του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Το ελληνικό κράτος και οι επιχειρήσεις του απασχολούσαν κι απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν και ζουν τις οικογένειές τους (αλλά και τις οικογένειες του φούρναρη, του μανάβη, του δάσκαλου κ.λπ.) έχοντας ως εργοδότη τους το ελληνικό κράτος. Το ελληνικό κράτος ήταν κι είναι προβληματικό αλλά είχε, κι όσο απέμεινε, έχει ακόμη έναν δημόσιο χαρακτήρα, δηλαδή τα κριτήριά του ήταν κι είναι περισσότερο κοινωνικά. Γι’ αυτό άλλωστε στήριζε την περιφέρεια και πολλές φορές πήγαινε εκεί που δεν πήγαιναν οι εργολήπτες των δημοσίων έργων. Είχε καλές (συχνά και προνομιακές) σχέσεις με τους εργαζόμενούς του, φορολογούσε εντός της χώρας τα κέρδη και, κυρίως, τα επένδυε εντός της κ.λπ. κ.λπ. Το ελληνικό δημόσιο βεβαίως είχε κι έχει και πολλά προβλήματα. Πριν όμως αναζητηθούν θεραπείες των προβλημάτων οι εκ Λονδίνου κομπογιαννίτες (πολλές φορές υπότροφοι του ελληνικού κράτους και συχνότατα ισόβιοι τρόφιμοί του!!!) άρχισαν να μασουλάν (και να φτύνουν ολούθε) την καραμέλα των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης της Αγοράς, που κατά τους ντεμέκ επαΐοντες πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι το γιατροσόφι δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν! «Πούλα ρε, πούλα» ήταν το σχεδόν πάνδημο σύνθημα με το οποίο ξεκινούσε ο εγχώριος «εκσυγχρονισμός» που πούλαγε «αέρα» στους βαλκάνιους ιθαγενείς. Έτσι άρχισε –κι έτσι συνεχίζεται– το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού κι οι θεράποντές του (που αγνοούσαν και το «Σάμινα» και την «Ρικομέξ») κομπορρημονούσαν ότι είμαστε στους «ισχυρούς της Ευρώπης και του κόσμου»! Θυμάστε: οι «Ολυμπιακοί αγώνες» επέστρεφαν στην κοιτίδα τους κι έβρεχε λεφτά. Τι την θέλαμε την (απαξιωμένη και καταργημένη) ΜΟΜΑ; Είχαμε πλουσιότατους εργολάβους! Μετά και ξαφνικά μάθαμε κατά πού πέφτει το Καστελόριζο όμως η Ευρώπη (μεγάλη χάρη της) μας έκανε την χάρη να μας κρατήσει… στους ισχυρούς και, μετά το παραγωγικό ξεπάτωμα της χώρας, μας τράβηξε και τ’ αυτί επισημαίνοντάς μας ότι πρέπει περαιτέρω να μεταρρυθμιστούμε, εννοώντας να ενεχυριαστούμε σε έναν από τους πολλούς μεγαλοΡιχάρδους που παρεπιδημούν στα μέρη της. Με άλλα λόγια: να μην μείνει τίποτε στο αχαΐρευτο ελληνικό κράτος. Να μας αναλάβουν εξ ολοκλήρου οι ειδήμονες των Βρυξελλών και τα εδώ λαχανάκια τους. Κι έκτοτε προχωράμε με μισοσκυμμένη κεφαλή στην ανέφελη οδό των αποκρατικοποιήσεων με το ηλίθιο αλλά και συνάμα χυδαίο επιχείρημα: «αφού γαμιέται, που γαμιέται, να μην ανοίξει το μπουρδέλο»; Κι άνοιξε και το μπουρδέλο και οι ασκοί της συμφοράς. Κι έκαστος εφ᾿ ω ετάχθη. Άλλοι πελάτες, άλλοι νταβατζήδες και οι πολλοί κράχτες και λιγούρια. Μια χώρα όμως χωρίς τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κ.λπ. δεν είναι χώρα αλλά χώρος. Και τα επίχειρα αυτής της εμμονικής εκγύμνασης στις ιδιωτικοποιήσεις είναι ήδη μετρήσιμα. Έχουμε αύξηση της ανεργίας, επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, δίωξη της μικροεπιχειρηματικότητας κι ό,τι περισσεύει οι πολυεθνικές που μας έχουν αναλάβει το στέλνουν αφορολόγητο εκεί που το στέλνουν. Θα πούμε το νερό νεράκι – κυριολεκτικά. Και κοντά στα ψηλά και, μέχρι πρότινος απάτητα βουνά, μάθαμε από τα ψιλά των εφημερίδων ότι… νοικιάζονται και τα μουσειακά εκθέματα του τόπου.
Όσο γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι ο περιορισμός του κράτους (ευφημισμός από τους λίγους) θα καλυτερεύσει τις υποθηκευμένες τους ζωές ή είναι βλαμμένοι ή εθισμένοι στα παραισθησιογόνα της Αγοράς που ψωνίζονται.
Published by