Παραπονεμένα λόγια
Ὁ ὀλιγόζωος συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας ἦταν Βουλευτής, ὅταν ἐγκατέλειψε τὰ ἕδρανα τοῦ Κοινοβουλίου γιὰ νὰ πάει ἐθελοντικὰ νὰ πολεμήσει γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου. Σήμερα εἶναι σχεδὸν ἀμνημόνευτος, ἂν καὶ οἱ φιλογενεῖς συντοπίτες του, ποὺ δὲν εἶναι μικρόψυχοι, ὅπως συνήθως εἶναι οἱ γραμματικοί, δὲν τὸν λησμονοῦν. Διάβαζα τὶς προάλλες τὴν ἀθησαύριστη νεκρολογία του,[1] γιὰ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὰ τριάντα τέσσερα κρουστὰ χρόνια του μᾶς θωρεῖ ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀπορημένος ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ.
Τὸ 2020 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Παύλου Μελᾶ. Ἡ ἐπέτειος πέρασε στὰ μουλωχτά. Κατανοητό. Τί ἀκριβῶς νὰ ποῦμε ἐμεῖς γιὰ τὸ ἀρχοντόπουλο ποὺ παράτησε τὴν βολή του καὶ γυρόφερνε ξενηστικωμένος στὶς λασπουριὲς τῆς Μακεδονίας γλυκομιλώντας στὸν κόσμο; Γιὰ τὸ ἀρχοντόπουλο ποὺ ἀλλοῦ θάφτηκε τὸ σῶμα του κι ἀλλοῦ ἡ κεφαλή του. Ἀγριευτικὰ πράγματα, θὰ μοῦ πεῖτε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ κόκκαλα δὲν τραγουδᾶμε πὼς εἶναι βγαλμένη ἡ χιλιάκριβη;
Τραγουδᾶμε ἀλλὰ δὲν παίρνουμε τοῖς μετρητοῖς τὰ λόγια. Παραψήλωσε, ἀπὸ τὴν πολὺ ἀπομάγευση ὁ νοῦς μας καὶ παρακοῦμε τοὺς ποιητές. Ἀκοῦμε τοὺς κομπογιαννίτες μὲ διδακτορικό, παραθεωρώντας ὅτι ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα δὲν ἐκφράζεται μὲ συσχετισμοὺς δυνάμεων ἀλλὰ μὲ τὴν περιφρόνησή τους.
Δὲν θέλω νὰ πῶ μόνο πὼς οἱ ἀποκοτιὲς εἶναι ὅ,τι ἔχουμε γιὰ νὰ μὴν ντρεπόμαστε. Θέλω νὰ πῶ πὼς ψυχώνονταν οἱ ἄνθρωποι γι’ αὐτὲς ἔχοντας βωμοὺς κι ἑστίες – πάντως ὄχι airbnb κι ἔξυπνα τραπεζικὰ προϊόντα.
Καταλαβαίνω πὼς δὲν εἶναι καθόλου ἑλκυστικὲς αὐτὲς οἱ ἐπισημάνσεις ἀλλὰ δὲν ἔχω ἄλλο τρόπο. Ἄλλωστε καὶ τὰ τραγούδια μας παραπονεμένα λόγια ἔχουν γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς συνέχουν.
Ἂν ἐθνικὴ ταυτότητα εἶναι ἡ συνισταμένη ἐπιμέρους ταυτοτήτων (γλῶσσα, πίστη, μικρὴ καὶ μεγάλη πατρίδα) καὶ οἱ δεσμοὶ ποὺ ἀπὸ αὐτὲς καὶ τὶς δοκιμασίες τους προκύπτουν, νομίζω ὅτι ἡ ἐθνική μας ταυτότητα δὲν εἶναι παρὰ παραμορφωμένο ἀπείκασμα ἑνὸς ἀλλοτινοῦ ἑαυτοῦ μας.
Τὸ κουτσουρεμένο κράτος ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση καὶ τὴν χειραγώγησή της ἦταν ἕνα ἑτεροκαθοριζόμενο κι ὑποτελὲς κράτος, τὸ ὁποῖο μάλιστα ἦταν τόσο ἐπηρμένο ποὺ προσκαλοῦσε τοὺς ἐκτὸς Ἑλλάδος Ἕλληνες νὰ μετοικίσουν σὲ αυτό, ἂν ἤθελαν νὰ λογίζονται Ἕλληνες! Κάνοντας ὅμως ταμεῖο, καὶ παρὰ τὶς ἐνίοτε ἀγαθὲς καὶ φιλότιμες προσπάθειες κάποιων λειτουργῶν του, βρίσκουμε τὸν ἑλληνισμό, ὄχι μόνο συρρικνωμένο γεωγραφικὰ ἀλλὰ σὲ ἀποδρομή, ὁλότελα ξεστρατημένο, νὰ ἀκκίζεται καὶ νὰ ἐπιχαίρει γιὰ τὸν λίγο-πολὺ ἀνεπίγνωστο ἀφελληνισμό του!
Γιὰ πολλὰ χρόνια ὡστόσο, ἐρήμην τῆς κρατικῆς πολιτικῆς, σχεδὸν λαθροβίωνε
ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα. Δὲν ἀναφέρομαι στὶς ἐπετειακὲς ρητορεῖες. Ὑπῆρχε μία ἑδραία περηφάνια καταγωγῆς ποὺ ὅσο ἀγράμματη κι ἂν ἦταν, ἤξερε ὅτι γιὰ αὐτὰ τὰ μάρμαρα ποὺ ἐσχάτως νοικιάζουμε ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη ἦταν ποὺ βάνανε τὸ κεφάλι τους στὸν τροβὰ οἱ παπποῦδες μας. Δὲν πρόκειται γιὰ λυρικὴ ἐπιτήδευση ἀλλὰ γιὰ ὁμολογία μιᾶς σωρευμένης ἐμπειρίας. Αὐτὴ ἡ περηφάνια ἦταν πού, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν Μικρασία, κατόρθωσε τὸ ἔπος τοῦ ’40 καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης. Αὐτὴ ἡ περηφάνια κατόρθωσε τὴν ἐποποιία τοῦ κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅταν ἀμούστακα παλληκαρόπουλα τὰ ἔβαζαν μὲ μιὰ αὐτοκρατορία.
Μετὰ τὰ πράγματα πῆραν τὴν κάτω βόλτα. Παρότι πολυμήχανοι ἀμηχανούσαμε ἐν μέσῳ τῶν μηχανῶν. Ἡ περηφάνια ἔγινε κομπασμὸς ποὺ κατέληξε στὸ σημερινὸ εὐρω-ζορμπαλίκι ποὺ ὅταν δὲν ἀναρωτᾶται ρητορικὰ «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ», ἀποστρέφεται σχετλιαστικὰ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε. Στὴν ἀρχὴ πετάξαμε χαριτωμένα τὴν σκούφια μας κι ἐν συνεχείᾳ φτάσαμε νὰ μὴν ξέρουμε ποῦθε βαστάει.
Προφανῶς εἶναι καὶ γενεαλογικὸ τὸ ζήτημα. Στὴν εὐρωπαϊκὴ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κοινότητα εἰσήλθαμε σὰν φτωχοὶ συγγενεῖς παρότι βαυκαλιζόμαστε ὅτι μᾶς δεξιώθηκαν ὡς προπάτορες. Μᾶς στένευε ἡ βαλκανικὴ φορεσιά μας, γι’ αὐτὸ διαλαλούσαμε μὲ ἐλαφρότητα –κι ὄχι ἀπὸ καημό– πὼς εἶναι δυστυχία τὸ νὰ εἶσαι Ἕλληνας. Καὶ τὸ χάσμα αὐτοῦ ποὺ εἴμαστε κι αὐτοῦ ποὺ μᾶς παρήγγειλαν νὰ γίνουμε μεγάλωνε, θέριευε καὶ μᾶς κατάπινε ἡ λαχτάρα νὰ τὰ καταφέρουμε. Καὶ τὰ μισοκαταφέραμε. Αὐτὰ ποὺ κάποτε μᾶς κρατοῦσαν καὶ μᾶς συγκροτοῦσαν ἢ ἐξοβελίσθηκαν σὰν παλιακὰ ἢ ἔγιναν φολκλόρ, νὰ κόβει εἰσιτήρια ἡ παραχάραξη στοὺς τουρίστες.
Ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Τὸ τριάρι στοῦ Ζωγράφου δὲν εἶναι μικρὴ πατρίδα. Οὔτε οἱ πεντάλεπτες ἐθιμικὲς ἐπισκέψεις στοὺς ναούς, εἶναι ἐκκλησιασμός. Οὔτε τὰ greeklish εἶναι γλῶσσα. Σπασμένες λέξεις εἶναι. Καὶ διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι. Ὅταν τρῶς κουκιά, κουκιὰ μολογᾶς.
Ὅλα αὐτὰ βεβαίως ἔγιναν ἀνεπαισθήτως. Μείναμε ὀρφανοί, ἀνυποψίαστοι μάλιστα γιὰ τὴν συνέργειά μας στὴν συντελεσμένη πατροκτονία.
Εἶναι ποὺ οἱ νεκροὶ εἶναι πάντοτε βολικοί. Νομίζουμε μάλιστα ὅτι ἀκινητοῦν καὶ δὲν μιλοῦν. Θεόκουφοι ἐμεῖς σ’ ἐκεῖνο τὸ τρίξιμο ποὺ κάποιοι τὸ εἶπαν φωνὴ πατρίδας καὶ τὸ στόλισαν μὲ ἀναθήματα ὡραῖα. Ἐμεῖς ξοδευόμαστε στὴν θανατίλα τῶν περίκλειστων ἑαυτῶν μας. Κανένα σκίρτημα. Μόνο ἀδημονία νὰ μᾶς δεξιωθοῦν καὶ πάλι οἱ Ἀγορές. Τέτοια καὶ τόση ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς δόσεις.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀντὶ νὰ παίρνουμε στὰ σοβαρὰ τοὺς δοσατζῆδες ἴσως εἶναι καλύτερα νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τοὺς ποιητές.
Τὴν ὀργὴ τῶν νεκρῶν νὰ φοβᾶστε καὶ τῶν βράχων τὰ ἀγάλματα!
[1] Κωνσταντῖνος Σπ. Τσιώλης, «Ὁ Στέφανος Γρανίτσας θρηνεῖ τὸν Παῦλο Μελᾶ», Καρπενησιώτικα 8, (Ἀθήνα 2020), Ἀνάτυπο, σ. 1-16.
Η εικόνα είναι έργο του Σπύρου Βασιλείου.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία στο αφιέρωμα “Η εθνική ταυτότητα σήμερα”.
Published by