σε περιβάλλον κρίσης, αυτογνωσίας & δημοκρατίας
του Γρηγόρη Κλαδούχου |
Στους χρηματοπιστωτικούς ανέμους η ελληνική αγροτική παραγωγικότητα δεν είχε αμυντικά αναχώματα. Είχε υπονομευθεί από τις κομματικές ηγεσίες της Μεταπολίτευσης. Από άγνοια και επιβολή ιδεολογημάτων, αντιμετώπισαν τον αγροτικό χώρο και την ύπαιθρο ως υπόβαθρο εξωγενών δραστηριοτήτων, κακοποίησαν το τοπίο και το έδαφος, αρνήθηκαν υποδομές και ακύρωσαν το πολυώνυμο διατροφικό πλεονέκτημα.
Το αγροτικό τοπίο, η ελληνική ύπαιθρος είναι έκφραση πυκνής ιστορίας, πολλών οικισμών, κοινωνικών σχέσεων και εργασίας. Είναι ένας διαφορετικός κοινωνικοοικιστικός σχηματισμός απ’ αυτόν της Δύσης, με τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και τον ανύπαρκτο οικιστικό ιστό.
Η επανεισαγωγή του ελληνικού αγροτικού χώρου σ’ έναν αναγεννητικό, αναπτυξιακό σχεδιασμό θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί στις σχέσεις πόλης – υπαίθρου, παραγωγής – τυπικότητας, πολίτη – καταναλωτή. Ιδιαίτερα με την αποκατάσταση μιας αντίληψης για τον αγρότη – καλλιεργητή. Ως έκφραση μιας σύγχρονης και κύρους δραστηριότητας και ταυτόχρονα με την κατανόηση της ενεργειακής και οικολογικής της βαρύτητας. Οι καλλιεργητές της γης εκτός από την παροχή αυτών που χρησιμεύουν ως πρώτη απαιτούμενη, την διατροφική ενέργεια, διαμορφώνουν το ελληνικό τοπίο. Ο διατροφικός τομέας και ο χώρος ανάπτυξής του είναι η επένδυση στο μέλλον. Γι’ αυτό όσοι θέλουν να είναι ανθρωπιστές, άνθρωποι της ειρήνης και των βιώσιμων κοινωνιών, πρέπει να δεχτούν ένα σύνθημα, μεγάλου, σύγχρονου ιδεολογικού περιεχομένου: «όχι στην εχθρικότητα προς το περιβάλλον και την εργασία της υπαίθρου».
***
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση τείνει να απομακρύνει τις αποφάσεις από τοπικούς, περιφερειακούς και εθνικούς θεσμούς. Έχει ως συνέπεια την καταστροφή και υπεξαίρεση των δικαιωμάτων αυτοπραγμάτωσης και αυτοανάπτυξης. Οι κοινωνίες της κατανάλωσης αντικαθιστούν αυτές που συγκροτούνται με βάση την εργασία και τα παραγωγικά μοντέλα. Η διάλυση των κοινωνικών δεσμών και ταυτοτήτων, είναι συνώνυμη της υποχώρησης της παραγωγικής παράδοσης και μνήμης, είναι κρίση της αυτογνωσίας και της δημοκρατίας.
Τα τυπικά προϊόντα διατροφής πρέπει να επανεισαχθούν ως πρόταση γαστρονομικού πολιτισμού. Ως στοιχεία εδαφικής ταυτότητας συνθεμελιώνουν μια αληθινή, αυθεντική και συγκροτημένη εικόνα κάθε περιοχής. Κάθε διαφορετική διατροφική παραγωγή και συμπεριφορά είναι γνώσεις, σχέσεις διαφορετικές σ’ έναν εσωτερικό οικονομικό κύκλο που είναι γαστρονομική και τοπική ταυτότητα. Γι’ αυτό και οι τοπικές και περιφερειακές εκφράσεις πολιτισμού οφείλουν να ερευνούν τον κοινωνικό σχηματισμό και να εκπαιδεύουν στους όρους δημιουργίας της ταυτότητάς του.
Μια τοπική κοινωνία αποδεικνύει πόσο πολιτικοποιημένη είναι όταν δημιουργεί οριζόντιες οικονομικές σχέσεις στο εσωτερικό της, αποφεύγει τις κάθετες, από τα πάνω και από μακριά μεγάλες αλυσίδες διανομής. Όταν έχει συνείδηση της αξίας του λαδιού, του οίνου και των άλλων προϊόντων με ποιότητα, ταυτότητα, όνομα, γνώσεις, ιστορικές αναφορές μεγάλης προστιθέμενης συμβολικής αξίας. Πριν όμως αυτά τα προϊόντα φθάσουν ακόμα και στα ράφια της μεγάλης διανομής, πρέπει να έχει προηγηθεί η ιδέα τους, η πρότασή τους ως άλλο στυλ ζωής και πολιτισμού. Ο Levi Strauss έλεγε ότι «νομίζεις ότι λαμβάνεις τροφή αλλά στην ουσία τρέφεσαι με πολιτισμό».
***
Πολεοδομικά και χωροταξικά συστήματα ποιότητας καθορίζονται και από μικρές αποστάσεις παραγωγικού και καταναλωτικού χώρου. Ένα τέτοιο σύστημα κοντινών αποστάσεων είναι ενεργειακή οικονομία, είναι παροχή φρέσκων και εποχιακών διατροφικών προϊόντων. Είναι μείωση των πολλών ενδιάμεσων της εφοδιαστικής αλυσίδας, ισορροπεί στην απαίτηση λογικού κόστους και στην προσφορά αλλά και στην ζήτηση. Ιδιαίτερα όταν οι ίδιοι οι παραγωγοί μπορούν να παρέχουν τα προϊόντα τους σε εκθετήρια, τοπικές αγορές, κάτι που έχουν κατορθώσει στην Αμερική με τα farmer’s market.
***
Η τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη νοείται μόνο ως πνοή της ταυτότητας του ίδιου του χώρου, της εδαφικής κληρονομιάς. Η βιώσιμη ανάπτυξη είναι κοινωνική βιωσιμότητα επανασχεδιασμένη πάνω στην κεντρικότητα του εδάφους. Όχι μοντέλων καταναλωτικού ξενισμού. Η κοινωνική ευθύνη δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο μιας επιχειρηματικής ή εργοδοτικής πλευράς. Είναι και του παραγωγού, οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης αλλά και του καταναλωτή – πολίτη. Η μικρότερη κακοποίηση – κατανάλωση εδάφους, πρέπει να αναδειχθεί ως κριτήριο πολιτισμού. Κάθε μικρή γαστρονομική γιορτή ή μαγειρική είναι πολιτισμικό γεγονός αν είναι προέκταση του αγροτικού περίγυρου. Ωφέλιμο παρελθόν δεν είναι μόνο τα ελάχιστα από τους παραδοσιακούς και αρχαιολογικούς θησαυρούς που διατηρήσαμε. Είναι και κάθε αυθεντικό, τυπικό ως ταυτότητα, ως συνέχεια που ωστόσο πρέπει ν’ ανακαλύψουμε. Δεν υπάρχει –κατά τον Κάρλος Φουέντες– ζωντανό παρόν με νεκρό παρελθόν.
Ανώφελο, κάκιστο παρελθόν είναι οι ανεπαρκείς και ανεύθυνοι που ερημοποίησαν την ελληνική ύπαιθρο. Η τιμωρία τους σημαίνει αυτογνωσία, επιστροφή με σύγχρονες μορφές του παραγωγικού και οινογαστρονομικού πολιτισμού αιώνων. Σημαίνει όμως και Δημοκρατία γιατί αφορά στην αυτοέκφραση των κοινωνιών.
Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 34 του περιoδικού manifesto