του Χρίστου Διαμαντή |
To καλοκαίρι του 1943, μόλις μια μέρα μετά το πανηγύρι της Παναγίας το χωριό Κομμένο, χτισμένο στις εκβολές του Αράχθου, ισοπεδώθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Δολοφονήθηκαν άνανδρα περίπου είκοσι οικογένειες, σχεδόν ο μισός πληθυσμός του χωριού – 317 άνθρωποι μεταξύ των οποίων 2 ιερείς, 119 γυναίκες και 97 παιδιά. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων της Κατοχής.
Το χάραμα της 16ης Αυγούστου εκατοντάδες κληρωτοί του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος του 1ου Ορεινού Τμήματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την παρουσία ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή του Κομμένου, κύκλωσαν το χωριό. Έλαβαν το ελαφρύ πρωινό τους στο ύπαιθρο κι εν συνεχεία πυρπόλησαν τα κτίσματα και δολοφόνησαν τους κατοίκους τους, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είχαν ακόμη ξυπνήσει.
Την προηγουμένη, ανήμερα της Παναγιάς, ο Θόδωρος Μάλλιος πάντρεψε την θυγατέρα του με τον Θεοχάρη Καρίνο, ένα παλικαρόπουλο από το γειτονικό χωριό Παχυκάλαμος. Η πρώτη νύχτα του γάμου τους ήταν κι η τελευταία! Μαζί με τα νιογάμπρια και τους συγγενείς τους δολοφονήθηκαν κι οι καλεσμένοι στην χαρά τους φίλοι, που διανυκτέρευαν μετά το γλέντι στο σπιτικό του Μάλλιου.
Η αρχή του φονικού έγινε με τον παπά-Λάμπρο, που αφού βασανίστηκε, σύρθηκε στον πρόναο και σκοτώθηκε με μια σφαίρα στο μέτωπο. Ιερές εικόνες και σκεύη σκορπίστηκαν στο πάτωμα.
Οι «επίλεκτοι» κλεφτοκοτάδες των κατοχικών δυνάμεων αφόδευσαν στην πύλη του ιερού βήματος αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Οι δολοφόνοι της μεραρχίας Εντελβάις φέρθηκαν χειρότερα κι από τους χειρότερους αλήτες. Ο αυτόπτης Στέφανος Παππάς μας πληροφορεί: «Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Άλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παπάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…».
Η θηριωδία διήρκεσε περισσότερο από έξι ώρες. Κατόπιν τα κτήνη του νέου γερμανικού πολιτισμού ξαπόστασαν και γιομάτισαν στην πλατεία του χωριού, αφήνοντας πίσω τους άδεια μπουκάλια μπύρας κι άταφα πτώματα. Φόρτωσαν ό,τι πλιατσικολόγησαν κι επέστρεψαν με τα κλοπιμαία τους (χρήματα, κοσμήματα ακόμη και κιλίμια!) στο στρατόπεδό τους.
Όσοι σώθηκαν, σώθηκαν επειδή πρόλαβαν να περάσουν το ποτάμι. Εκεί πνίγηκαν δέκα επτά άνθρωποι που στοιβάχτηκαν στην βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου. Γύρισαν στο καμένο τους χωριό, περίπου 440 άτομα, κι άνοιξαν όπως-όπως λάκκους για να ταφιάσουν τα πτώματα, να τα γλυτώσουν από τα σκυλιά και τα όρνια.
Για χρόνια οι επιζώντες του Κομμένου είχαν θαμμένους στις αυλές τους συγγενείς και φίλους.