του Ιωσήφ Ροηλίδη
Έχω φθάσει στο σημείο κάθε φορά που ακούω πως γίνεται ένα ακόμη οικολογικό συνέδριο να μελαγχολώ. Μου φαίνεται σαν ένας ακόμη τρόπος για να καθησυχάσουμε τις συνειδήσεις μας πως κάτι γίνεται, ότι πολλοί άνθρωποι μιλούν άρα και ενδιαφέρονται για το θέμα, άρα, να, κάτι προβάλλει στον ορίζοντα. Αλλά η πραγματικότητα διαρκώς μας διαψεύδει, το περιβάλλον, τοπικό και παγκόσμιο διαρκώς υποβαθμίζεται, κραυγές αγωνίας ακούγονται από παντού. Φυσικά δεν θέλω μ’ αυτό να πω ότι δεν πρέπει να μιλούμε για όσα θέματα μας καίνε αλλά πως συχνά συμβαίνει τα λόγια μας να είναι περισσότερα από τα έργα μας, και μάλιστα τόσο περισσότερα όσο το πρόβλημα ή τα προβλήματα για τα οποία συζητάμε εγγίζουν «ουσιαστικότερες» πτυχές της ζωής μας, όπως την τσέπη μας ήγουν την οικονομία ή ό,τι σήμερα ονομάζεται «επίπεδο διαβίωσης» και έχει να κάνει κυρίως με συνήθειες και πρότυπα ζωής. Συμμετέχοντας λοιπόν σ’ αυτή τη συζήτηση θέλω να ομολογήσω ότι υπόκειμαι στην ίδια αναποτελεσματικότητα των λόγων, όταν αυτοί παύουν να έχουν σχέση με τον Λόγο, και με την ίδια τη ζωή. Όσα λοιπόν ακολουθήσουν δεν είναι παρά σκόρπιες σκέψεις και παραδοχές ενός ανθρώπου που αισθάνεται ανέστιος μέσα στις σημερινές συνθήκες της ζωής.
Το 1978 εκδόθηκε στην Γενεύη από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το βιβλίο ενός Ορθοδόξου Επισκόπου των Ινδιών, του Paulos Mar Gregorios, με τίτλο The Human Presence: an Orthodox view of Nature. Το 1980, δύο χρόνια αργότερα, εκδόθηκε από το ίδιο Συμβούλιο, ένα άλλο βιβλίο του ίδιου επισκόπου, με τίτλο Cosmic Man: The Divine Presence, και με περιεχόμενο παρόμοιο του πρώτου. Απ’ όσο γνωρίζω, αυτά ήταν τα πρώτα ή από τα πρώτα τέλος πάντων, βιβλία που εξέφραζαν μια θεολογία της φύσεως και μιλούσαν για τις προϋποθέσεις του οικολογικού ζητήματος από Ορθόδοξη άποψη. Ακολούθησαν πολλά και στις μέρες μας πληθύνθηκαν, μαζί με τις συζητήσεις και τα συνέδρια. Αυτό αφενός υπήρξε καλό γιατί έφερε στην επιφάνεια της συνείδησης των Ορθοδόξων πράγματα ξεχασμένα, μία παράδοση όρασης του κόσμου και των πραγμάτων υπαρκτή σε καιρούς περασμένους, που διαμόρφωσε συγκεκριμένους πολιτισμούς και κοινωνικά μορφώματα.
Η παράδοση αυτή σαρκώνεται μεν και στους σημερινούς καιρούς, αλλά όχι ως συνολική θέαση του κόσμου, ούτε από μεγάλες ομάδες, αλλά από μεμονωμένα πρόσωπα, αφανή συνήθως για τον πολύ κόσμο, που εξακολουθούν να προσφέρουν αυτόν τον κόσμο, τον μόνο αληθινό κόσμο που υπάρχει κατά την Χριστιανική θεολογία, θυσία ζώσα και ευάρεστο στον Θεό. Το «αφενός» όμως ακολουθείται και από ένα «αφετέρου». Αφετέρου, λοιπόν, όλη αυτή η πλημμυρίδα Ορθόδοξου και Ορθοδοξοφανούς οικολογικού λόγου, που ακολούθησε τα πρώτα δημοσιεύματα, δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας ανάμεσα στους θεολόγους που πίστεψαν ότι η Χριστιανική θεολογία έχει πει και τον τελευταίο λόγο απέναντι στα τρομακτικά και πιεστικά περιβαλλοντικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Εξέθρεψε δε και κάποια υποσυνείδητη έπαρση του τύπου «να, κόσμε, άκουσέ μας για να σωθείς». Η ίδια πληθώρα οικολογικών δημοσιευμάτων καλλιέργησε σε πολλούς Ορθοδόξους μία συνείδηση περαιτέρω αντιπαράθεσης στο ιδεολογικό επίπεδο με την «κακή» Χριστιανική Δύση, που με τη μετασχολαστική θεολογία της δημιούργησε τη βάση της εκμετάλλευσης της φύσης. Αλίμονο όμως, δεν αντιλαμβανόμαστε οι δυστυχείς ότι όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι και ότι οι διαπιστώσεις, πέρα από κάθε πολεμική, έχουν αξία μόνο όταν οδηγούν σε μετάνοια και ριζική αλλαγή ενός τρόπου ζωής που έχει καταργήσει κάθε παλιά διαφορά Ανατολής και Δύσης; Πώς μπορεί άραγε να ερμηνευτεί το ιστορικό παράδοξο ότι χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, που κατοικούνται κατά πλειοψηφία ή ολοκληρωτικά από Ορθοδόξους, μαστίζονται σήμερα από πολύ βαρύτερα και οξύτερα προβλήματα περιβάλλοντος απ’ όσα αντιμετωπίζουν άλλες κατά πλειοψηφία «Δυτικές» και αλλόδοξες χώρες; Πώς θα πειστούν οι άλλοι ότι η θεολογία που πρεσβεύεις ως Εκκλησία είναι η «καλύτερη»;
Δεν θα επιχειρήσω να μιλήσω συνολικά για μία θεολογία της κτίσεως, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την Χριστιανική κοσμολογία. Θα αρκεστώ σε σύντομο θεολογικό στοχασμό και θα περάσω μετά σε διαπιστώσεις για την τρομακτική διάσταση που υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνο που υποτίθεται ότι έχουμε ανακαλύψει στην Χριστιανική, και Ορθόδοξη ειδικότερα, αντίληψη περί κόσμου και κτίσεως και στον τρόπο της ζωής μας, σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο.
Νομίζω ότι μία φράση του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που αναφέρεται ιδιαίτερα στη θεολογία της εικόνας, εκφράζει par excellence την αντίληψη της Εκκλησίας για τον κόσμο και αποτελεί το κλειδί στη σχέση ανθρώπου – κόσμου. Λέει ο άγιος Ιωάννης: «Ου προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον, καί εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον, καί δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι τη ύλη, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Δεν νομίζω ότι έχει μιλήσει μέχρι σήμερα κάποιος άλλος με τέτοια λόγια για την ύλη, το υλικό του κόσμου, που έγινε μέσο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η Χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο γέννησε έναν γνήσιο και βαθύ υλισμό, έναν υλισμό που βρίσκεται στους αντίποδες του σημερινού «υλισμού». Ο υλισμός αυτός επανατοποθετεί την υλικότητα του κόσμου στην καρδιά του προβλήματος. Ο κόσμος δεν είναι τυχαία υλικός και συνεπώς χρήσιμος μόνο για εκμετάλλευση, όπως είναι το καθετί με το οποίο δεν συνδεόμαστε προσωπικά. Η υλικότητα του κόσμου αποτελεί, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, βάση της καθολικής μελλοντικής του μεταμόρφωσης. Το υλικό του κόσμου, σε οποιαδήποτε από τις φυσικές του εκδοχές, είναι υποκείμενο, μαζί με τον άνθρωπο, στην αποδοχή της δόξας του Θεού. «Αποκαραδοκεί καί συστενάζει». Ο άνθρωπος κατατιθέμενος στη γη αντιπροσφέρει τα στοιχεία του στον φορέα που τον εξέθρεψε. Αυτή η συνεχής αντιπροσφορά υλικότητας μεταξύ του ανθρώπου και του κόσμου δεν μπορεί να επιτρέψει κανένα στεγανό στη σχέση τους.
Αιώνες μετά από τότε που μίλησε με τέτοιον τρόπο για την ύλη ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γεννήθηκε ένας ιδιότυπος Χριστιανικός ιδεαλισμός, μέσα από μία ιστορική διαδικασία που χαρακτηρίζει τη γένεση του νεώτερου πολιτισμού. Ο ιδεαλισμός αυτός σφράγισε όλη τη νεώτερη θεολογία και ειδικότερα την κοσμολογία της Εκκλησίας και οδήγησε τον λόγο της Εκκλησίας για τον κόσμο σε αδιέξοδο. Έτσι ο χριστιανικός ιδεαλισμός, που κρατήθηκε μακριά από τα πράγματα, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Πεντζίκης, (ο μανιχαϊσμός των νεωτέρων χρόνων, δηλ.) προσέφερε τον κόσμο ως ακριβό αντίτιμο, εξαργυρώνοντας έτσι την άνετη θέση που εξασφάλισε ανάμεσα στις άλλες «μεγάλες θρησκείες» αυτού του κόσμου, ανάμεσα στους κάθε λογής τεχνοκράτες και διαφεντευτές του. Οι χριστιανοί αντί πινακίου φακής εκχώρησαν τα πρωτοτόκια τους. Αποσύρθηκαν στην πολύ εύκολη λύση: σωτηρία της ψυχής, αδιαφορία για την υλική υπόσταση της κτίσης. Έτσι, κατά το δεύτερο τουλάχιστον σκέλος, την αδιαφορία για τον υλικό χαρακτήρα της κτίσης, συσχηματίστηκαν, παρά τις επιφανειακές αντιρρήσεις τους, βαθιά με τον κόσμο. Συσχηματίστηκαν με τον κόσμο που δεν μπορεί να ξεπεράσει το πεδίο των φαινομένων και ν’ αγγίξει τα βαθύτερα στρώματα της ζωής. Τράβηξαν με το μέρος του κόσμου, ο οποίος παρά τις άφθονες διακηρύξεις για τον υλισμό του, είναι στο βάθος του τόσο πολύ ιδεαλιστικός, ώστε ουσιαστικά να μισεί και να περιφρονεί την ύλη. Αυτή η αξεπέραστη υπερηφάνεια του ανθρώπου απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία, το αίσθημα πως μια βαθιά άβυσσος διαφορών τον χωρίζει από τον «υλικό κόσμο», του γεννά ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας. Ο κόσμος γύρω του μετατρέπεται σε μέσο, χρηστικό απλώς εργαλείο, που τον βοηθά να κατακτήσει τους σκοπούς του. Ο βαθύς αυτός ιδεαλισμός του σύγχρονου ανθρώπου, που τον έχει αποκόψει από τις σωματικές του ρίζες, τον οδηγεί αναπόφευκτα στην αυθαιρεσία ενάντια σ’ ότι υποδηλώνει την υλικότητα του. Είναι ένας τραγικός φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος προσπαθώντας εναγώνια να τονίσει και να προαγάγει τον υλικό του χαρακτήρα, καταστρέφει την ίδια του την υλικότητα, κατατρώει το ίδιο του το σώμα, την προέκταση του σώματος του, που είναι η κτίση, αυτοκαταναλώνεται. Κι όταν καμιά φορά ξυπνάει από τη ναρκισσιστική αυτοϊκανοποίηση του και συνειδητοποιεί πως έχει ήδη φθείρει τα θεμέλια της ύπαρξης του, πως κόβει το κλαδί όπου πατάει, τότε ακούγονται οι κραυγές της αγωνίας: καταστροφή του περιβάλλοντος, υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, μόλυνση των βασικών στοιχείων, αέρα και νερού. Αλλά οι καλοπροαίρετες αυτές κραυγές διαμαρτυρίας γίνονται φωνή βοώντος εις ώτα μη ακουόντων, αφού δεν θίγουν επ’ ουδενί τις πνευματικές βάσεις και δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα «θεολογικά» κριτήρια ενός πολιτισμού που εξέθρεψε αυτή τη στάση ζωής απέναντι στον κόσμο. Και οι χριστιανοί περιδεείς αγωνίζονται να σώσουν τη ψυχή τους, καταναλώνοντας συγχρόνως όλα τα αγαθά ενός κόσμου που τον έχουν τοποθετήσει de facto στην όχθη του βέβηλου, και με τον οποίο όμως, όπως φαίνεται, είναι πλήρως συσχηματισμένοι.
Η οικολογική κρίση ωστόσο δεν αφορά μόνο το φυσικό περιβάλλον, όπως πολλοί νομίζουν. Βεβαίως το φυσικό περιβάλλον αγκαλιάζει τα πάντα και τα προβλήματα του επηρεάζουν κάθε πτυχή της ζωής πάνω στη γη. Παράλληλα όμως προς το φυσικό περιβάλλον υπάρχει και το ανθρωπογενές, οι ανθρώπινοι οικισμοί κατ’ αρχάς, και κατόπιν κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το ανθρωπογενές περιβάλλον αποτελεί ένα υποσύνολο του φυσικού και η επιρροή του ενός πάνω στο άλλο είναι αμφίδρομη. Το φυσικό περιβάλλον (έδαφος, νερό, αέρας) σε πολλές περιοχές της γης βρίσκεται σε μια τέτοια θλιβερή κατάσταση, ώστε να προσελκύει όλη μας τη σκέψη και τη φροντίδα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα (κυρίως η βιομηχανική), προκαλεί τις περισσότερες φορές τέτοιες βλάβες στο φυσικό περιβάλλον ώστε να ωθεί προς τη λήθη το γεγονός πως και το ανθρωπογενές περιβάλλον, στη μορφή τουλάχιστον των αστικών σχηματισμών, πάσχει εξίσου από όλων των ειδών τα κακά. Ενώ όμως το ενδιαφέρον για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος έχει πρόσφατα ενισχυθεί, λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα των προβλημάτων της μόλυνσης και της οικολογικής καταστροφής, το ενδιαφέρον για το ανθρωπογενές περιβάλλον, που επηρεάζει ουσιαστικά την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν έχει κερδίσει μέχρι τώρα μια ανάλογη θέση στην προσοχή και στην ανησυχία μας. Αυτό πιθανώς να οφείλεται εν μέρει στη βαρύτητα της αρρώστιας από την οποία πάσχει το φυσικό περιβάλλον, απορροφώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής μας. Και εν μέρει (το πλείστον, κατά τη γνώμη μου) στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία της γης και την κατασκευαστική βιομηχανία, συμφέροντα τα οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν επιτρέπουν μια εξορθολογισμένη χρήση της γης ή τον έλεγχο της από την κοινωνία. Ο ατομικισμός από την άλλη πλευρά έχει μετατρέψει το καθετί σε έναν αγώνα του «δικού-μου-ενάντια-στο-δικό-σου», και αγωνίζεται επίμονα να πείσει ότι τα οικονομικά συμφέροντα είναι η πεμπτουσία της ορθής κοινωνικής δραστηριότητας.
Υπήρξαν πολλοί πολιτισμοί στο παρελθόν, για τους οποίους η ιδιοκτησία της γης δεν είχε τον απόλυτο σημερινό χαρακτήρα. Εβίωναν τη γη ως δημιουργία του Θεού που ανήκει σε όλους. Ακόμη κι όταν ανήκε σε κάποιον, υπήρχε η αίσθηση μιας ήπιας συμμετοχής και συνιδιοκτησίας. Έβλεπαν τη φύση ως θεϊκή δημιουργία, γεμάτη μυστική σοφία και προσωπική, ευαίσθητη ψυχική ζωή. Στη φύση αναγνώριζαν και διέκριναν μια ιερή πραγματικότητα, την αόρατη θεϊκή παρουσία που καθρεφτίζεται σ’ αυτή. Ένοιωθαν το κάθε κομμάτι της γης και ολόκληρο τον κόσμο ως ιερό. «Κάθε κομμάτι της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στη πείρα του λαού μου, ιερό», όπως έγραφε πριν έναν αιώνα κάποιος «άγριος», ως προς τα δικά μας βεβαίως πολιτιστικά κριτήρια. Το ίδιο ισχύει και όταν παρατηρούμε τις παλιές πόλεις. Αν και υπήρχαν σ’ αυτές πλούσιοι και φτωχοί, παλάτια καί καλύβες μπαίνοντας όμως σήμερα σε μια τέτοια πόλη έχεις το αίσθημα της αρμονίας οτην κλίμακα, της έλλειψης ισχυρών αντιθέσεων στον όγκο, στη μορφή και στο μέγεθος των κτιρίων, σου παρουσιάζεται μια εικόνα που ηδύνει το μάτι.
…………………………………………………….
Στό σημείο αυτό θα ήθελα να φέρω ένα διδακτικό παράδειγμα, από τα πολλά που μας προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ήπειρος Πρόκειται για προσπάθεια αναστροφής των αποτελεσμάτων που επέφερε μία βίαιη και αναπόφευκτη καταστροφή. Η Βαρσοβία, η πρωτεύουσα της Πολωνίας καταστράφηκε ολοσχερώς από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το τεράστιο σε έκταση ιστορικό μεσαιωνικό κέντρο της πόλης καταστράφηκε ολοσχερώς και μετατράπηκε κυριολεκτικά σε σωρούς ερειπίων. Οι Πολωνοί θα είχαν κάθε δικαίωμα μετά τον πόλεμο, να κτίσουν στη θέση των ερειπίων μια μοντέρνα πόλη. Εντούτοις προτίμησαν να ξαναχτίσουν την παλιά, όπως ακριβώς ήταν πριν από την καταστροφή, με άκρα πιστότητα και σεβασμό στα αρχικά σχέδια. Βλέπετε, η ιστορική μνήμη και η αγάπη της παράδοσής τους πρυτάνευσαν πάνω σε κάθε άλλη σκοπιμότητα.
Τελικά, το πρόβλημα του περιβάλλοντος είναι θέμα ευαισθησίας και ευαισθητοποίησης, συλλογικής και ατομικής. Έχει να κάνει με τη συνολική θεώρηση του κόσμου, που ο άνθρωπος τον αντιλαμβάνεται όχι μόνο με τις πέντε σωματικές και απτές αισθήσεις του, αλλά τον συλλαμβάνει υπαρξιακά ως ενότητα λόγου και πράξης, ως ενότητα ορατών και αοράτων, πνευματικών και υλικών όντων. Ο άγιος Αββάς Ισαάκ ο Σύρος θέτει το ερώτημα: «Και τι εστί καρδία ελεήμων», και απαντά ο ίδιος με την περίφημη ρήση «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως… και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα… Και ου δύναται βαστάξαι ή ακούσαι βλάβην τινά ή λύπην εν τη κτίσει γινομένην… Και δια τούτο και υπέρ των α-λόγων… και των ορνέων… και υπέρ παντός κτίσματος… εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει». Η «παράλογη» αυτή αγάπη, που αποτελεί τέλος καθεαυτήν, καλλιεργείται πάνω στο έδαφος της ευαισθησίας, της όξυνσης όλων των αισθήσεων, αποκτάται με τη μετατροπή της «πέτρινης» καρδιάς σε «σάρκινη», σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού. Έχει να κάνει με την αναζήτηση του λόγου και του κάλλους των όντων, με την ανάδειξη της αλήθειας των πραγμάτων, με το ψάξιμο της ομορφιάς.
Η Ματριόνα, ο κύριος ήρωας στο μικρό έργο του Σολζενίτσιν, Το σπίτι της Ματριόνας, είναι η καθυστερημένη μάρτυς ενός από τους χριστιανικούς εκείνους πολιτισμούς που άνθιζαν άλλοτε στην παλιά Ευρώπη, και όπου όλα ήταν ωραία: οι ψαλμοί και τα λαϊκά τραγούδια, οι ενδυμασίες και τα σπίτια, τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής, το τοπίο όλο χωράφια και δάση κατάστικτα από εκκλησίες. Όλα ήταν ωραία χωρίς εκζήτηση, ωραία με μια ομορφιά θρεπτική που δυνάμωνε την ψυχή και το σώμα σαν ψωμί. Όλα ήταν συνάμα χρήσιμα και σαν «αλατισμένα» από την προσευχή, όλα ενταγμένα στην θεανθρωπότητα με τέτοιο τρόπο που το γήινο βάρος έμοιαζε να έχει και λίγο από το βάρος του ουρανού. Η εξάρθρωση του γήινου υποστρώματος και η μυστικοποίηση της θεανθρωπότητας που ακτινοβολεί η Εκκλησία, έχουν κάνει σήμερα αδύνατες τέτοιες δημιουργίες, όπου ένας ολόκληρος λαός εκφράζεται και εξευγενίζεται. Οι συλλογικές εξάρσεις της εποχής μας περιφρονούν το μυστήριο κι αγνοούν το «φως το εν ημίν». Ο Σολζενίτσιν επανέρχεται αυθόρμητα στην αντιστοιχία που είχε καθορίσει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ανάμεσα στην «αποφατική» (και άρα υπερνοητική) προσέγγιση του μυστηρίου και στην πανηγυρική του έκφραση με σύμβολα και εικόνες, που είναι τόσο πιο πλούσια περιεκτικές όσο πιο άρρητο είναι αυτό. «Ό,τι είναι πλαστό, εξεζητημένο, ανόργανο», ό,τι σχετίζεται με συστήματα, εξηγήσεις, επιδιώξεις ισχύος και κτήσεων, «χάνεται σε κούφια λόγια» και «δεν μπορεί να μεταφραστεί σε εικόνες». Αντίθετα, ό,τι αφορά το «βάθος», το κατά βάθος απύθμενο, ενσαρκώνεται σε σχήματα «χειροπιαστά» και σε «λάμψη» μεγάλη.
Είναι αλήθεια ότι σήμερα βιώνουμε στην Εκκλησία κι εδώ δεν γενικολογώ: αναφέρομαι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα στην Εκκλησία του τόπου μας αυτή την έλλειψη ευαισθησίας και γνήσιου θεολογικού λόγου, όχι βέβαια ως θε-ωρητική σκευή κάποιων θεολόγων, αλλ’ ως εμπειρία ζωής, που δημιουργεί συγκεκριμένα πολιτιστικά μορφώματα. Έχει κανείς την εντύπωση ότι η Εκκλησία πάσχει σήμερα από τέτοιο Μανιχαϊσμό και τέτοιας έκτασης Νομιναλισμό που σε καιρούς μεγαλύτερης πνευματικής υγείας θα προκαλούσε την έντονη αντίδραση του σώματός της. Δυστυχώς ο «πολιτισμός της νεωτερικότητας» έχει διεισδύσει τόσο βαθιά στο σώμα της και έχει προκαλέσει μια τέτοιου μεγέθους αναστροφή αλλά και καταστροφή, εν πολλοίς των κριτηρίων, ώστε να σκεπτόμαστε πως με τα ανθρώπινα μέτρα θα είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει κάποτε να αναστρέψει αυτή την πορεία. Βέβαια δεν θα αναλύσουμε εδώ τους ιστορικούς λόγους που οδήγησαν σε μια τέτοια κατάσταση. Άλλωστε η ιστορική μέθοδος ανάλυσης δεν μπορεί πάντοτε να ερμηνεύει φαινόμενα που ξεφεύγουν από τα όρια του ιστορικού γίγνεσθαι.
Σ’ ένα κείμενο που επιγράφεται, «Οι Πατέρες της ερήμου κι εμείς», ο αείμνηστος ελληνιστής, θεολόγος και φιλόσοφος των σύγχρονων προβλημάτων, Philip Sherrard, γράφει τα εξής: «Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων πως αν η λειτουργία πρόκειται να ενεργοποιήσει και να προωθήσει την εσωτερική κίνηση αποδέσμευσής μας από τα εγκόσμια πράγματα, πρέπει να συμβάλλει σε τούτο η μουσική της, η γλώσσα της, τα άμφια, και ολόκληρος ο εικονογραφικός διάκοσμος της εκκλησίας… Το ίδιο συμβαίνει και με την εικονογραφία, που δεν περιλαμβάνει μόνο τις εικόνες, αλλά και τις βαθιά συμβολικές εικόνες που είναι τα κεριά. Η παρουσία στην εκκλησία ανεικονικών, «νατουραλιστικών» ή ρομαντικά ιδεαλιστικών αναπαραστάσεων αγίων και άλλων ουρανίων προσωπικοτήτων εισάγει μια παραμόρφωση που δεν μπορεί παρά να εκτρέπει τον ρυθμό της λειτουργίας».
«Τα κεριά των οποίων το μελισσοκέρι, αποσταγμένο από το νέκταρ αναρίθμητων λουλουδιών, είναι η παρθένα ψυχή, το φως τους το πνεύμα που, θρεμμένο από την καθαρότερη ουσία της ψυχής, αγωνίζεται για τον ουρανό ανάβονται, έτσι ώστε το μάτι να μπορεί να διεισδύει στα νοήματα που μιλούν μέσα από σχήματα και χρώματα. Όταν ανάβονται και σβήνονται, δεν αναλογιζόμαστε μόνο, αλλά μπορούμε να δούμε την δημιουργία του φωτός και τον ερχομό του σκοταδιού και της αμαρτίας. «Βλέποντας» τις ιδέες τις βιώνουμε βαθύτερα και καλύτερα. Γίνονται κάτι περισσότερο από απλά σημεία στους υπολογισμούς του εγκεφάλου. Αν τα κεριά αντικατασταθούν από ηλεκτρικά, τότε όλη η σημασία του κεριού αφανίζεται. Αφανίζεται κι όταν ακόμη ανάβονται, επειδή δεν είναι αυτά πλέον που φωτίζουν την εκκλησία: οι φλόγες τους, που τρεμοσβήνουν σαν το πνεύμα που ζει σε κίνδυνο, δεν απωθούν πλέον τα σκοτάδια. Τον ρόλο τους τον έχουν αναλάβει ηλεκτρικοί λαμπτήρες που αντικαθιστούν το τρεμόσβημα με τη ψυχρή τους αποτελεσματικότητα. Το κερί με την μυστηριώδη του αναπνοή δεν χρησιμεύει πια σε τίποτε. Επιβιώνει ως κατάλοιπο του παρελθόντος, ως γραφικό λείψανο. Η παρουσία του ηλεκτρικού φωτός κάνει το κερί άχρηστο, μια νοσταλγική λαογραφική νότα, και συχνά απογυμνώνεται ακόμη περισσότερο από τον συμβολισμό του, επειδή δεν είναι φτιαγμένο από μελισσοκέρι αλλά από παραφίνη. Η εκκλησία που φωτίζεται από ηλεκτρικό φως συσκοτίζει τη λειτουργία».
«Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες βεβηλώσεις: μικρόφωνα, παραδείγματος χάριν, που παραποιούν τη ζωντανή φωνή και αλλάζουν την κατεύθυνση της πηγής του ήχου, είναι διακηρύξεις πλαστογραφίας, αυταπάτης και αποσύνθεσης, εκείνης της αμαρτίας που ακριβώς η λειτουργία έχει σκοπό να υπερβεί. Ή οι ηλεκτρικές καμπάνες. Ή ο ιερέας που εξέρχεται στο μέσον της λειτουργίας και αντί να κηρύξει μ’ έναν τρόπο που θα προκαλούσε την δοξολογία του Θεού και τον θαυμασμό για τις οδούς Του, βομβαρδίζει το αιχμάλωτο ακροατήριό του με θέματα κοινωνικού, ηθικού ή ακόμη και πολεμικού και επιθετικού χαρακτήρα, που είναι εξ ορισμού αντιφατικά προς τη φύση της λειτουργίας και τελείως ανασχετικά της εσωτερικής ροής της και της συγκέντρωσής μας σ’ αυτή. Κι όταν ακόμη ο βομβαρδισμός (του κηρύγματος) γίνεται στο τέλος της λειτουργίας, μετά το αμοιβαίο αγκάλιασμα του Θεού με τη δημιουργία Του, του ουρανού με τη γη, δείχνει εξίσου καλά τον βαθμό άγνοιας του ιερέα για τη σημασία της λειτουργίας και του δικού του μυσταγωγικού ρόλου. Η λειτουργία που παραδίδεται σε μια τέτοια εσωτερική αυτοδιάσπαση και αντιφατικότητα αποτυγχάνει εξ υπαρχής».
Εδώ ο Sherrard μας θέτει μπροστά σε μεγάλα «οικολογικά ζητήματα». Αν οικολογία δεν είναι μόνον η ενασχόληση με την επιβίωση της χελώνας καρέτα-καρέτα και της φώκιας μονάχους-μονάχους – και για να μην παρεξηγηθώ, σαφέστατα είναι και αυτή, μόνο που μονοπωλεί λιγάκι την προσοχή των ανθρώπων σήμερα – και αν η μόλυνση δεν αναφέρεται μόνο σε κάποιο είδος απτό υλικό, μόλυνση δηλ. του νερού, του αέρα και της γης τότε όλα αυτά τα θέματα, τα οποία μας έθεσε υπόψη ο Σέρραρντ, άπτονται της οικολογίας, η οποία στην εκκλησιαστική ορολογία παίρνει την ονομασία κοσμολογία. Η μόλυνση του περιβάλλοντος δεν παίρνει μόνο μία μορφή. Δεν είναι π.χ., μόνο χημική. Υπάρχει μόλυνση θερμική, ηχητική, οσφρητική, οπτική κ.λπ. Η μόλυνση κτυπά όχι μόνο τις πέντε σωματικές αισθήσεις του ανθρώπου, αλλά και όλες τις άλλες, που δεν βλέπουμε «δια γυμνού οφθαλμού». Ένας ολοκληρωτικός νεοβαρβαρισμός έχει κατακλύσει σήμερα τον νεοέλληνα, δυστυχώς δε και την επιχώρια Εκκλησία. Η ασχήμια και η κακογουστιά έχουν γίνει σχεδόν καθεστώς σε ό,τι αυτή καταπιάνεται να φτιάξει. Η οπτική μόλυνση έχει αμβλύνει τα αισθητήριά της. Υπάρχει μια σχεδόν μαζική «εκπόρνευση των οφθαλμών» όπως θα ονόμαζε το φαινόμενο ο Αββάς Ισαάκ. Δυστυχώς αυτή η αναίδεια προς το περιβάλλον έχει εισχωρήσει εν πολλοίς και στον τρόπο σκέψης των ποιμένων της Εκκλησίας. ………………….
Δυστυχώς πολλές φορές η «εκκλησία» συνεισφέρει με τη δική της ακοσμία στην πόλωση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Φαίνεται σαν να μην την ενδιαφέρει πλέον «το κάλλος και η αλήθεια των όντων», γιατί έχει μανιχαϊκά χωρίσει το μέσα από το έξω, τη μορφή από την ουσία, έχει περιφρονήσει κατ’ ουσίαν τη σωματική (και κοσμική συνάμα) υπόσταση του ανθρώπου και της δημιουργίας.
………………………….
Πώς θα ψάλλουμε αύριο όλοι μαζί τον στίχο, Ο Ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς, όταν απαρνούμαστε στην πράξη την ένσαρκη Ωραιότητα, προσφέροντας κι εμείς ένα επιπλέον χέρι στο μέγιστο αμάρτημα που είναι η καταστροφή, αλλοίωση και εκμετάλλευση του κόσμου, δώρου του Θεού;
Τις τελευταίες δεκαετίες εμείς οι Ορθόδοξοι ανακαλύψαμε με έκπληξη μέσα στην παράδοση μας μία «θεολογία της οικολογίας», όπως αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί. Βέβαια δεν είναι τίποτε άλλο από την Κοσμολογία της Εκκλησίας, ο λόγος της δηλ. περί κόσμου, ο οποίος περνώντας μέσα από τις ποικίλες στρεβλώσεις των τελευταίων αιώνων είχε ουσιαστικά αγνοηθεί και εκλείψει από τη ζωή μας. Αυτός ο λόγος ήταν παρών στη ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών περισσότερο ασυνείδητα παρά συνειδητά, προσδιορίζοντας τη σχέση τους με τον κόσμο, τον φυσικό και τον ανθρωπογενή. Θα έλεγα δε ότι, επειδή ο λόγος αυτός, ο κοσμολογικός, μετέχει περισσότερο στην δημιουργική και θερμουργό πνοή του Πνεύματος του Θεού, το οποίο «επεφέρετο επάνω του ύδατος» και γεννούσε ζωή, και το οποίο «όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» διαθέτει έναν σπερματικό χαρακτήρα, βρίσκεται μέσα στο πνεύμα όλων αυτών των πανάρχαιων πολιτισμών που τείνουν να εξαφανιστούν στις μέρες μας και που στάθηκαν με άκρο σεβασμό απέναντι στον κόσμο και στο περιβάλλον. Φοβάμαι όμως ότι το πνεύμα αυτών των πολιτισμών χάθηκε ανεπιστρεπτί. Φοβάμαι δε επίσης, και ο Θεός ας με βγάλει ψεύτη, πως και η Ορθόδοξη «θεολογική οικολογία», που μόλις ανακαλύψαμε στο σεντούκι της παράδοσης, δεν θα παραμείνει παρά ένα όμορφο κομμάτι σκέψης, ένα πολύτιμο και βαρυτίμητο σκεύος, που θα προσφέρεται μεν στους άλλους, αλλά που εμείς, εκτός από λίγους, θα το αγνοούμε στην πράξη, συνεχίζοντας την πορεία που μας χάραξε η σύγχρονη αντίληψη περί κόσμου. Συγχωρέστε με για τον σκεπτικισμό, ίσως και για την απαισιοδοξία, αλλά όλα τα σημάδια δείχνουν μία, συνολικά, ανεπίστροφη πορεία.
—————————————————————
Το κείμενο αυτό υπήρξε εισήγησή μου στο Σεμινάριο, με θέμα «Η Ορθοδοξία και το Περιβάλλον μέσα από την Ευρωπαϊκή Προοπτική», που συνδιοργάνωσαν η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ιερά Μονή Κύκκου, το Κυπριακό Ίδρυμα Προστασίας του Περιβάλλοντος και ο Παγκύπριος Οργανισμός Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΠΟΑΚ) στο Συνεδριακό Κέντρο Λευκωσίας, την Κυριακή, 1 Νοεμβρίου 1998. Πεπραγμένα Συνεδρίου, Λεμεσός, Μάρτιος 1999, σελ. 42-54.