του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
«Τα κατά Μάρκον» του Νίκου Γκάτσου τα πρωτοάκουσα κοντά τριάντα χρόνια πριν, νύχτα από το κασετόφωνο σταθμευμένου αυτοκινήτου. Ήμουν στο Viterbo, στην Ιταλία. Τα ακούσαμε σιωπηλοί και κανείς από τους συνεπιβάτες δεν σχολίασε τίποτε. Είν’ απ’ το δέντρο του Θεού / η ρίζα που κρατεί με / δώστε μου μια ταυτότητα / να θυμηθώ ποιος είμαι.
Παρά τα σημαντικά ονόματά του, απ’ ότι ξέρω, ο δίσκος δεν περπάτησε. Κατανοητό. Ο τόπος και οι άνθρωποι προετοιμάζονταν για την αρπαχτή του εκσυγχρονισμού. Παράταιρος, αν όχι παράφωνος, του ποιητή ο λόγος. Εμείς πάλι, όπως όλα τα ξενάκια, δεν αφήναμε αφορμή να μην θυμηθούμε ποιοι είμαστε. Μέχρι και την απελευθέρωση της Βεροίας (16 Οκτωβρίου, αν καλά θυμάμαι) γιορτάζαμε χάρη στο Νίκο από την Φυτιά Ημαθίας! Οι Έλληνες του εξωτερικού –τουλάχιστον αυτοί που εγώ πρόλαβα– είχαν μια περηφάνια καταγωγής σχεδόν άγνωστη κι ακατανόητη στους Έλληνες της Ελλάδας.
Μια στο τόσο κάναμε και άτυπες «ελληνικές γιορτές», να ξεφαντώσουμε και να συστηθούμε στους Ιταλούς φίλους. Σε μια τέτοια γιορτή μετέφραζα τους στίχους από τα τραγούδια που ακούγονταν. Μάνος Ελευθερίου, Δήμος Μούτσης, Δημήτρης Μητροπάνος. Ο Χάρος βγήκε παγανιά. Αδυνατούσαν να πιστέψουν πως αυτά ήταν λαϊκά τραγούδια! Νόμιζαν πως η μελοποιημένη ποίηση των στίχων αφορούσε κάποιους διανοούμενους. Άθελά του δεν τους άφηνε και σε ησυχία κι ο Νίκος που είπαμε παραπάνω. Συνέχιζε με Λευτέρη Παπαδόπουλο και Μίμη Πλέσσα: Βρέχει φωτιά στην στράτα μου. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι τους κάνουμε πλάκα. Κρυφοκαμαρώναμε για τις αποσκευές μας.
Αυτή η ποίηση των τραγουδιών ήταν η προίκα μας. Ήταν η νεοελληνική κοινή. Με αυτά τα τραγούδια ξεσεκλετίζονταν ο κόσμος μας. Αυτά ακούγονταν τις γιορτές και τις σχόλες σε όλα τα σπίτια. Γράφω σε όλα τα σπίτια, γενικεύοντας την δική μου περίπτωση, που, μεγαλώνοντας την δεκαετία του ’70, γύρναγα με τους δικούς μου σε σπίτια φίλων και συγγενών, οι οποίοι ήσαν κανονικοί άνθρωποι και γι’ αυτό δεν άνηκαν στην μάλλον καινοφανή φυλή των φιλότεχνων. Έψηναν το γιουβέτσι τους στον φούρνο, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και τις συννεφιασμένες Κυριακές βαράγαν τα μωσαϊκά στο σεβντά τους με λυπητερά και παυσίλυπα τραγούδια. Εσωτερικοί μετανάστες όλοι τους. Και με εσωτερικότητα αξιομνημόνευτη.Κι απροσποίητη ένταση.
Για όσους δυσπιστούν σε αυτή την παρατήρηση, υπάρχουν τα στοιχεία από τις πωλήσεις των δίσκων. Και τα στοιχεία μαρτυρούν ότι ο λαός μας δεν ξεδίψαγε με ζαχαρωμένα τραγούδια.
Τώρα θα μου πείτε πώς αυτοί που στο μεθύσι τους μαχαίρωναν τον Χάρο κατάντησαν να γλεντοκοπούν με αθλιότητες.
Δίκιο έχετε κι εσείς κι εγώ δεν ξέρω τι να πω. Υποθέτω όμως ότι από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησε πολύς εκμαυλισμός. Πολύ ουίσκι, πολλά φωτορυθμικά και πολύς λουλουδοπόλεμος. Πολύ ιδιωτική τηλεόραση και πολλή ευρωλαχτάρα. Κι ένας νεόπλουτος τραχανοπλαγιάς –μαλάκας, κατά δήλωσή του–, που με κουβέντες του κώλου ξεβλάχεψε το πανελλήνιο κάνοντας τους Έλληνες από ακέραιους ανθρώπους, ανάπηρους μικροεπενδυτές.
Η εικόνα είναι από την Ευδοκία (1971) του Αλέξη Δαμιανού.
Published by