του Ίωνος Δραγούμη
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ή το χωριό που μας γέννησε, είναι η μ ι κ ρ ή μ α ς π α τ ρ ί δ α, είτε σε νησί βρίσκεται, είτε σε κάμπο ― σε μεσόγειο ή σε παραθαλάσσιο.
Στα χωριά τα σπίτια είναι γνώριμα, και οι άνθρωποι σα να συγγενεύουν. Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει.
Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ’ αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κι η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό. Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κι έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν’ αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα. Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά.
Τις αγελάδες του χωριού και τ’ άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιόνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδυ τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα. Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδυ-βράδυ τα οδηγούν στις στάνες.
Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ’ αμπέλια και στα περιβόλια, με τ’ όπλο στον ώμο. Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες;
Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την Κυριακή τ’ απόγεμα, στ’ αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδυ, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν’ αντικρύστηκαν μια στιγμή, την Κυριακή τ’ απόγεμα στο χορό, στ’ αλώνια. Και θα την πάρει.
Έρχεται, πάλε η Κυριακή στο χωριό. Νωρίς γεμίζει η εκκλησιά από κορίτσια, γυναίκες, παιδιά, και άντρες, και γέροντες. Ο δάσκαλος ψέλνει στα δεξιά, και δυο τρία σκολιταρούδια του κρατούν το ίσο. Στ’ αριστερά είναι ένας χωριανός και ψέλνει με τη μύτη κι αυτός. Ο παπάς, με το κοντό το ράσο, λειτουργά και θυμιάζει. Οι γέροι, έχουν τα στασίδια τους και κάθονται. Στο παγκάρι οι επίτροποι πουλούν αγιοκέρια. Τ’ αγοράζουν οι χριστιανοί και τα στήνουνε στα μανουάλια, προτού ασπαστούν τα εικονίσματα. Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ’ άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε»…
Τις μικροδιαφορές που τυχαίνει να έχουν ανάμεσό τους οι χωριανοί, τις ξεδιαλύνουν οι δημογέροντες ― έφοροι του σκολειού κι επίτροποι της εκκλησιάς. Άμα βέβαια έχουνε μεγάλες διαφορές, τότε πηγαίνουν κάτω στη χώρα, να τους δικάσει κριτής, ειρηνοδίκης ή δικαστήριο. Μα πάντα καλλίτερα έχουν να μην κατεβαίνουν για τέτοιες δουλειές στη χώρα. Και μπελάς είναι και έξοδα γίνονται. Ενώ στο χωριό, με τη βοήθεια των γερόντων, άμα λείπουν τα πείσματα, όλα συμβιβάζουνται.
Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτιαστεί ή να σιαχτεί κανένας.
Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη. Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλα φτερωτά.
Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη. Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε Κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση. Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι.
Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο «κηρύττει τον λόγον του Θεού» με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει. Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει.
Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.
Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος. Και τότε ― τότε του έρχεται να γνωρίσει και τ’ άλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ’ αρμυρό νερό.
Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τον εγνωρίζουν. Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του.
Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξεριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν.
Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα. Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, ― η μ ε γ ά λ η π α τ ρ ί δ α. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθεια. Τα σπίτια τους είναι διαφορετικά κι αλλιώτικες οι εκκλησιές. Οι πολιτείες μπορεί να είναι μεγάλες, μεγαλόπρεπες, και φαίνονται σαν πλούσιες. Αυτός όμως κάθεται σε μια σοφίτα σκοτεινή, με τέσσερες άλλους μέσα. Πού είναι το σπίτι του το νοικοκυρεμένο, στο χωριό! Το χρήμα δεν είναι χυτό στους δρόμους. Δε σκύβει να μαζέψει χρυσάφι, παρά και αυτού δουλειά αναγκάζεται να γυρέψει. Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ’ ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή!
Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάνας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά. Και θυμάται τα βόδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε.
Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.
Εκείνοι που αφήνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κι έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. «Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα». Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιος τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλυτερεύει.
Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιος έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλυτερεύει η εργασία του καθενός.
Ο γιος μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιος, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλυτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιος δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιος του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί ν’ ανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν’ ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ’ άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.
Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλυτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν’ αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι ― δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ’ αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!
Ο γεωργός που με η δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.
Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ’ αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.
Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν ά ν θ ρ ω π ο ι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.
Σ’ όποια μικρή πατρίδα κι αν γεννήθηκε ή κι αν ζει ο Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται, σε πολιτεία ή σε χωριό, πρέπει να ενδιαφέρεται και να φροντίζει για την κ ο ι ν ό τ η τ ά του, πρέπει να θέλει να φανεί χρήσιμος και σ’ αυτήν, όπως θέλει να είναι χρήσιμος στον εαυτό του. Και όταν φανεί χρήσιμος στην κοινότητά του, πάλι στον εαυτό του θα είναι χρήσιμος. Πρέπει να νοιώθει πάντα πως, θέλοντας και μη, είναι δεμένος με τους τριγυρινούς του, τους πατριώτες του, και να τους βοηθεί. Μόνο εκείνος που βοηθεί τους άλλους, μπορεί με το δίκιο του να γυρεύει και απ’ αυτούς βοήθεια. Πάλι καλό δικό που θα κάμει βοηθώντας τους. Η αλληλοβοήθεια είναι δύναμη και του καθενός ανθρώπου και της κοινότητας όλης. Εκείνος που δε βοηθεί, δεν είναι άξιος να τον βοηθούν και οι άλλοι, και δεν την πειράζει την κοινότητα αν τύχει και χαθεί.
Ο άνθρωπος του κάθε τόπου, εκείνος και καλύτερα μπορεί να φροντίζει για τον τόπο του, γιατί εκείνος και πιο κοντά είναι, και κάθε μέρα τον βλέπει, δηλαδή τον ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον και τον πονεί περισσότερο.
Σαν τι βοήθεια όμως πρέπει να δίνει στους τριγυρινούς του, και σαν τι φροντίδα να δείχνει για τον τόπο του;
Πρέπει:
Α’). Να βοηθεί τον άλλο νάβρει δουλειά. Ο άλλος αυτός φυσικά πρέπει να ‘ναι άξιος να δουλέψει. Αν είναι ακαμάτης, ανίκανος, ποιος του φταίει αν χαθεί; Ο καθένας ας κοιτάζει να μεγαλώσει την εργασία του, για να μπορέσει και σ’ άλλους συντοπίτες του να δώσει δουλειά. Όσο μεγαλώνουν οι δουλειές του καθενός, τόσο χωρούν και παίρνουν και άλλους. Διψά η δουλειά γι’ ανθρώπους.
Β’). Να φροντίζει για τη νεώτερη γενεά. Τα σκολειά να καλυτερέψουν, Όχι να γίνουν με περισσότερες τάξες ή πιότερους δασκάλους, παρά να τα επιβλέπουν καλλίτερα οι έφοροι, να είναι πάντα καθαρά, αερικά, καλά χτισμένα, και ό,τι μαθαίνουν τα παιδιά να το μαθαίνουν αληθινά. Πολλά γράμματα δε θέλει ο πολύς κόσμος. Τα παιδιά φτάνει να μαθαίνουν καλά λιγοστά πράματα, ό,τι τους χρειάζεται για τις δουλειές του χωριού ή για την τέχνη τους, όχι άλλο. Πρέπει να μαθαίνουν και την εθνική τους ιστορία, για να ξέρουν τι είναι οι ίδιοι, ποιοι τους γέννησαν, και ποιοι είναι οι τωρινοί εχτροί του έθνους. Περισσότεροι δάσκαλοι δεν χρειάζονται, αλλά καλύτεροι. Φαντάζεστε τι θα ήταν για το έθνος ένα διδασκαλείο, που θα έβγαζε δασκάλους ― ανθρώπους. Έπειτα και τούτο να πρσέχουμε: το χωριό που έχει δημοτικό σκολειό ή τετρατάξια αστική σχολή, δεν έχει ανάγκη σχολαρχείο ή εφτατάξια αστική σχολή. Και ακόμη λιγότερο του χρειάζεται γυμνάσιο. Θα ήταν πια τρέλα να του φτιάσουν και πανεπιστήμιο.
Μα η νεώτερη γενιά δεν ανατρέφεται μονάχα με το σκολειό. Των παιδιών ταιριάζουν κυνήγια, παιχνίδια, περίπατοι, και να ρίχνουν στο σημάδι και να πηδούν στις τρεις, και να παραβγαίνουν στο τρέξιμο και στο κολύμπι, και να παλεύουν, και να ρίχνουν το λιθάρι, και να καβαλικεύουν άλογα. Άμα τα παιδιά δεν τα κάνουν αυτά μονάχα τους, πρέπει οι γεροντότεροι να τους κεντούν και να τους σπρώχνουν σ’ αυτά. Οι γέροι είναι άχρηστοι, και μάλιστα επικίνδυνοι, αν, επειδή κουράστηκαν αυτοί και αποκοιμιούνται, θέλουν ν’ αποκοιμίσουν και τα παιδιά τους. Τα παιδιά είναι η μελλούμενη ζωή του έθνους. Πρώτα απ’ όλα αυτήν πρέπει να σεβόμαστε.
Γ’). Να φροντίζει για κοινοτικά έργα ― να φυλάγονται τα χωράφια και τ’ αμπέλια από καλούς δραγάτες, τα δάση από δασοφύλακες εμπιστεμένους να σιάζονται οι τοπικοί δρόμοι, ή να φτιάνονται καινούργιοι αν χρειάζονται, να χτίζονται πετρογέφυρα, να διορθώνονται τα σκολειά, και για όλ’ αυτά να συνάζονται χρήματα.
Κοντά στη Σπάρτη είναι ένα χωριό, που το λένε Βαμπακού. Μερικοί χωρικοί φύγανε στην ξενιτιά και ξαναγύρισαν πίσω, άλλος με δίχως χρήματα, άλλος με λιγοστά. Αλλά γνωστικοί άνθρωποι, και κείνοι που έφυγαν κι όσοι μείνανε στο χωριό. Σύναξαν λοιπόν κάμποσα χρήματα, και επειδή ο δήμαρχος ήταν κομματάρχης του βουλευτή και ίσως όχι πολύ τίμιος άνθρωπος, και επειδή ο δήμος όλος μαζί δεν είναι τόσο συμμαζεμένος σαν ένα χωριό μοναχό, και επειδή το κράτος είναι πολύ μακριά και δε βλέπει τόσο καλά τις καθημερινές ανάγκες των χωριανών, όπως τις βλέπουν οι ίδιοι οι χωριανοί, ― γι’ αυτά όλα πάσκισαν κι έκαναν κοινότητα στο χωριό τους και την ορίζουν αυτοί, για να είναι και βέβαιοι πως το χρήμα που σύναξαν για το κοινό δε θα πάγει στα χαμένα.
Από τα 1898 στη Βαμπακού υπάρχει κοινότητα που φροντίζει για όλα τα γενικά ζητήματα του χωριού ― διορθώνει το σκολειό, μεταφέρνει το νεκροταφείο έξω από το χωριό, για την υγεία του τόπου, ― αρχίζει υδραυλικά έργα για να ποτίζονται καλλίτερα τ’ αμπέλια και τα περιβόλια, ― σιάχνει τους τοπικούς δρόμους και τα γεφύρια ― βάζει καλούς δραγάτες, και θα καταπιαστεί με τον καιρό κι άλλα πολλά χρήσιμα έργα.
Άμα τα χωριά προκόψουν, ούτε στην Αμερική θα πηγαίνουν οι χωριανοί για να πλουταίνουν, ούτε στις πολιτείες για να σπουδάσουν, ούτε στην Αθήνα για να βρίσκουν θέσες.
Αυτό που κάνει η Βαμπακού στην Ελλάδα, επειδή έτυχε να έχει γνωστικούς χωριάτες που καταλαβαίνουν το συμφέρο τους, αυτό το ίδιο το κάνουν όλες στην Τουρκιά οι ελληνικές κοινότητες, από τα παλιά χρόνια. Ο Τούρκος, φρόνιμος, άφησε τους Έλληνες να κυβερνιώνται μόνοι τους, κατά πώς θέλουν αυτοί. Δε σκοτίζεται για τα εσωτερικά τους ζητήματα. Γυρεύει μονάχα τα δοσίματα, βρίσκει λογής αφορμές και βάζει τον κόσμο σε μπελάδες, και για κανενός το καλό δε νοιάζεται. Και στη Βουλγαρία, ως τα τώρα, όπου βρίσκουνταν Έλληνες ήταν κ’ ελληνικές κοινότητες, κι όταν αποφάσισαν οι Βούλγαροι να ξεπατώσουν τον Ελληνισμό από την Ανατολική Ρωμυλία, κατασύντριψαν τις κοινότητες, άρπαξαν δηλαδή εκκλησιές και σκολειά, έδιωξαν δεσποτάδες, παπάδες και δασκάλους, ρήμαξαν κοινοτικά χτήματα, τρόμαξαν τον κόσμο ― κ α ι π α ν ο ι κ ο ι ν ό τ η τ ε ς. Οι Έλληνες αυτοί, οι κακότυχοι, μη βρίσκοντας πια κοινότητες να ζήσουν, άφηκαν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους κι έφυγαν σε τόπους πιο φιλόξενους.
Στην Τουρκιά οι ελληνικές κοινότητες θα βρίσκουνταν καλά, αν δεν ήταν οι Τούρκοι τόσο ελεεινοί. Στη Βουλγαρία οι Έλληνες θα ζούσανε καλά, αν τους άφηναν οι Βούλγαροι τις κοινότητές τους. Και στην Ελλάδα θα ζούσανε καλλίτερα οι Έλληνες, αν το κράτος καταλάβαινε πως το φυσικό του Ρωμιού είναι να ζει σε κοινότητες ιδιοκυβέρνητες. Ω Κράτος, μην του παίρνεις του Ρωμιού το ενδιαφέρο για το χωριό του, μην του κάνεις σ υ σκολειά, μη του διορίζεις σ υ τους δασκάλους, μην του φυλάς σ υ τ’ αμπέλια, τα χωράφια, τα δάση, μην του φτειάχνεις σ υ τους τοπικούς δρόμους, γιατί τον λύνεις έτσι από τους δεσμούς του με το χωριό του. Συ έχεις άλλες δουλειές γενικότερες. Αυτές να κοιτάζεις! Εμάς μονάχα να μας επιθεωρείς, να μας παίρνεις στρατιώτες, να μας ζητάς φόρους και να μας βοηθείς, αν μπορείς, να βρίσκουμε κεφάλαια για μεγάλες επιχείρησες.
Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτιάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτιάνουνε σχολειό. Τέλος φέρνουνε δάσκαλο για τα παιδιά τους ― και ν α τ η ν η κ ο ι ν ό τ η τ α.
Πρέπει, στην Ελλάδα ν’ αφήσουν ελεύθερα ξανά τις κοινότητες να φυτρώσουν. Με την τ ο π ι κ ή α υ τ ο δ ι ο ί κ η σ η ― όπου καθένας θα κυβερνά το χωριό του, και στο κράτος μονάχα θα πληρώνει τους φόρους, θα δίνει ό,τι μπορεί για τα μεγάλα εθνικά έργα, και θα κάνει το στρατιωτικό του ― το κράτος θα έχει καιρό να σκεφτεί και να φροντίσει για τα γενικότερα συμφέροντα του έθνους. Και έτσι, επειδή περισσότεροι θα κυβερνούν τα χωριά τους, λιγότεροι θα καταπιάνουνται να κυβερνήσουν το κράτος, και ίσως καλύτεροι.
Ο Ε λ λ η ν ι σ μ ό ς ε ί ν α ι μ ι α ο ι κ ο γ έ ν ε ι α α π ό Ε λ λ η ν ι κ έ ς κ ο ι ν ό τ η τ ε ς. Αυτό πρέπει να το ιδούμε ξάστερα όλοι.
Και είδες σε μιαν οικογένεια, σαν όλοι είναι γεροί και δουλεύει ο καθένας, πόση ευτυχία και πόση χαρά βασιλεύει, και τι προκοπή; Ο καθένας ξέρει τη θέση του, δε λαθεύει, και βοηθεί και τους άλλους. Κι είδες σ’ άλλην οικογένεια, που είναι ποιος άρρωστος, ποιος αδύνατος, και κανείς δε δουλεύει, πόση γρίνια και δυστυχία σωριάζεται; Ο καθένας ρίχνει τα λάθη στου αλλουνού τη ράχη, και δε βοηθούνται αναμεταξύ τους, και μαλώνουν ατέλειωτα.
Έτσι και το έθνος. Είναι μιαν οικογένεια από κοινότητες. Όταν οι κοινότητές του ― οι πολιτείες και τα χωριά του ― έχουν υγεία, δουλειά και προκοπή, κοίταξε πως προκόβει και το έθνος όλο. Όταν πάλε οι κοινότητές του είναι αρρωστιάρικες, και οι άνθρωποι μισοδουλεύουν, δεν είναι ευχαριστημένοι, γκρινιάζουν, παραπονιούνται, μαλλιοτραβούνται, και γίνονται κόμματα, κοίταξε το έθνος όλο πως παραλεί και στενοχωριέται και δε σαλεύει πια.
Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κ ο ι ν ό τ η τ ε ς πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει.
Η δ ο υ λ ε ι ά θα ζωντανέψει ή θα δυναμώσει τις κοινότητες. Και άμα ζωντανέψουν και δυναμώσουν αυτές, τότε θα θεριέψει το Έ θ ν ο ς.
Πρόλογος του Δ.Π. Ταγκόπουλου:
Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 292 (11 του Μάη 1908) του Νουμά. Είχε πρωτοβγεί στην Πόλη τις μέρες κείνες σε φυλλάδιο ξεχωριστό κι ήταν η Β’ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ στους σκλαβωμένους και στους ελευθερωμένους Έλληνες. Δεν ξέρω αν τις Προκήρυξες αυτές τις έβγαζε το Δημοτικιστικό «Αδερφάτο» της Πόλης, ή η «Οργάνωσις της Κωνσταντινουπόλεως», που ο Δραγούμης ήταν ένας από τους ιδρυτές και τους κυριότερους μοχλούς της.