ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΧΩΡΙΣ ΡΗΤΟΡΕΙΑ

ΔΟΚΙΜΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ

του Στέλιου Παπαθεμελή

Αυτός ο επιδεικτικός και βαρύγδουπος στόμφος με τον οποίο μας «γνώρισαν» από παιδιά το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους, εξακολουθεί να ορθώνεται απροσπέλαστο εμπόδιο, για μια ζωντανή προσέγγιση και μια σωστή ερμηνεία του. Έξω από τους πομπώδεις λόγους για τους ήρωες, η παρουσίαση της άλλης, της φρικτής όψης του θέματος, είναι η μόνη ικανή να «παιδέψει» και να διδάξει το Έθνος.

Το Έθνος και σαν ηγεσία και σα λαός έχει χρέος να στοχάζεται πάνω και σ’ όσα βέβαια οι ήρωες τού έκαναν και σ’ όσα όμως σαν κατεστημένη εξουσία έκανε σ’ αυτούς. Αυτό υπάρχει ελπίδα να συνετίζει την ηγεσία, για ν’ αποφεύγει ανατριχιαστικές επαναλήψεις (καθώς κανείς διαβάζει σελίδες από τη μεταχείριση του Κολοκοτρώνη ή του Μακρυγιάννη, νιώθει να κολλά τα χέρια του στους τύπους των ήλων της εποχής του) και υπάρχει επίσης ελπίδα να μάθουν οι νέοι την αληθινή ιστορία του τόπου τους. Και η Αλήθεια ελευθερώσει ημάς.

Αυτοί που έγιναν ολοκαύτωμα για να ζήσει ο τόπος ελεύθερος, σύρθηκαν υπόδικοι στα μπουντρούμια της ξενόφερτης απολυταρχίας και θανατοποινίτες υπέστησαν την ηθική και σωματική εξουθένωση του μελλοθανάτου, ώσπου το λαϊκό ηφαίστειο υποχρέωνε τους δολοφόνους σε μετατροπή της ποινής. Μετατροπή που με την αυθάδειά τους οι τύραννοι ονομάζουν χάρη ή αμνηστία. (Στον «Κρόμβελ» του Β. Ουγκώ βρίσκουμε αυτόν τον εύστοχο στίχο: ‒Εμπρός σας δίνω χάρη. ‒Τύραννε, με ποιο δικαίωμα τη δίνεις;).

Επιλέξαμε τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις δύο από τους γνωστότερους αγωνιστές του ’21, του Κολοκοτρώνη ή μία, του Μακρυγιάννη η δεύτερη, που χωρίς να είναι οι μοναδικές, είναι όμως οι πιο «τέλειες» στο είδος τους.

Η αυλαία άνοιξε τα μεσάνυχτα 6 προς 7 Σεπτέμβρη 1833 στο αγροτικό σπίτι του δαφνοστεφανωμένου Γέρου του Μοριά. Ο μοίραρχος Κλεώπας με κουστωδία, από σαράντα πάνοπλους χωροφύλακες, ξυπνούν και συλλαμβάνουν σαν τον έσχατο προδότη τον κατάπληκτο αρχιστράτηγο και τον οδηγούν στις υγρές κατακόμβες του Ιτς-Καλέ.

«Με έβαλαν» αφηγήθηκε κατοπινά ο Γέρος, «εννέα μήνες μυστική φυλάκιση, χωρίς να ιδώ κανέναν άνθρωπον, εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξευρα τι γίνεται δια τόσους μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος απέθανε, ούτε ποίον άλλον έχουν εις την φυλακήν. (…). Ερωτούσα τον εαυτόν μου, αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς. Δεν καταλάβαινα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με καιρόν επέρασεν από τον νουν μου, ότι ίσως η Κυβέρνησις, βλέπουσα την υπόληψιν που έχει ο λαός προς εμένα, με φυλακώνουν, δια να μου κόψουν την επιρροήν. Δεν επίστευα ποτέ ότι θα φθάσουν εις αυτόν τον βαθμόν δια να φκειάσουν φευδομάρτυρες».

Τον Μάιον του 1834 αρχίζει, επί τέλους, η πολύκροτη δίκη, με καθεστώς στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί ήδη από την νύκτα της σύλληψης του Κολοκοτρώνη. Η δίκη αποτελεί κλασικήν έκφραση διατεταγμένης δικαιοσύνης, καθώς συμβαίνει σ’ όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το κατηγορητήριο είναι πανομοιότυπο: απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος. Γραφικοί εγκάθετοι ψευδομάρτυρες παριστάνουν τους αυτόπτες και μια απόφαση καταδικαστική στην εσχάτη συνήθως ποινή, παρμένη εκ των προτέρων συμπληρώνουν την παρωδία. Στην περίπτωση όμως του Κολοκοτρώνη το πράγμα «σκόνταψε». Σκόνταψε στο υψηλό ήθος και την ακεραιότητα του Προέδρου του Δικαστηρίου Α. Πολυζωίδη και του πέμπτου μέλους του Δικαστηρίου Γ. Τερτσέτη. Οι δυο γενναίοι δικαστές αρνήθηκαν να συμπράξουν στο ανοσιούργημα της αντιβασιλείας και των ντόπιων υπηρετών της. «Το σώμα μου», είπε ανυποχώρητος ο Τερτσέτης, καθώς οι χωροφύλακες του καθεστώτος με προτεταμένη τη λόγχη στο στήθος του, βρισιές και προπηλακισμούς τον βίαζαν να προσυπογράψει την θανατική καταδίκη του, «δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου δεν θα δυνηθείτε να τα παραβιάσετε». Και ενώ μαινόμενος εφορμά ο υπουργός της Δικαιοσύνης Σχινάς αξιώνοντας από τον Πολυζωίδη την υπογραφή της απόφασης, παίρνει την αμετακίνητη απόκριση του Προέδρου: «Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου αλλά δεν υπογράφω».

Ο Σχινάς διατάσσει τους δύο δικαστές να εγκαταλείψουν το δωμάτιο των διασκέψεων και να ανέβουν στην έδρα. Εκείνοι αρνούνται. Ο Σχινάς δίνει εντολή στους χωροφύλακες να τους βγάλουν βιαίως. Οι αστυνομικοί τους τραβούν από τα ρούχα. Οι δύο δικαστές κρατιένται από τα καθίσματα και τα τραπέζια. Οι αστυνομικοί με νεύμα του Σχινά επιτίθενταιμε τις γροθιές και τους υποκόπανους των όπλων τους. Κάποτε τους σέρνουν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Όταν όμως πρόκειται να τους ανεβάσουν στην έδρα χρειάζεται νέα βία, γιατί οι δικαστές κρατιούνται απ’ το κιγκλίδωμα. Οι χωροφύλακες τους φτύνουν, τους γρονθοκοπούν, τους κλωτσούν, σχίζουν τα ρούχα του Προέδρου που, ας σημειωθεί, είναι μόλις 32 χρονών.

Όσο όμως επαίσχυντη είναι η σκηνή αυτή για τους βιαστές, τόσο υπέροχη είναι για τους δυό λαμπρούς λειτουργούς της Δικαιοσύνης.

Η απόφαση συνταγμένη από τον στενό συγγενή του Σχινά, Σούτσο, φυσικά απαγγέλθηκε, υπογεγραμμένη μονάχα από τους τρεις κομπάρσους δικαστές: Δ. Σούτσο, Α. Βούλγαρη και Φ. Φραγκούλη. Ο Πρόεδρος και ο Τερτσέτης δεν υπέκυψαν στη βία. Ο Γέρος άκουσε ατάραχος την απόφαση και έκαμε το σταυρό του λέγοντας «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου». Στρεφόμενος δε προς τον συγκατάδικό του στρατηγό Πλαπούτα, πατέρα εφτά κοριτσιών που προς στιγμήν δείλιασε, τον επέπληξε: «Βρε συ! Δεν ντρέπεσαι! Δεν εφοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις!».

***

Άντρας καθαρός και αδιάβλητος ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Εφτά πυορρούσες πληγές στο σώμα του από βόλια εχθρικά. Του χρωστούμε τα περιλάλητα Απομνημονεύματα — κείμενο πολύτιμο, υποδειγματικού νεοελληνικού ύφους. Ψυχή άτεγκτη και ασυμβίβαστη —ελληνική ψυχή— στάθηκε ένας Έλληνας. Αρνήθηκε να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ξένων πρεσβειών και της αδιάντροπης οθωνικής αντιβασιλείας. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που έδωσε στη χώρα το πρώτο μεταπελευθερωτικό της Σύνταγμα. Αντιτάχθηκε πατριωτικά και αντρίκεια στην οξύμωρη κατάσταση που ακολούθησε το θαύμα της απελευθέρωσης: ένα καθεστώς μισελληνικό, μεταφυτευμένο κακέκτυπο ξένων απολύτων μοναρχιών, υπηρετούμενο ωστόσο από εγχώριους πράκτορες ξένων δυνάμεων που αλώνιζαν πίσω από τις πλάτες ενός ανεύθυνου ανήλικου βασιλιά.

«Δια τους αγωνιστάς», έγραφε με τη γνώριμη ντομπροσύνη του ο Μακρυγιάννης, «και χήρες κι ορφανά και δια εκείνους οπού θυσίασαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήταν νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα. Δι’ αυτούς όλους είναι φτωχή και δια τον Αρμασμπέρη (γράφε: Άρμασμπεργκ = Καγκελάριος της Αντιβασιλείας) έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα κι αγόρασε εις την πατρίδα του ένα τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας: Πούναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού ’ναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πούναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασμπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων και τους στράβωναν, κι αυτοίνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα».

Αυτή είναι η σκληρή αποκαλυπτική αλήθεια. «Πού το τζάκισες αυτό το χέρι;» ρωτά ο Μακρυγιάννης τον παλιό αγωνιστή. «Στο Μισολόγγι», μου λέει. «Πού το τζάκισα εγώ αυτό;». «Στους Μύλους του Αναπλιού». «Διατί τα τζακίσαμεν;». «Δια την λευτεριά της πατρίδος». «Πού είναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη».

Το καθεστώς δε συγχώρησε ποτέ στον δοξασμένο στρατηγό τη συνέπειά του στον κανόνα της Αρετής. Άργησε, μα πάντως κατάφερε να σκηνοθετήσει μια δίκη εντροπής στα 1852 στο στρατοδικείο των Αθηνών. Ο τιμημένος στρατιώτης βαριά άρρωστος σπρώχτηκε στα κάτεργα του Μεντρεσέ. «Μας κάνουν ανακρίσεις ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα, σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες (…) και στις 13 (…) ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του όπου μας φύλαγε και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους». Εκεί όργανα του κράτους ράπισαν και προπηλάκισαν τον άντρα. Φυσικά η διατεταγμένη δικαιοσύνη επικύρωσε την εντολή. Με την υπ’ αριθ. 14 απόφαση: «Όθων ελέω Θεού (πολυεύσπλαχνε Θεέ, πόση κακομεταχείριση υφίσταται το όνομά Σου!) Βασιλεύς της Ελλάδος — το Α΄ διαρκές Στρατοδικείον κηρύττει δια της πλειοψηφίας 6 ψήφων επί 7 τον Ιω. Μακρυγιάννη ένοχον εσχάτης προδοσίας (…) και καταδικάζει δια της αυτής πλειοψηφίας αυτόν εις την ποινήν του θανάτου». Ο προφανώς μειοψηφήσας Πρόεδρος Κίτσος Τζαβέλας έχει γράψει πικρόχολα με πόνο ιδιόχειρα στο τέλος της απόφασης: «1ον. Δια τας εις την πατρίδα πολυειδείς εκδουλεύσεις του απ’ αρχής του αγώνος. 2ον Δια τας οποίας φέρει εις το σώμα του πληγάς. 3ον Δια την μέχρι του παρελθόντος έτους αφοσίωσίν του εις τον Θρόνον».

Αν ο λόγος: «η ιστορία επαναλαμβάνεται» είναι αληθινός, τότε ο Λαός και η ηγεσία της χώρας αυτής έχουν χρέος να φράξουν το δρόμο στην επανάληψη των ασχημιών της. Το έθνος οφείλει να διδάξει στους νέους του την αληθινή του ιστορία. Τα παιδιά του Λαού πρέπει να μάθουν το κριτήριο αρετής για πρόσωπα και γεγονότα. Το Έθνος οφείλει να στιγματίσει και να παραδώσει στην καταισχύνη όσους επιβουλεύτηκαν την τιμή, την αξιοπρέπεια και την λευτεριά του. Και οφείλει να υψώσει σαν σύμβολο αρετής και να προβάλει το τίμιο παράδειγμά τους, τα θύματα της διαφθοράς, της απόλυτης διαφθοράς της κατεστημένης εξουσίας. Όσοι δεν υπέκυψαν στον πειρασμό της καταισχύνης «παιδεύουν» με το στίγμα της αμαρτίας τους.

Οι ταγοί του Έθνους, οι κάθε λογής ταγοί του Έθνους, χρωστούν να ζητήσουν συγχώρεση απ’ τις λευκές ψυχές των πρωτεργατών της ανάστασής του, εν σιωπή και προσευχή και διότι οι τοτινοί φορείς της εξουσίας τους πότισαν χολή σ’ ανταμοιβή των θυσιών τους και διότι μετέβαλαν έκτοτε σε ατομική τους ιδιοκτησία τους καρπούς αυτών των θυσιών. Η αμαρτία περίσσεψε σ’ αυτόν τον χώρο. Μόνο η έμπρακτη μετάνοια μπορεί να την ξεπλύνει. Το Έθνος (πρώτιστα η ηγεσία του Έθνους) χρωστά σ’ απόδειξη αυτής της έμπρακτης μετάνοιας να δώσει κάποτε απόκριση, να δώσει χωρίς αναβολή, τώρα, καταφατική απόκριση στο τραγικό ερώτημα του Μεγάλου Δασκάλου του Γένους, του Μακρυγιάννη, «πούναι η Λευτεριά και η Δικαιοσύνη;» — Να την η Λευτεριά! Να την η Δικαιοσύνη!

Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω!

3/1971

Στέλιος Παπαθεμελής, Τίμιοι με την Ελευθερία, Μήνυμα, Αθήνα 1971, σσ. 123-129.

Published by