του Νίκου Μαυρίδη
Η «Δημιουργία της Θεσσαλονίκης»
Θα χωρίζαμε το έργο του Γ.Χειμωνά σε δύο περιόδους: η πρώτη είναι αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «η Δημιουργία της Θεσσαλονίκης». Η δεύτερη είναι όλο το υπόλοιπο έργο του. Στην «Δημιουργία της Θεσσαλονίκης» θα τολμούσαμε να εντάξουμε τον Πεισίστρατο και την Εκδρομή και θα περιέγραφα το είδος της δημιουργίας αυτής ως την αυθεντική «Άξεστη Γραφή», γραφή που επικαλείται ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο της δεύτερης έκδοσης του Πεισίστρατου. Ο «Πεισίστρατος» και η «Εκδρομή» είναι τα πρωτόλεια που συγκροτούν αυτήν την άγουρη εφηβική γραφή, την «βάρβαρη γραφή» της «βουβής, εσπερινής Θεσσαλονίκης», της πόλης που έθρεψε τα νεανικά όνειρα του συγγραφέα.
Αυτή η βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, «γι’ αυτούς που ξέρουν» (όπως συμπληρώνει στο οπισθόφυλλο του Πεισίστρατου ο Χειμωνάς), υποδηλώνει και τον χαρακτήρα αυτού του πρωτόλειου που θα μπορούσε να τεθεί και εκτός της τυπωμένης εργογραφίας του, αν ο συγγραφέας δεν έκανε εκείνη την αποφασιστική εξαίρεση να σώσει το χωλό τέκνο του από τους «σπαρτιατικούς αποθέτες», υποκείμενος σε έσω λογοδοσία ή εν πάση περιπτώσει τύχῃ ἀγαθῇ: «Ο Πεισίστρατος. Ήμουν έφηβος όταν πρωτόγραψα τον Πεισίστρατο, γύρω στα 1957. Εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα, χάρη στο χρηματικό έπαθλο του Δήμου Θεσσαλονίκης και με λίγες προσθήκες από τις εν τω μεταξύ εμπειρίες μου του φοιτητού Ιατρικής. Πιστεύω πως η διαδρομή μου αρχίζει με τον δεύτερο βιβλίο, την «Εκδρομή», γι’ αυτό και δίσταζα να τον ξαναεκδώσω. Τον κρατούσα πάντα σαν ένα νεανικό βίωμα, εξομολογημένο μ’ έναν άξεστο τρόπο. Αλλά αυτού του είδους ή άξεστη γραφή, θα συνεχισθεί στα επόμενα βιβλία μου – και δίνω μια απόλυτα θετική έννοια σ’ αυτήν την λέξη, άξεστος. Σημαίνει τον θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο πέτρες και κινδύνους να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα, τις «κατακόρυφες» θανάσιμες πράξεις. Πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη στον «Πεισίστρατο». Πέρα όμως από αυτά, ο Πεισίστρατος, συγκεκριμένα, είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα σ’ εκείνη την βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της (για όσους την ζήσαμε από παιδιά) πολύτιμη αθλιότητα. Και όχι απλά να δικαιωθεί – αλλά να δικαιωθεί σαν μια δαιμονική ιδιοφυία. Το «υπερβολικό διήγημα» που, φαινομενικά, είναι όλος ο κόπος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος και η ανήμερη μανία του να γίνει ο βασιληάς της Καρθαγένης».
Πραγματικά, ο Πεισίστρατος και η Εκδρομή διαφέρουν ριζικά από το υπόλοιπο έργο του Χειμωνά. Στα δύο αυτά έργα, που διαδραματίζονται στην Θεσσαλονίκη, η πνευματική κίνηση άγεται και φέρεται από τον ρυθμό ενός τόπου και της ενεργής ανάμνησής του∙ το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα ρυθμίζεται ωρολογιακά από την γραφή του ονειρικού χρόνου, εντός του οποίου αναπτύσσεται ο τόπος ως εικόνα απολιθωμένης μνήμης, αλλά και εν τέλει σωτήρια ανάμνηση που εξέρχεται της ολότητας της μνήμης.
Ήδη από το «Μυθιστόρημα», ο Χειμωνάς θα εγκαταλείψει την ζωγραφία της ερημιάς, την γεωγράφηση της αστικής ερήμου, της ημιγαιώδους Θεσσαλονίκης για να βυθισθεί στον χώρο της υπο-συνείδησης. Η πνευματική αυτή μεταφορά είναι ομογάλακτη της πρωτόλειας κίνησης του Πεισίστρατου και της Εκδρομής. Από το «Μυθιστόρημα» και εντεύθεν ο Χειμωνάς θα εισέλθει στον χώρο της συνείδησης με την βαθύτερη έγνοια να ξεφύγει απ’ αυτήν, αφού πρώτα της προσδώσει την πρωτογονική, αντεστραμμένη προοπτική του υποσυνειδήτου.
Ό,τι είναι βάλσαμο, αλλά και βάσανος για τον συγγραφέα στην «Δημιουργία της Θεσσαλονίκης», δηλαδή η ίδια η «Πόλις» ως Τόπος, έτσι και στην μετέπειτα πορεία, σ’ αυτήν που ξεκινά από το «Μυθιστόρημα» και δώθε θα είναι και ο ιδιαίτερος λειμώνας της συνείδησης, δηλαδή η «υπο-συνείδηση», το περίφημο υποσυνείδητο που έπαιξε κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα την ψευδαισθητική θύρα διαφυγής του νεωτερικού ατόμου από την αβάσταχτη εαυτότητά του.
Ιδού μια πρώτη διαφορά τιθέμενη στα πρόθυρα αυτής της εργασίας: ο τόπος και ο χώρος είναι τα δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ελληνική και την ρωμαϊκή και κατ’ επέκτασιν δυτική τέχνη και ψυχή. Για την ρωμαϊκή-δυτική ψυχή ο Τόπος είναι προ-ϊστορικός, προ-πολιτειακός, για την (νέο)ελληνική ψυχή και τέχνη είναι η αρχή, η μορφή που ορίζει το τέλος. Ακόμη και για τον Αριστοτέλη, τον πιο δυτικό της ελληνικής παράδοσης, τον πρώτο Έλληνα άνθρωπο της γραφής, η Μορφή του Σωκράτη είναι το τέλος του όχι η σκέψη του. Αυτήν τη εσχατολογική ελληνική Μορφή αντιλήφθηκε ο Χάιντεγγερ στις αναλύσεις του για τον Τόπο και τον Χώρο, αλλά έπρεπε να προσδώσει στον τόπο αυτονομία και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποθεώσει αντιστικτικά, δια μέσω της λειτουργίας ενός «Είτε-Είτε» την παράλληλη αυτονομία, την τεχνική υφή της ρωμαϊκής πολιτείας και της δυτικής τέχνης που ίδρυσε η σύνθεση αριστοτελισμού και αυγουστίνειας εσωτερικότητας και καθόρισε την Δυτική Ιστορία, την Ιστορία της Οντοθεολογίας.
Με το «Μυθιστόρημα» ο Χειμωνάς διαφεύγει με δημιουργικό τρόπο από την ζηνώνεια οικονομία του απειροελαχίστου που συνιστά η ημιχριστιανική, οπωσδήποτε πάντως ιωνική, προσφυγική Θεσσαλονίκη. Και ως ζηνώνειο απειροελάχιστον εννοούμε εδώ την δυνατότητα να παράγεις το άπειρο από το περατό. Να τεμαχίζεις ατελεύτητα τον κόσμο και τον χώρο δημιουργώντας θαυμαστικά χρόνο, ο οποίος σε αντίθεση προς την νεωτερική σύλληψη του μυθιστορηματικού υποκειμένου δεν συνιστά απειροστική δύναμη, αλλά απειροελάχιστη οντότητα, στα όρια αλλά μηδέποτε ενθάδε του ου-τοπικού μηδενός.
Η «Δημιουργία της Θεσσαλονίκης» και ιδιαίτερα ο Πεισίστρατος είναι η λογοτεχνία των όντων και των πραγμάτων, καθ’ εαυτών και «δι’ εαυτών». Η δημιουργία εδώ είναι η αναστροφή της εγελιανής διαλεκτικής και εν γένει της νεωτερικής ανθρωπολογίας. Παρά τις συνεχείς ρητορικές, ανθρωποκεντρικές αποστροφές του εφήβου συγγραφέα, ο οποίος αργότερα θα προσδώσει στο εν γένει πλατωνικό πρότυπο της ιδέας που ονομάζεται «Αναγέννηση» το επίθετο «Δύσθυμος». Ο Χειμωνάς αναλαμβάνει το νήμα της νεοελληνικής Αναγέννησης και το μανιφέστό της από τις «Δοκιμές του Σεφέρη». Η σεφέρειος νεοελληνική Αναγέννηση αρχινούσε από τον Ερωτόκριτο και τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο και τέλειωνε στον Σικελιανό με τον ίδιο τον Σεφέρη να αποπειράται την έσχατη ανάλαμψή της. Αλλά η γέννηση ενός νεοελληνικού υποκείμενου ναυαγούσε στις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» με τον εγκλωβισμό της νεοελληνικής Αναγέννησης σε ένα ελληνικό μεσαιωνισμό, που όχι μόνο δεν μπορούσε να βαδίσει προσθίως αλλά ήταν και αδύνατον να αναποδίσει στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Κι αυτό γιατί την νεοελληνική Αναγέννηση την είχε υφαρπάξει δαιμονικά ο Καζαντζάκης, στην «Αναφορά στον Γκρέκο» και στην εμβληματική «Οδύσσεια», οπού προσέδιδε στην (νεο)ελληνική αρχαιότητα την αρχαϊκή, ταυρική, «μινωϊκή» ιδέα του, ενώ εξακόντιζε τον ελληνισμό στο απόλυτο μέλλον με τον κοσμογονικό μοντερνισμό του «Καπετάν Μιχάλη» και του «Ζορμπά», ο οποίος καταλάμβανε δημιουργικά τον μετανεωτερικό κινηματογράφο.
Ο Χειμωνάς θα αναμετρηθεί με την παραπεταμένη από τον Σεφέρη «ιωνική» Ιδέα της Αναγέννησης, εκκινώντας από τον ανυποκειμενισμό της θεσσαλονικιάς δημιουργίας του για να καταλήξει στην λαμπρή σύνθεση του Ομήρου, του Δημοτικού Τραγουδιού και του Σαίξπηρ στην ιωνική εσχατολογία του «Εχθρού του Ποιητή», πραγματικό μεγαλούργημα όχι μόνο της ελληνικής ποιητικής πεζογραφίας αλλά νομίζω και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το «Μέγιστο Δυνατό νεοελληνικό Μυθιστόρημα», παράδοση θεμελιωδώς καβαφική.
Η αποξηραμένη, συνοικιακή Θεσσαλονίκη γεννά τον δημιουργό. Το είναι διαφεύγει του δημιουργικού υποκειμένου, βαίνει παράλληλα στην δημιουργική ικανότητα του δημιουργού, συνκαθορίζει την μοίρα της λύσης του δράματος Έξι νύχτες στην Ακρόπολη ένα δράμα του κενού-, στο μεταίχμιο της ιωνικής αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής τραγωδίας.
Ο Χειμωνάς του «Πεισίστρατου» και της «Εκδρομής» εισάγουν στην «Αιώνια Πόλη», την ενέργεια του Τόπου που ερημώνει την χωρική, κρατική οργάνωση της Πόλεως και της προσδίδει επιβιωτική ζωντάνια πέραν των τεχνητών επιτευγμάτων του ανθρώπου, πέραν δηλαδή της Ιστορίας.
Ο δημιουργός στην προκείμενη περίπτωση είναι θεωρός των πραγμάτων και των καταστάσεων, δεν πιέζει την ύλη, ύλη και φύση είναι αυτόφωνες. Για να μιλήσουμε με πλατωνικούς και κατ’ επέκτασιν χριστιανικούς όρους: η σχέση του αφηγητή με τα όντα και τα πράγματα είναι μεν συγγενική, αλλά όχι απαραίτητα γενετική, τα πράγματα ανάγονται σε ιδέες, αλλά οι ιδέες δεν γεννούν τα πράγματα, ενώ, συν τοις άλλοις, οι ιδέες δεν ανήκουν στο υποκείμενο. Τα πράγματα μετέχουν της Ιδέας ως εάν η Ιδέα συνιστά την τέλεια φύση, την τελειότητα των ίδιων των πραγμάτων. Η τέλεια περατότητα είναι άπειρη αιωνιότητα πέραν του θανάτου. Ο συγγραφέας, ο ποιητής δεν αναδύεται υπεράνω του κόσμου και της ύλης, εισέρχεται στο βάθος του είναι, όπου το ελάχιστο του κόσμου ενώνεται με το άπειρο της «δημιουργίας»: «έβλεπες εκείνο που δημιουργείται να δημιουργεί», λέει στους «Χτίστες» ο Χειμωνάς. Ο Ποιητής εδώ δεν έχει «Εχθρό» τον διηρεμένο και διπλασιασμένο εαυτό του, την αυτενεργή διάκριση της συνείδησης με το υποσυνείδητό του, κόστος που πρέπει να καταβάλει σε ένα φαουστικό συμβόλαιο μιας κάποιας ρομαντικής σύρραξης της Φύσης με την Φαντασία, της έξωθεν δημιουργίας με την ένθεν κατασκευαστική δεινότητα του υποκειμένου.
Αν επιμένουμε στην χρήση των όρων «δημιουργία», «δημιουργός» είναι γιατί το αναγεννησιακό, ανθρωπολογικό πρότυπο του Χειμωνά δεν αποσπάται ριζικά από μια μορφή «Παμψυχισμού», από την ιδέα της ύπαρξης της ψυχής, ενός ζώντος και θνήσκοντος θεού μέσα στα πράγματα, παρότι ρητά και συχνά πυκνά στα κείμενά του η παρουσία του Θεού στον κόσμο απορρίπτεται εμφατικά. Ο κόσμος είναι το αποκλειστικό ενδιαίτημα του Ανθρώπου: «-Αυτή η Ύλη δεν έγινε ποτέ. Υπήρχε πάντα. Πάντα. Αυτό το πάντα και κανένα πάντα δεν χωράει στο κρανίο μας. Ας το αφήσουμε απέξω… – Η Αλήθεια είναι μία κι είναι απλότατη, απλότατη το αισθάνομαι πως θάρθει η στιγμή, έρχεται αυτή η στιγμή. Αφού είναι αδύνατο ν’ αγγίξουμε την απλότητα της αλήθειας έτσι καθώς ονειροπούμε με αχαλίνωτη διαστροφή, αφού δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ ο Θεός…,.
Αλλά η Αναγέννηση του Χειμωνά είναι «Δύσθυμη», καθώς ο άνθρωπος, κινώντας για τις υψηλές πράξεις θωρεί τα μεγάλα σχέδια ως αερικά και έτσι πτοημένος αλλά σοφός επιστρέφει και περιφέρεται στις νομαδικές περιπλανήσεις, παλαιικών και αγνώστων φυλών που εκπροσωπούν μια σαλή αλλά κι αγαθή ανθρωπότητα. Αυτή η περιπλάνηση της ανθρωπότητας στην νομαδική, φυλετική της μορφή, όπου η φυλή ταυτίζεται με την ανθρωπότητα και δεν την διαρρηγνύει σε επιμέρους γένη, θα μπορούσαμε να πούμε μια θρησκευτική ανθρωπότητα, μια κοινότητα που διακονεί το θρησκευτικό αίσθημα σε άδηλες εσχατιές είναι τόσο γνώριμη στους θαμώνες της χειμωνικής λογοτεχνίας, ειδικά μετά την «Δημιουργία της Θεσσαλονίκης» και σε έργα όπως ο «Γάμος», «Ο Γιατρός Ινεότης», ο «Αδελφός»: «Οι ήρωές μου δεν έχουν καμία σχέση με τους ήρωες ενός κανονικού, συνηθισμένου μυθιστορήματος. Ήρωας είναι πάντοτε οι μάζες, τα πλήθη των ανθρώπων. Φαντάζομαι ένα νέο μυθιστόρημα που δεν θα μιλά πια για ξεχωριστά άτομα. Θα είναι ένας συμπερασματικός λόγος που θα μιλά για το γένος των ανθρώπων, όπως περίπου στην αρχαία τραγωδία. Αν κάποιο πρόσωπο κεντρικό φαίνεται να ξεχωρίζει στα κείμενά μου, αυτό δεν είναι άλλο παρά ένας θυμωμένος, απαρηγόρητος οδοιπόρος, χωμένος και αυτός μέσα στο πλήθος. Αλλά είναι ένας οδοιπόρος που έχει απάνω του τη μοίρα όλων των ανθρώπων».
Είναι όλες εκείνες οι στιγμές που ο ποιητής παραδίδεται ένδακρυς στο φως κάποιας αόριστης αγάπης, αφήνεται οργασμικά σε άνευ όρων κατάλυση της ατομικής στερεότητας του. Ο αφηγητής, σε ρόλο κήρυκα μιας παράταιρης, αφηνιασμένης προφητείας, μας δίδει την εικόνα ενός όντος που φαίνεται να μην πατάει στην γη, ενός όντος που αναλήπτεται αφ’ εαυτού σε μια ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα σ’ αυτόν και τις σιλουέτες των νομάδων, θυμίζοντας τον περίφημο «ανεδαφισμό» του Λέοντος Σεστώφ. Ο τόπος αυτής της ανάληψης είναι η «χώρα της πληρότητας του είναι»:«Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν και άλλα φάτσες γνωστές και άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμη… όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας».
Πλήρες εδώ είναι το ον που προσεγγίζοντας το μηδέν, φωλιάζει στην λιτότητα του ελαχίστου, απ’ όπου αναδύεται χωρίς διαίρεση και ως αναλαμπή ένα ιδιάζον, αφιλόδοξο και σώφρον «Άπειρο». Και για τον Χειμωνά, όπως και για τον προπάτορα του όρου τον Αναξίμανδρο, το Άπειρον είναι στενά συνδεδεμένο με την «Αδικία». Αδικία είναι η απομάκρυνση του όντος από την θειότητα του Απείρου που είναι εξίσου ένα ζωντανό ον και όχι το κενό ή το μη-ον, αδικία είναι η γέννηση του προσωπικού χρόνου των ανθρώπων ως ατόμων. Αδικία είναι ο χρόνος ως θάνατος, αδικία είναι το τεύχειν και η διαίρεση.
Αντιθέτως η γραμμή που οδηγεί στoν «Εχθρό του Ποιητή» συνιστά μια διαφορετική κατάκτηση του «Απείρου» σύστοιχη προς την μυθιστορηματική παράδοση αλλά και ετερόφωτη. Ετερόφωτη γιατί, ενώ κινείται προς το μυθιστορηματικό εσωτερικό άπειρο και δη το άπειρο του Μοντερνισμού (με πρότυπο την Βιρτζίνια Γουλφ), ταυτοχρόνως αρνείται εκείνη την αφαίρεση του ατόμου από τον κόσμο που προϋποθέτει η μυθιστορηματική υπερδομή. Είναι ανέφικτο στην φύση αυτού του απογόνου του Ομήρου και «αισθητή» μιας καβαφικής οικονομίας ή κάποιας ελληνιστικής «έκφρασης» να δεχθεί την υπερβατική ευρετικότητα του καντιανού νοός: «Είναι μυθ-ιστορήματα, κυριολεκτικά. Αφηγούμαι μύθους και μύθος σημαίνει λόγος, ιστορία. Είμαι αφηγητής. Δεν είναι βέβαια μυθιστορήματα με τη συγκεκριμένη έννοια του αστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, του παραδοσιακού μυθιστορήματος που λέμε, το οποίο τελικά επικράτησε. Εδώ γίνεται μια σύγχυση, γιατί θέλουμε να ταυτίσουμε οπωσδήποτε τον αφηγηματικό λόγο, τον λόγο που δεν είναι ποιητικός, με τον παραδοσιακό αφηγηματικό τρόπο. Και ο δικός μου λόγος δεν είναι ούτε ποιητικός –κι αυτό για μερικούς που με θεωρούν ποιητή επειδή ο λόγος μου έχει κάποιες ποιητικόμορφες εκφράσεις- ούτε ο παραδοσιακός αφηγηματικός λόγος. Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει ότι ανήκω στην πεζογραφία, είμαι αναγκασμένος να τοποθετηθώ εκεί, από την στιγμή που αφηγούμαι, όπως σ’ ένα μυθιστόρημα, την ιστορία μιας ανθρώπινης κατάστασης».