του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Στα παιδιά μου,
τον Οδυσσέα-Ευάγγελο και τον Ρωμανό-Σπυριδώνη
Τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται αυτό το σημείωμα δεν τους γνώριζα ούτε εγώ ούτε οι Iταλοί φίλοι μου, που είχαν πολύ περισσότερους λόγους από εμένα να τους γνωρίζουν – κι όσοι δεν είναι άνοιωτοι να τιμούν αυτόν που αξίζει τιμής και να περιφρονούν αυτόν που αξίζει περιφρόνησης. Έμαθα για τους βίους και τις πολιτείες τους από κείμενο ενός γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα, ο οποίος ακόμη και σήμερα, που δεν τον βοηθάει ούτε η ηλικία ούτε η υγεία του, συνεχίζει να γράφει χωρίς να στρογγυλεύει και να προκαλεί εντάσεις με τις κρίσεις του.
Ο αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος στον οποίο αναφέρομαι και στον οποίο χρωστώ αυτό το σημείωμα είναι πατέρας κι ο ίδιος. Οι γονείς διδάσκουν, πρωτίστως, με το παράδειγμά τους. Αλλά κοντά σε αυτό χρειάζονται και κάποιες αναφορές σε αναστήματα, που τίμησαν –όπως λέγαμε σε παλαιότερα ελληνικά– τα παντελόνια τους.
Όταν λοιπόν ο γυιός του ιταλού δημοσιογράφου έμπαινε στην εφηβεία αντιμετώπισε ως πατέρας ένα δίλημμα: να τον διδάξει όσα ο ίδιος διδάχθηκε από τον πατέρα του (την τιμιότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια, την συνέπεια) και να τον καταστήσει περίπου κοινωνικά ανάπηρο ή να τον διευκολύνει εξηγώντας του ότι ο παρτακισμός, ο κυνισμός, η ατιμία κι η ασυνέπεια λογίζονται για αρετές; Στην πρώτη περίπτωση θα είχε ήσυχη την συνείδησή του. Στην δεύτερη θα είχε διευκολύνει την ζωή του γυιού του. Ο δημοσιογράφος στον οποίο αναφέρομαι είναι παλιομοδίτης, όχι ηλίθιος. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν έχουν αντίκρισμα οι αξίες με τις οποίες ο ίδιος ανδρώθηκε στην μεταπολεμική Ιταλία, κι ας τις επικαλούνται πολλοί και τις λερώνουν, ενώ είναι ελάχιστοι αυτοί που, πραγματικά, τις υπηρετούν. Ο παλαιάς κοπής δημοσιογράφος δεν είχε άλλο τρόπο, παρά να μιλήσει στον γυιό του για δυο διαφορετικές στάσεις ζωής για δυο διαφορετικά υποδείγματα βίου.
Του μίλησε, λοιπόν, για τον παρτιζάνο Πέδρο, ένα νέο άνθρωπο με σπουδές κι ευγενή καταγωγή, που έκανε το καθήκον του προς την κοινωνία και την πατρίδα βγαίνοντας στο βουνό κι αφήνοντας κατά μέρος την βολή της αστικής ζωής του. Ήταν επικεφαλής μιας ευάριθμης ομάδας –μικρότερης των δέκα– ανταρτών, η οποία σταμάτησε εκατοντάδες πάνοπλους Γερμανούς, που αποσύρονταν από την Ιταλία. Ανάμεσα σε αυτούς διέκρινε μασκαρεμένο σε Γερμανό υπαξιωματικό τον Μουσολίνι, την σύντροφό του και κάποιους υψηλόβαθμους συνεργάτες του. Ο θαρραλέος Πέδρο συνέλαβε τους μασκαράδες και τους φέρθηκε με την ανθρωπιά που αξίζουν όλοι οι ηττημένοι άνθρωποι και μάλιστα οι ηττημένοι αιχμάλωτοι πολέμου.
Από το Μιλάνο δεν άργησε να φτάσει ο συνταγματάρχης Βαλέριο, ατσαλάκωτος κι άκαπνος αυτός, όπως όλοι οι κομματικοί επίτροποι. Ο Βαλέριο δολοφόνησε αναπολόγητους κι εν ψυχρώ όλους τους αιχμαλώτους. Άλλοι από αυτούς ήταν συνυπεύθυνοι κι άλλοι λιγότερο συνυπεύθυνοι ή και ανεύθυνοι για τα πεπραγμένα του Μουσολίνι. Όλων τα πτώματα κατέληξαν εκθέματα στην πιάτσα Λορέτο, στο Μιλάνο. Ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών βρέθηκαν κρεμασμένοι ανάποδα από στους στύλους ενός βενζινάδικου (που σήμερα είναι μακ ντόναλ).
Οι Ιταλοί για τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο είχαν πολλούς λόγους να ντρέπονται. Χάρη στον Βαλέριο στην πιάτσα Λορέτο πρόσθεσαν ακόμη έναν.
Ο παρτιζάνος Πέδρο μετά τον πόλεμο, ξεχασμένος απ’ όσους σταδιοδρομούσαν στις πλάτες των λιγοστών ανταρτών, επέστρεψε στις σκοτούρες της καθημερινότητας, χωρίς ποτέ να ζητήσει μερτικό δόξας ή, έστω, να καυχηθεί για τον νεανικό ηρωισμό του.
Ο συνταγματάρχης Βαλέριο πάλι τιμήθηκε για τις δολοφονίες του κι έκανε διά βίου πολιτική καριέρα με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας.
Ο Πέδρο, που πρωταγωνίστησε σε μια ένδοξη επιχείρηση της αντίστασης δεν έγινε μέλος κανενός κόμματος και δεν αξιώθηκε ούτε υποσημείωσης στην (κομματική) Εγκυκλοπαίδεια της Αντίστασης.
Ο Βαλέριο έγινε από σπόντα ήρωας της κομματικής επετηρίδας, ενώ ο πραγματικός ήρωας Πέδρο δεν έδωσε συνεντεύξεις, δεν εξέδωσε απομνημονεύματα και παρέμεινε εν ολίγοις ο άνθρωπος που δεν έκανε την νεότητά του εφαλτήριο καμιάς αρπαχτής. Και η αποφυγή αυτού του πειρασμού είναι ένας κατ’ εξακολούθηση ηρωισμός.
Αυτοί οι δυο άνθρωποι, αυτοί οι δυο αντάρτες πολιτεύθηκαν, δηλαδή έζησαν, με δυο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας είναι ο εύκολος, ο άλλος θέλει αρματωσιά ηθική, που τις τελευταίες δεκαετίες η κοινωνία την περιφρονεί, θεωρώντας την ούτε λίγο ούτε πολύ χαζομάρα.
Ο γυιός του ιταλού δημοσιογράφου, όταν ρωτήθηκε από τον πατέρα του, διάλεξε σε ποιον από τους δυο θέλει να μοιάσει. Επέλεξε τον Πέδρο. Ο πατέρας του, προφανώς, χάρηκε με την εκλογή του αλλά δεν ανακουφίστηκε.
Εμένα πάλι, που δεν είμαι τόσο γνωστικός πατέρας, θα με ανακούφιζε αν τα παιδιά μου έκαναν μιαν ανάλογη εκλογή. Σύμφωνοι, δεν θα είχαν τις πρόσκαιρες τιμές του Βαλέριο αλλά την παντοτινή ακεραιότητα του Πέδρο.
Κι εγώ την περηφάνια ότι κοντά μου δεν μεγάλωσαν τυχοδιώκτες.
Υ.Γ. Άφησα για το τέλος τα ονόματα. Valerio ή κατά κόσμον Walter Audisio είναι ο Συνταγματάρχης και Pedro ή κατά κόσμον Pier Luigi Bellini delle Stelle ο Αντάρτης. Και τους δυο μου τους σύστησε ο δημοσιογράφος Massimo Fini. Η εβραϊκή καταγωγή της μητέρας του, που γεννήθηκε στην τσαρική Ρωσία, τον προστάτεψε από απρέπειες που, εντέλει, απ’ όσο γνωρίζω, δεν απέφυγε, αν και κατά την κρίση μου, θα ήταν σφοδρότερες χωρίς αυτή.