Η Απαγορευμένη ρίζα καί τά φυλλώματά της
Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε κράτος, ἔχοντας προηγουμένως ὑποθηκεύσει τήν ἀνεξαρτησία της στούς «πιστωτές» της. Στήν ἀρχή δέν τηρήθηκαν οὔτε τά προσχήματα. Ἡ ἀντιβασιλεία, ἐπικουρούμενη ἀπό χιλιάδες βαυαρούς στρατιῶτες (μισθοδοτούμενους ἀπό τόν κρατικό κορβανά, ὅταν οἱ ἀγωνιστές πένονταν), ἀνέλαβε πολλά περισσότερα ἀπό τήν ἐπιτροπεία τῶν ἰθαγενῶν. Mιά ἀπό τίς πρῶτες μέριμνες τοῦ νεοσύστατου κράτους –στό ὄνομα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ πάντοτε– ἦταν ἡ κατάργηση τῶν κοινοτήτων κι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἐπιχώριας παράδοσης αὐτοκυβέρνησης ἀπό μιά ἀλλότρια γραφειοκρατία.
Πρωτεύουσα τοῦ νεοπαγοῦς κράτους ἔγινε ἡ Ἀθήνα, πού, ἐντέλει, δέν λειτούργησε ὡς ἐθνικό κέντρο ἀλλά ὡς ὀλετήρας τοῦ οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού σέ λίγες μόλις δεκαετίες στριμώχτηκε στά στενάχωρα κρατικά ὅρια.
Σέ αὐτά τά ὅρια οἱ τοπικές ταυτότητες βρέθηκαν ἐξαρχῆς σέ διωγμό, ὄντας ἀσύμβατες μέ τίς προτεραιότητες τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων καί τῶν ἐδῶ τοποτηρητῶν τους, οἱ ὁποῖοι πολιτεύονταν με σχηματισμούς πού ἀρχικῶς ἔφεραν τά σαφέστατα ὀνόματα Ἀγγλικό, Γαλλικό καί Ρωσικό κόμμα! Παρόλα αὐτά λαθροβίωναν οἱ ἰδιαιτερότητες (ἀπό γλωσσικές ἕως… διατροφικές) κι ἐπιβίωναν σέ ἕνα ὁλότελα ἀφιλόξενο περιβάλλον. Κι ὅταν ζόριζαν τά πράγματα, οἱ πιό ζόρικοι ἔπαιρναν τά βουνά.
Οἱ ὑπόλοιποι ξεγελοῦσαν τούς ἑαυτούς τους γράφοντας καί διαβάζοντας ἱστορίες ἀπ’ τά χωριά τους· ἱστορίες ὅμως πού, παρά τήν δημοφιλία τους, ἀπαξιώθηκαν ὡς ἀκατάλληλες γιά τόν ἐκσυγχρονισμό μας πού προχωροῦσε ἀργά ἀλλά σταθερά ἀντιγράφοντας σουσούμια ξένα.
Μεταπολεμικά τά πράγματα ἐπιδεινώθηκαν. Μίκρυναν οἱ ἀποστάσεις καί μεγάλωσαν οἱ μοναξιές. Ἡ μισή Ἑλλάδα ἐγκλωβίστηκε στήν ὑδροκέφαλη Ἀθήνα κι ἡ ἄλλη μισή (ἤ τέλος πάντων ὅση δέν μετανάστευσε ἤδη στήν ἀλλοδαπή) περίμενε τήν σειρά της. Οἱ ἐν Ἀθήναις (ἤ καί ἀλλαχοῦ) ἐκριζωμένοι ἔφτιαχναν Ἀδελφότητες. Μεσοβδόμαδα ἔκρυβαν τήν καταγωγή τους καί τίς Κυριακές, συνήθως, ἀντάμωναν καί μαλάκωναν τῆς ἀποδημίας τόν πόνο μιλώντας, χορεύοντας καί πίνοντας συναμεταξύ τους. Ψαύοντας, γιά λίγο ἔστω, τήν ἀπαγορευμένη τους ρίζα. Ἀπό ἐκεῖ ἀντλοῦσαν ἀπαντοχή. Κι ἐκεῖ ἐπέστρεφαν.
Ἐπέστρεφαν τά καλοκαίρια, ἤ τίς χρονιάρες μέρες. Γύρναγαν στούς γενέθλιους τόπους κι ἐλευθερώνονταν γιά λίγο ἀπό τούς καταναγκασμούς τῆς ἐπείσακτης ζωῆς τους. Περπατοῦσαν ξανά σέ οἰκείους δρόμους, χόρευαν στά πανηγύρια καί σχεδίαζαν τήν ἐπιστροφή στίς μικρές τους πατρίδες. Κάποιοι –λίγοι– τήν ἀξιώθηκαν καί κάποιοι –οἱ πολλοί– δέν γύρισαν ποτέ. Κι ἄλλοι, ἐπέστρεψαν στόν τόπο τους, (ἀσφαλῶς μέσω τῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ!), ἀλλά ὄχι ὀρθοί ὅπως ἔφυγαν. Αὐτοί ἀναπαύονται τώρα στά κοιμητήρια τῶν ἐρημωμένων τους χωριῶν.
Σέ αὐτά τά χωριά καί σέ αὐτούς τούς τόπους ἐπιστρέφουμε κι ἐμεῖς –κι ἄς εἶναι ἡ αὐτοϋποτίμηση ἐδῶ καί δεκαετίες πιστοποιητικό… προοδευτικότητας– ψηλαφώντας τό ριζικό καί τήν ρίζα μας. Γιατί οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅπως τά δέντρα. Τά μεταφυτευμένα δέν καρπίζουν σέ ὅλα τά χώματα. Καί σίγουρα κανένα δέν εὐδοκιμεῖ, ἀφήνοντας ἀπότιστες τίς ρίζες του.
Ἐμεῖς τίς ποτίζουμε ἀντλώντας ἀπό τό ἀλακάτι, τό ὁποῖο –Κύριος οἶδε πῶς– διέφυγε τοῦ τσιμεντώματος, πού διά τῆς ἀντιπαροχῆς ἔκανε τόν τόπο μας real estate μπίζνα!
Τό ὄνομά μας κι ὁ ὑπότιτλός του εἶναι, προφανέστατα, χρωστούμενα στόν Γ. Σεφέρη. «Ἀλακάτιν» εἶναι κυπραίικη λέξη γιά τό μαγγανοπήγαδο.
Οἱ θυμόσοφοι λένε πώς «ἅμα τό πηγάδι ξεραθεῖ, θυμοῦνται τό νερό του». Μπορεῖ κι ἔτσι νά εἶναι, ἀλλά ἐμεῖς δέν βρίσκουμε λόγους νά περνιόμαστε γιά θυμόσοφοι.
Θυμόμαστε ὅμως τά θρυλούμενα γι’ αὐτούς πού κατουροῦν στό πηγάδι ἀλλά καί γι’ αὐτούς πού φτάνουν στόν πάτο του. Οἱ πρῶτοι γίνονται ἀπόβλητοι λόγω τῆς ἀπρεποῦς πράξης τους στό σημεῖο πού ὑδρεύεται ἡ κοινότητα, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ἀφοῦ πατώσουν, ἐπιστρέφουν ὅπως-ὅπως στήν ἐπιφάνεια.
Μαγγανοπήγαδο κι ὁ νέος ἑλληνισμός τεχνουργημένο χρόνους πολλούς καί μέ κόπους πολλούς. Ἄλλοτε παρατημένο, ἀφοῦ ξεδιψᾶμε ἔναντι ἀντιτίμου μέ ἐμφιαλωμένα, κι ἄλλοτε πνιγμένο ἀπό τίς συσκευασίες τους.
Ἔχουμε ὅμως τήν ἐντύπωση ὅτι ὅσες μαγαρισιές κι ἄν πέσουν μέσα στό πηγάδι, δέν θολώνουν τό νερό του. Τά λύματα ξεχειλίζουν μά ἐπιπλέουν. Κάτω ἀπό αὐτά (γιά πόσο δέν τό ξέρουμε) ὑπάρχει ζείδωρο νερό πού, ἄς καραδοκοῦν οἱ πολυεθνικοί νερουλάδες, εἶναι ἀκόμη τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό ἀρχαῖο μαγγανοπήγαδο τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ λοιπόν ἀντλοῦμε στό ἀλακάτι μας λέξεις κι εἰκόνες πού δροσεύουν.
Ἀλλά δέν μένουμε στήν σπουδή τῆς καταγωγῆς μας, γιατί ἔχουμε συνείδηση ὅτι καμιά σπουδή σέ καμιά περίπτωση δέν ἀντικαθιστᾶ τήν ζωή – οὔτε αὐτή πού ζοῦμε οὔτε ἐκείνη πού ὀνειρευόμαστε.
Γι’ αὐτό κοντά στίς μαθητεῖες μας ἀποτολμοῦμε προσεγγίσεις κι ἀποτιμήσεις γιά τά τρέχοντα, αὐτά πού, παρότι ἀφοροῦν τίς ζωές μας, περνοῦν ξώφαλτσα ἤ πού δέν ἀκουμποῦν καθόλου τήν στημένη φλυαρία τῆς ἐπικαιρότητας.
Εἶναι κοινός τόπος πλέον ὅτι ἡ καθεστωτική δημοσιογραφία κι ὅσοι (ἀνεπίγνωστα ἤ ὄχι) τήν ὑπηρετοῦν δημιουργοῦν κι ἀναδεικνύουν εἰδήσεις κι ἀναλύσεις μαζικῆς χειραγώγησης, πού ἐντέλει ἀναπαράγουν κι ἑδραιώνουν τό κυρίαρχο –καί γιά κάποιους κερδοφόρο– κενό τοῦ μεταμοντερνισμοῦ.
Στήν χαώδη καί χαοτική ψηφιακή δημοσιογραφία τό ἀλακάτι μας θέλουμε νά εἶναι χειρονομία ἀπεγκλωβισμοῦ κι ἐλευθεροτυπίας. Δηλαδή, πράξη πολιτισμοῦ. Κι εὐθύνης. Γι’ αὐτό δέν φιλοδοξοῦμε νά εἴμαστε μόνο ἕνα μέσο ἀντισυμβατικῆς προσέγγισης κι ἀνάλυσης μιᾶς πραγματικότητας πού, ὅσο νά πεῖς, μᾶς στενεύει ὅλο καί περισσότερο. Φιλοδοξοῦμε νά ὑπερβοῦμε τήν βολική παγίδα τῶν ἁπλῶς -ἀντί καί στήν ληξιπρόθεσμη (ἀλλά, κατά τά λοιπά, πολιτικῶς ὀρθή) χρεοκοπία τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ μοντέλου πού μᾶς προτείνεται μέ διάφορες λεοντές καί προβιές, νά ἀντιτάξουμε τήν δύναμη τῆς ἑτερότητας καί τῶν ζωῶν μας, πού ἀρνοῦνται νά καθηλωθοῦν στά ἰδεολογήματα τῆς ἀέναης (ψευτο)προόδου καί (ψευτο)ἀνάπτυξης.
Δέν ψάχνουμε πελάτες. Συμπαῖχτες ψάχνουμε. Ὄχι γιά νά μποῦμε στό σικέ παιχνίδι τους ἀλλά γιά νά τούς σκάσουμε τήν μπάλα!
Στίς σελίδες μας συναντιόμαστε μέ πρόσωπα, μέ τίς μικρές καί μεγάλες ἱστορίες τοῦ τόπου καί τοῦ τρόπου μας.
Κι ἐπειδή ὑποληπτόμαστε, τά συναπαντήματά μας, τό ἀλακάτι μας εἶναι ἀνεξάρτητο κι αὐτοχρηματοδοτούμενο ἐγχείρημα μνήμης καί τιμῆς – ὄχι ἐπειδή ἔτσι δηλώνει ἀλλά ἐπειδή ἔτσι ξεκίνησε κι ἔτσι θά πορευτεῖ.
Σταματᾶμε ἐδῶ αὐτό τό, μᾶλλον, ἀμήχανο σημείωμα – ὄχι μόνο ἐπειδή, πολλοί ἀπό ἐμᾶς, ἔχουμε ἤδη δώσει δείγματα γραφῆς ἀλλά ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά κριθοῦμε γιά τήν δουλειά μας κι ὄχι ἀπό τίς διακηρυγμένες προθέσεις μας.
Καλῶς βρεθήκαμε στίς ὀθόνες κι ἄμποτε ν’ ἀνταμωθοῦμε καί στά χοροστάσια τῶν μικρῶν πατρίδων μας.
γιά τήν συντακτική ὁμάδα
Θεόδωρος Ε. Παντούλας