του Ηλία Λάγιου
Υπήρξα, ένα από εκείνα τα δειλά, διστακτικά παιδιά, τα οποία δαπανήθηκαν σε μια παιδική ηλικία στοιχειωμένη από όνειρα πράξης. Θυμάμαι, αυτό θυμάμαι, ένα μεγάλο, έτσι παλιό, χαμηλοτάβανο σπίτι στην Άρτα, τον κήπο με την σιδερένια θύρα του, της φυλακής. Θυμάμαι, αλίμονο θυμάμαι, τις ατελεύτητες ώρες της καλοκαιρινής μοναξιάς, τον νυχτερινό τρόμο του Γενάρη, τον τρόμο να αναγκάζει τα χέρια μου να σέρνουν την κουβέρτα πάνα απ’ το ύψος των ματιών, θυμάμαι την κουβέρτα ευεργετώντας με μ’ ένα ιδιωτικό σκοτάδι.
Ήταν, τότε, το 1964. Είχα έναν εξάδελφο από την πλευρά της μάνας μου (γράφω ‒ και είχα πραγματικά έναν εξάδελφο· ας είναι ευλογημένος). Ήταν τέσσερα αγεφύρωτα έτη μεγαλύτερός μου, κατοικούσε στον Πειραιά, ανταμώναμε στον τόπο μου κάθε Πάσχα και Ιούλιο. Τον καμάρωνα, ντυμένον χάρες περισσότερες από τα ελέη του θεού.
1964, και ανάμεσα στα πράγματά του (αυτά τα οποία θα ονομαστούν, μετέπειτα, προσωπικά αντικείμενα), ηύρα και διάβασα το τεύχος 625 ‒ τίτλος: «Ήρως ή προδότης». Να, πώς γνώρισα και αγάπησα, τον Γιώργο Θαλάσση Φάντασμα.
Εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσβατα κι από σκληρά. Στο σχολειό, αμείλικτες μυλόπετρες που άλεθαν την ψυχή, γνήσια και απεχθή τέκνα του ήθους των νικητών, το περιοδικό του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και, ψυχωφελέστερον του ψυχωφελούς, το «Προς την Νίκη». Στο πρακτορείο Τύπου και Εφημερίδων, πρώτα και αθώα σημεία μιας διείσδυσης η οποία κατέστη βίαιη εισβολή και βάρβαρη, φράγκικη άλωση, το «Γέλιο και Χαρά», τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» και αν ενθυμούμαι καλώς, τα «Μίκυ Μάους». Κι ακόμη, αλλά πολύ προτιμότερη μ’ όλη την φτήνια της, η παιδική παραλογοτεχνία ‒ άχαρες απομιμήσεις του «Μικρού Ήρωος», με μπάσταρδα γραικοαμερικάνικα και ψευδοεξωτικά ονόματα: Καλ, Τάργκα, Ζορρό της Ζούγκλας, Ταν ο Υπερκόσμιος, Γκρέκο, Πλανητάνθρωπος, Μικρός Ταρζάν (μια επαρκής, ελπίζω, τζούρα γεύσης για τους νεώτερους, μια γερή δόση ανάμνησης για τους παλαιότερους).
Θυμάμαι, καλά θυμάμαι, το μαγαζί του Μπαρώνου, φορτωμένο μεταχειρισμένα περιοδικά (μια δραχμή το τεύχος αγόραζες, ένα πενηνταράκι το τεύχος πουλούσες ‒ δύο έδινες, ένα έπαιρνες). Τα παιδικά μάτια να κοιτάζουν άπληστα τις ντάνες των περιοδικών, τα δάχτυλα αναποφάσιστα να περνούν νευρικά από πρόσκληση σε πρόκληση. (Άραγε τον «Ινδό Χίτλερ»; ή τον «Ζίου Ζίτσου, τον Αδυσώπητο»; μήπως, το «Έχε Γεια Καημένε Κόσμε»;).
Ποτέ μου δεν μπόρεσα ν’ αποφασίσω, ποτέ δεν κατάφερα να αποστείλω στην στήλη αλληλογραφίας «Το Ταχυδρομείο μας» εκείνο το αναθεματισμένο γράμμα (το γράμμα που τόσες φορές είχα γράψει και άλλες τόσες είχα σκίσει). Το γράμμα το οποίο θα προσκαλούσε και, εν τέλει, θα έφερνε τους τρεις αγαπημένους στο σπίτι μας, το γράμμα που θα κάθιζε το Σπίθα στην πλαγινή μου καρέκλα, να ορέγεται και να γευτεί το δικό μας κρέας.
Και έτσι, η Συντροφιά των Ελευθέρων, η φωτεινή παρέα που (όπως μάθαινα από την στήλη αλληλογραφίας) περιδιάβαινε ολόκληρη την Ελλάδα, ποτέ δεν σταμάτησε στην Τζαβέλλα 6. Δεν χάρηκα την μάνα και την γιαγιά, σκυμμένες πάνω στις κατσαρόλες τους να μαγειρεύουν χωρίς σταματημό, ακαταπαύστως, για τον Μεγάλο Αχόρταγο. Δεν αφουγκράστηκα ποτέ μου, τον αγέρωχο ίσκιο του Γιώργου Θαλάσση να σκαρφαλώνει στην σκοτεινή σοφίτα μας, την γέμουσα ανωνύμων φαντασμάτων και μισοφωτισμένων μυχών, τον ίσκιο του σμίγοντας και ποδοπατώντας τα ανοικτίρμονα σκοτάδια.
Ίσως γιατί υπήρξα, καθώς πολλοί από μας, ένα δειλό διστακτικό παιδί.
Ποτέ δεν χάρισα στην Κατερίνα το μεγάλο τριαντάφυλλο του κήπου…
Για δύο σχεδόν δεκαετίες, από το 1952 έως το 1968, αλλά και το 1969-1970 με την μορφή πλέον κόμικ, ο «Μικρός Ήρως» έτερψε και ψυχαγώγησε τρεις τουλάχιστον γενιές Ελληνόπουλων, έθρεψε τα όνειρα, τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους φόβους τους, αλλά έκανε και κάτι περισσότερο: προσπάθησε να διδάξει γλώσσα και ήθος.
Το φτηνό (2 δρχ.), κακοτυπωμένο, εβδομαδιαίο περιοδικάκι, με τα πολύχρωμα, σταμπωτά εξώφυλλά του, δημιούργημα του δημοσιογράφου Στέλιου Ανεμοδουρά για να οικονομήσει τα προς το ζην της οικογενείας του, εκλήθη εν των πραγμάτων να παίξει έναν ρόλο ο οποίος, ασφαλώς, δεν συγκαταλέγετο στις προθέσεις του συγγραφέως του ‒ όμως χάρη σε αυτόν, τον έπαιξε πολύ καλά και, αυτό μετράει πάνω απ’ όλα, τον έπαιξε τίμια.
Ας θυμηθούμε (όσοι έχουμε μνήμες) εκείνη την μεταπολεμική, μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα. Την Ελλάδα της φτώχιας και του χωροφύλακα, την Ελλάδα του Πιουριφόυ και των Ανακτόρων, την Ελλάδα της καραμανλικής ανοικοδόμησης και της εκβιομηχάνισης των Αγγελόπουλων και του Μποδοσάκι, την Ελλάδα του Σκορπιού και της Σπετσοπούλας. Αλλά και την Ελλάδα του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη, την Ελλάδα των απεργών οικοδόμων και βιομηχανικών εργατών, την Ελλάδα των πορειών ειρήνης του Λαμπράκη και την Ελλάδα της δολοφονίας του Λαμπράκη, την Ελλάδα των πολιτικών κρατουμένων, του 1-1-4 και του Πέτρουλα.
Στα παιδιά αυτής της Ελλάδας μίλησε ο «Μικρός Ήρως», και μίλησε με ευθύτητα και αξιοπρέπεια, σε μια γλώσσα ενεργή, χυμώδη και εναργή η οποία βρισκόταν στον αντίποδα του άψυχου μορφώματος που δίδασκε το κράτος ex edra και στα θλιβερά σχολεία του ‒ όπου το μόνο το οποίο τα ζωοποιούσε ήταν ο προσωπικός ζήλος των διδασκόντων (εάν και εφόσον του επετρέπετο να εκδηλωθεί). Και ήταν, αυτή η δυναμική της γλώσσας, η οποία κατά πρώτον λόγο έθελξε τα παιδιά της εποχής.
[…].
Ήμουν εικοσιτριάχρονο και προπετές τσογλάνι (όπως επιβάλλεται σ’ αυτήν την ηλικία) όταν γνώρισα [τον Στέλιο Ανεμοδουρά], τον Δεκέμβριο του 1981. Με τον Μανόλη Γιακουμάκη, την Μίτσα Παλαιολόγου, την κεκοιμημένη Άννα Σταθάκη, τον Θωμά Μπότσαρη και, αργότερα, τον Γιώργο Κοροπούλη, εκδίδαμε το λογοτεχνικό (τέλος πάντων) περιοδικό «Ωλήν». Αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το ένατο τεύχος του στον «Μικρό ήρωα» και στον συγγραφέα του Θάνο Αστρίτη. Μιας και η ιδέα του αφιερώματος άνηκε στον γράφοντα, αυτός επιφορτίστηκε να ανακαλύψει το ίνδαλμα της νεότητας όλων μας.
Όταν έχεις μεγαλώσει με τον «Μικρό Ήρωα» (και είσαι εικοσιτριών χρονών, έτσι νέος, σχεδόν παιδί), τότε είσαι μαθημένος να ενεργείς με την αποφασιστικότητα του ήρωά σου. Ιδού λοιπόν, σχεδόν τηλεγραφικώς δοσμένες, οι κινήσεις μου. Ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο στο Άλφα. Ουδείς Αστρίτης, πόσον δε Θάνος, εμπεριέχεται στην μακρά σειρά των ονομάτων. Δεν απογοητεύομαι. Πηγαίνω στην στοά της Λέκκα 22, όπου ήταν η διεύθυνση του περιοδικού. Το μόνο που βρίσκω είναι μια ξεθωριασμένη επιγραφή: «Ο Μικρός Ήρως». Δρω αποφασιστικά: Εντοπίζω στην στοά ένα, εμφανώς, παλιοκαιρίσιο μαγαζί, με έναν, επίσης εμφανώς, ηλικιωμένο ιδιοκτήτη. Τον πλησιάζω αθόρυβα (αυτό, ούτε χρειάζεται εδώ, ούτε έγινε, το βάζω γιατί έτσι δρούσε ο Γιώργος Θαλάσσης) και τον ρωτώ αν ξέρει, τι απέγινε ο υπεύθυνος του περιοδικού. Μου απαντά, ότι έχει φύγει χρόνια τώρα και ότι το μόνο που γνωρίζει γι’ αυτόν είναι ότι εκδίδει την «Κατερίνα». Κατευθύνομαι στην Κλαυθμώνος. Αγοράζω από το εκεί περίπτερο την «Κατερίνα». Την ανοίγω, διαβάζω «Περιοδικός Τύπος», Συγγρού 224, αυτά δεν μου λένε τίποτε, εκδότης: Στέλιος Ανεμοδουράς. Εδώ είμαστε. Σχηματίζω τον αριθμό του τηλεφώνου. Μου απαντά μια γυναικεία φωνή. Ζητώ τον κ. Στέλιο Ανεμοδουρά. Με ρωτάει τι τον θέλω. Επικαλούμαι τον «Μικρό Ήρωα». Μου λέει να περιμένω. Περιμένω. Μια αντρική φωνή. Παρακαλώ; Ο κ. Στέλιος Ανεμοδουράς; Ο ίδιος. Ξέρετε τηλεφωνώ εκ μέρους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Ωλήν» (αυτό το είπα με στόμφο, με τον οποίο θα ανήγγειλα ότι, εκπροσωπώ τους «Τάιμς», την «Μοντ» και την «Ουάσιγκτον Ποστ» ‒ όλους μαζί). Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω; Επειδή υπήρξατε εκδότης του «Μικρού Ήρωος» θα ήθελα να μάθω αν ξέρετε πού μπορώ να βρω τον συγγραφέα του, τον Θάνο Αστρίτη. Ένα γελάκι. Μιλάτε με τον ίδιο. Το «Θάνος Αστρίτης» ήταν το ψευδώνυμό μου. Εξηγήσεις αμοιβαίες. Ένα ραντεβού για το επόμενο πρωί.
Έτσι, ξεκίνησε μια συνάφεια είκοσι περίπου χρόνων, μια συνάφεια η οποία εξελίχθηκε σε συμπάθεια, για να γεννηθεί, μετά την χρειαζούμενη επώαση, η φιλία. Μια φιλία η οποία με τίμησε και με πλούτισε και που τώρα, εξετάζοντάς την αναδρομικά, την βλέπω ίσια και γερή γιατί πακτώθηκε σε στέρεους αρμούς. Δεν ήταν μια σχέση ψεύτικη, με την επίφαση μιας ψευδούς οικειότητας ‒ εμπεριείχε την απόσταση των σατράντα χρόνων που μας χώριζαν, τον σεβασμό του νεώτερου προς τον ηλικιωμένο Δάσκαλο, την στοχαστική φροντίδα του πρεσβύτερου για τον αψίκορο νεαρό. Ο καθένας μας κοίταζε τον άλλο με ευθύτητα στα μάτια, ξέραμε το ποιος είναι ποιος. Και αυτό, ήταν του Ανεμοδουρά επίτευγμα, προαπαιτούμενο και διδαχή.
Τα κείμενα προέρχονται από το βιβλίο Στέλιος Ανεμοδουράς, Ο Μικρός Ήρως, Κατάρτι 2001, του οποίου η επιμέλεια και η εισαγωγή έγιναν από τον Ηλία Λάγιο. Η διάταξή τους κι ο τίτλος έγιναν από την Σύνταξη. Η φωτογραφία είναι του Βασίλη Γόνη.