίζονται στις μέρες μας για αρετές; Στην πρώτη περίπτωση, θα είχε ήσυχη τη συνείδησή του. Στη δεύτερη, θα είχε διευκολύνει τη ζωή του γιου του. Ο δημοσιογράφος μας, όμως, είναι παλιομοδίτης, όχι παλιάνθρωπος. Ξέρει καλά ότι δεν έχουν αντίκρισμα οι αξίες με τις οποίες ο ίδιος ανδρώθηκε στη μεταπολεμική Ιταλία, κι ας τις επικαλούνται πολλοί και τις λερώνουν ακόμη περισσότεροι. Ο παλαιάς κοπής δημοσιογράφος δεν είχε άλλο τρόπο παρά να μιλήσει στον γιο του για δυο διαφορετικά υποδείγματα βίου, που ο αναγνώστης θα αποφασίσει ποιο είναι το αποκλίνον.
Του μίλησε, λοιπόν, για τον παρτιζάνο Πέδρο, ένα νέο άνθρωπο με σπουδές κι ευγενή καταγωγή, που έκανε το καθήκον του προς την πατρίδα βγαίνοντας το 1944 στο βουνό και αφήνοντας κατά μέρος τη βολή του. Ηταν επικεφαλής μιας ολιγάριθμης ομάδας ανταρτών, η οποία σταμάτησε εκατοντάδες πάνοπλους Γερμανούς, που αποσύρονταν από την Ιταλία. Ανάμεσά τους διέκρινε μασκαρεμένο σε Γερμανό υπαξιωματικό τον Μουσολίνι, τη σύντροφό του και κάποιους συνεργάτες του. Ο Πέδρο συνέλαβε τους μασκαράδες και τους φέρθηκε με την ανθρωπιά που αξίζουν όλοι οι ηττημένοι και μάλιστα οι ηττημένοι αιχμάλωτοι πολέμου.
Του μίλησε επίσης και για τον Συνταγματάρχη Βαλέριο, ο οποίος έσπευσε από το Μιλάνο –άκαπνος κι ατσαλάκωτος αυτός, όπως όλοι οι κομματικοί επίτροποι– να συναντήσει τους συλληφθέντες, τους οποίους και αδιακρίτως δολοφόνησε εν ψυχρώ και αναπολόγητους! Τα πτώματά τους μάλιστα κατέληξαν εκθέματα στην πιάτσα Λορέτο, στο Μιλάνο, κρεμασμένα ανάποδα από στους στύλους ενός βενζινάδικου (που αργότερα, αν καλά θυμάμαι, έγινε Μακ Ντόναλντ).
Οι Ιταλοί για τον πόλεμο είχαν πολλούς λόγους να ντρέπονται. Χάρη στον Βαλέριο και στην πιάτσα Λορέτο πρόσθεσαν ακόμη δύο.
Ο Πέδρο μετά τον πόλεμο, ξεχασμένος απ’ όσους σταδιοδρομούσαν στις πλάτες των λιγοστών ανταρτών, επέστρεψε στην καθημερινότητά του, χωρίς ποτέ να καυχηθεί για τον νεανικό ηρωισμό του. Επίσης ο Πέδρο δεν έγινε μέλος κανενός κόμματος και δεν αξιώθηκε ούτε υποσημείωση στην (κομματική) Εγκυκλοπαίδεια της Αντίστασης.
Ο Συνταγματάρχης Βαλέριο –ο από σπόντα ήρωας της κομματικής επετηρίδας– πάλι τιμήθηκε για τις δολοφονίες του κι έκανε διά βίου πολιτική καριέρα με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, ενώ ο πραγματικός ήρωας Πέδρο δεν έκανε τη νεότητά του εφαλτήριο καμιάς αρπαχτής. Και η αποφυγή αυτού του πειρασμού είναι, νομίζω, ένας κατ’ εξακολούθησιν ηρωισμός.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι πολιτεύθηκαν με διαφορετικούς τρόπους· ο ένας είναι ο εύκολος, ο άλλος θέλει αρματωσιά ηθική.
Ο γιος του Ιταλού δημοσιογράφου, όταν ρωτήθηκε από τον πατέρα του, διάλεξε σε ποιον από τους δύο θέλει να μοιάσει. Ο πατέρας του χάρηκε με την εκλογή του Πέδρο, αλλά δεν ανακουφίστηκε.
Εμένα πάλι, που δεν είμαι τόσο γνωστικός πατέρας, θα με ανακούφιζε αν τα παιδιά μου έκαναν μιαν ανάλογη εκλογή. Σύμφωνοι, δεν θα είχαν τις πρόσκαιρες τιμές του Βαλέριο, αλλά την παντοτινή ακεραιότητα του Πέδρο.
Κι εγώ την περηφάνια ότι κοντά μου δεν μεγάλωσαν τυχοδιώκτες.
ΥΓ.: Άφησα για το τέλος τα ονόματα. Βαλέριο κατά κόσμον Γουάλτερ Αουντίζιο είναι ο συνταγματάρχης και Πέντρο ή κατά κόσμον Πιερ Λουίτζι Μπελίνι ντέλε Στέλε ο αντάρτης. Και τους δύο μού τους σύστησε ο sui generis δημοσιογράφος Mάσιμο Φίνι.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ