του Γεώργιου-Νεκτάριου Παναγιωτίδη
“Είδομεν ότι τα χείλη ήσαν κατακόκκινα από νωπόν αίμα.
(…) το μυσαρόν, δυσώδες στόμα του, το είδα υγρόν από το αίμα το νωπόν.
Ο αγών ήρχισε και εις το τέλος θα νικήσωμεν- τόσω βέβαιον όσω ο Θεός εις τα υψηλά κατοικεί και τα ταπεινά εφορά”.
(Μπραμ Στόουκερ, “Ο πύργος του Δράκουλα”, μετάφραση Αλέξ. Παπαδιαμάντη)
Στην πολύ καλή μελέτη «Με εντάφια κτερίσματα» (εκδ. Δόμος, 2010), ο συντάκτης της Λάμπρος Καμπερίδης παρουσιάζει σειρά επιχειρημάτων βάσει των οποίων ο «άγιος των γραμμάτων μας» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέλεγε με βάση τα δικά του –πάντα μη-βιοποριστικά– αισθητικά, ηθικά, πνευματικά κριτήρια τις μεταφράσεις που θα έκανε για το ελληνικό κοινό. Έτσι και με τον «Δράκουλα» (ανέκδοτο ακόμη στο σύνολό του) του Μπραμ Στόουκερ, ένα κορυφαίο έργο που εντάσσεται στη λεγόμενη «βαμπιρική» ή ευρύτερα γοτθική ή σκοτεινή ρομαντική παράδοση και το οποίο ο διηγηματογράφος του «Αλιβάνιστου» και της «Φόνισσας» μετέφραζε χωρίς ούτε 6 χρόνια να έχουν συμπληρωθεί από την έκδοσή του για την εφημερίδα «Νέον Άστυ» σε συνέχειες (27/01 ως 24/06/1903). «Τι είναι μια Παραβολή παρά μια νουβέλα σε μικρογραφία» έγραφε ο Στόουκερ το 1908 και πράγματι ο Δράκουλας είναι μια μεγάλη αλληγορία, όπου ο καταραμένος αυτός κι αιμοδιψής χαρακτήρας αναπαριστά τον ίδιο το Διάβολο. Ο Παπαδιαμάντης είχε πρωτύτερα μεταφράσει για την ίδια εφημερίδα τον «Αόρατο άνθρωπο» ενός ακόμη μεγάλου Άγγλου, του H. G. Wells, μια από τις «κλασικότερες» νουβέλες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.
Όμως, παρόμοιες εξειδικευμένες μελέτες δεν έχουν εκδοθεί για τον Φώτη Κόντογλου, άλλο κορυφαίο πρόσωπο της παράδοσής μας. Όπως ο ‘Εντγκαρ Άλλαν Πόε ήταν από τα ελάχιστα ονόματα ξένων συγγραφέων που ο Παπαδιαμάντης αναφέρει ονομαστικά σε γραπτά του μαζί με τον Δίκενς και τον Δοστογιέφσκι, έτσι ο Πόε είναι ένα από τα ελαχιστότατα πρόσωπα Ελλήνων ή ξένων λογοτεχνών που αποθαυμάζει ο Φώτης Κόντογλου. Πολύτιμη εξαιρετικά είναι η μαρτυρία του προσωπικού φίλου του συγγραφέα Κωνσταντίνου Καβαρνού, ο οποίος στο βιβλίο του «Συναντήσεις με τον Κόντογλου» (εκδ. Αστήρ) μεταφέρει την εξαιρετική εκτίμηση του Κόντογλου για το έργο του «Αμερικανού που έγραφε σαν Άγγλος». Ο Κόντογλου τον εκτιμούσε ιδιαίτερα για το –όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Καβαρνός– «βαθύ, μεταφυσικό, θρησκευτικό» πνεύμα που διαπνέει τις ιστορίες του. Όχι μόνο αυτό αλλά ο Κόντογλου θα αναλάβει και το ρόλο του μεταφραστή διηγημάτων του Πόε από τα γαλλικά. Ειδικότερα, είναι γνωστό πως έχει μεταφράσει τα διηγήματα «Μη στοιχηματίζετε ποτέ το κεφάλι σας στο διάολο» και το (κυκλοφορηθέν και πρόσφατα) «Ένα χειρόγραφο που βρέθηκε σε μια μποτίλια». Επίσης, ο ίδιος ο Κόντογλου ανέλαβε την εικονογράφηση μιας έκδοσης έργων του Πόε και το σκίτσο διασώζεται στο σχετικό οικογενειακό αρχείο, σηματοδοτώντας έτσι την πραγματικά εκπληκτική εκτίμησή του προς το έργο του.
Το σημερινό Halloween, όπως γιορτάζεται ως μια κοσμική –και συχνά παιδική– γιορτή σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 31 Οκτωβρίου, στην πραγματικότητα δεν είναι άλλο από μια μετεξέλιξη της Παραμονής των Αγίων Πάντων (All Hallows Eve), μιας εκκλησιαστικής γιορτής, όπως καθιερώθηκε στην Ορθόδοξη δυτική Ευρώπη από τον Πάπα Γρηγόριο τον 3ο (731-741), ο οποίος μάλιστα ήταν ο τελευταίος Πάπας που η εκλογή του επικυρώθηκε από τον Βυζαντινό Έξαρχο της Ραβέννας. Η παραμονή της γιορτής των αγίων πάντων ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, ήταν η «Μέρα των νεκρών» ή η «Μέρα των ψυχών».
Ο Ένγκαρ Άλλαν Πόε (1809-1849) εκτός όλου του άλλου έργου του έχει γράψει ένα από τα γνωστότερα και χαρακτηριστικότερα ποιήματα που αναφέρεται στο Halloween. Πρόκειται για το ποίημά του Ουλαλούμη, το οποίο ρητά εκτυλίσσεται σε μια νύχτα θλιβερού Οχτώβρη στην υποβλητική ατμόσφαιρα της «μουντής λίμνη του Όβρη» και «στην ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ». Επρόκειτο για το έτος 1847, οπότε η νεαρή σύζυγος του Πόε Βιργινία Κλεμ είχε εκδημήσει από φυματίωση. O αφηγητής-ποιητής, διαβαίνοντας μέσα από εκείνα τα δασώδη μέρη, ένα βαθύσκιωτο λόγγο μια νύχτα του Οκτώβρη φτάνει σε ένα τάφο, που ανακαλύπτει τελικά εμβρόντητος πως είναι εκείνος της αγαπημένης του Ουλαλούμης. Μεταξύ άλλων, το ποίημα πραγματεύεται μέσα από την ονειροπόληση του ποιητή την παρουσία των νεκρών και τη συνέχιση της ύπαρξής τους.
Με βάση τα λίγα που κορφολογούνται παραπάνω, κανείς μπορεί να δει πιο ανάγλυφα τη στάση των δύο σοφών και διακριτικών στυλοβατών της αυθεντικής παράδοσής μας και κορυφαίων πολεμίων του άκριτου πιθηκισμού και της ξενομανίας έναντι των σχετικών ρευμάτων τέχνης, αισθητικής, πνεύματος και ακόμη να μιλήσει πολύ σωστότερα για την αισθητική, την καταγωγή, το πνεύμα του Halloween και τη δέουσα στάση μας έναντι αυτού, με αφορμή κάποιες -νεανικές συνήθως– εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα και στον τόπο μας.
Περί πνεύματος της παράδοσης
Αν το νήμα από τον Φώτη Κόντογλου ως το Halloween φαίνεται μακρύ ή κάπως τραβηγμένο, ας σκεφτούμε ορισμένα από τα άλλα υπάρχοντα νήματα που ξεκινάνε από την παράδοσή μας. ΄Όποιος διαβάσει τα «Πεζά κείμενα» του Νίκου Εγγονόπουλου (εκδ. Ύψιλον, 1987), θα δει ότι ο μεγάλος Έλληνας ποιητής θεωρεί τον ιταλικό υπερρεαλισμό του Μαρινέττι, για παράδειγμα, όχι απλώς ως συνδεόμενο αλλά ως έκφραση κορυφαίων συνιστωσών της ελληνικότητας. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, στην αλληλογραφία του με τον Γιώργο Σεφέρη (Ερμής, 1981), κατά την ίδια νεανική περίοδο που έγραφε το «Ελεύθερο πνεύμα», το οποίο θεωρήθηκε ως μανιφέστο της Γενιάς του ’30 που επανέφερε την ελληνικότητα στο προσκήνιο, έγραφε στο Γ. Σεφέρη, ίσως με μια δόση υπερβολής, για την «ελληνογαλλική» αντίληψη της ελληνικότητας που είχε, με την έννοια της συγγένειας της φιλελευθερίας της με την παρισινή “chère liberté”, όπως τη γνώρισε και μέσα από τις σπουδές του εκεί, ενώ με αφορμή τη σκοτεινότητα και τον ερμητισμό της «Στροφής» του Σεφέρη, του έγραφε σε γράμμα τα εξής βαρυσήμαντα: «Δεν αποκρυσταλλώνεται, δε σταματά η Ελλάδα μες σε φόρμουλες και σε καλούπια. Τα ζωντανά έθνη δεν ανέχονται όρια. Η αλύγιστη, η ακλόνητη σχολή σημαίνει το μαρασμό και το θάνατο κάθε δημιουργίας». Διαπιστώσεις του 1931.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς είχε άλλωστε γράψει πολύ εύστοχα ότι οι τρεις συνιστώσες της ελληνικότητας είναι το «φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του Εικοσιένα, η αρχαία ελληνική γραμματεία και η Ορθοδοξία» (Εκδόσεις των φίλων, 1975). Σε ό,τι αφορά την Ορθοδοξία ειδικά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ενός Γάλλου μοναχού, νυν Ορθόδοξου και πρώην μέλους του Ρωμαιοκαθολικού Τάγματος των Τραππιστών, του π. Πλακίδα Deseille. Στο βιβλίο του «Ανατολική και Δυτική Χριστιανοσύνη» (εκδ. Αρμός, 2004), και παρ’ ότι ο Καθολικισμός βασίζεται στη λογική σε αντίθεση με το Πνεύμα, παρουσιάζει μια σειρά από αγίους της Δυτικής Χριστιανοσύνης, οι οποίοι προσέγγισαν αρκετά την Ορθοδοξία. Επρόκειται για διάφορους μυστικούς μέσα στους αιώνες: την Τηρεσία της Άβιλα (1515-1582) και άλλους Καρμηλίτες μοναχούς, τον Ιωάννη του Σταυρού (1542-1591) και πολλούς ακόμη, που αψήφησαν το Σχολαστικισμό και ήταν κοντύτερα στους Έλληνες Πατέρες και τα Αρεοπαγιτικά κείμενα.
Νομίζω πως το να καταλάβει κανείς καλά το πνεύμα της παράδοσης και τα βαθύτερα κριτήρια και κατευθύνσεις της προϋποθέτει εκτός από μελέτη και καλό αισθητήριο και την τολμηρή δημιουργική διάθεση για την οποία μιλά και πάλι ο Θεοτοκάς στην «Αργώ», που ήταν ένας ιδεολογικός φοιτητικός σύλλογος Ελλήνων φοιτητών: «Αισθανόντανε την ανάγκη να κλωτσήσουνε τη ρουτίνα που τους σκέπαζε, να λυτρωθούνε από ένα στείρο παρελθόν, να ξανοιχτούνε στο πέλαγος, να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των μεγάλων προγόνων και σαν καθυστερημένοι μαθητές των ξένων, μα σαν εξερευνητές, σαν κατακτητές, σαν αληθινοί Έλληνες». Αυτοί που το διαθέτουν ή ειλικρινά το προσπαθούν θα κατορθώνουν να βλέπουν βαθύτερα στα έργα του κόσμου, λόγια και απλούστερα, και να αναδεικνύουν αυτά στα οποία συνταιριάζεται η αυθεντική παράδοσή μας ή που θα έπρεπε να προσβλέπουμε ως έθνος κατά τη στοχοθεσία της Επινομίδας του Πλάτωνα: «Ό,τι αλήθεια οι Έλληνες παραλαμβάνουν από τους ξένους, στο τέλος το απεργάζονται καλύτερο».