Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΜΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΙΛΙΚΙ)

του Θεόδωρου Ε. Παντούλα

Ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης συ­νό­δευ­σε τὴν ἐ­θνι­κή μας ἀ­να­γέν­νη­ση, γνω­ρί­ζον­τας αὐ­τὸ ποὺ ὁ Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης τρα­γού­δη­σε μό­λις λί­γες δε­κα­ε­τί­ες πρίν: «ἄ­πο­νες ἐ­ξου­σί­ες». Αὐ­τὲς τὶς ἐ­ξου­σί­ες ἔ­πρε­πε νὰ κου­λαν­τρί­σει ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης, ὁ ἀ­γα­θὸς μπάρ­μπα-Γιῶ­ργος, ὁ ψευ­τό­μαγ­κας Σταύ­ρα­κας, ὁ ξε­πε­σμέ­νος Νι­ό­νι­ος, ὁ φαν­τα­σμέ­νος Μορ­φο­νι­ὸς καὶ τὰ ἀ­νεκ­δι­ή­γη­τα Κολ­λη­τή­ρια. Καὶ τὰ πῆ­γαν πε­ρί­φη­μα μὲ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ εὐ­ε­λι­ξί­α τους καὶ τοὺς πο­λυ­τά­λαν­τους μα­στό­ρους ποὺ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὸ λα­ϊ­κὸ θέ­α­μα τοῦ θε­ά­τρου σκι­ῶν. Πα­ρη­γο­ριὰ γιὰ ὅ­λους ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­χαν τρύ­πιο τὸ βρα­κὶ ἀλ­λὰ κα­θα­ρὸ τὸ μέ­τω­πο. Ἀλ­λὰ καὶ πε­ρη­φά­νια, ἀ­φοῦ ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης ἐν­σω­μά­τω­σε στὶς ἱ­στο­ρί­ες του τὴν λα­ϊ­κὴ πα­ρά­δο­ση καὶ τὴν κλε­φτου­ριὰ μ’ ἕ­ναν τρό­πο ποὺ κα­μι­ὰ ἱ­στο­ρι­κὴ κα­τή­χη­ση δὲν θὰ κα­τόρ­θω­νε.
Με­τὰ τὸν δεύ­τε­ρο με­γά­λο πό­λε­μο ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα ἄλ­λα­ξαν. Ἡ ἐ­θνι­κὴ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Κα­ραγ­κιό­ζη δὲν χόρ­ται­νε πιὰ τὴν πεί­να της μὲ τὰ ξε­ρο­κόμ­μα­τα τοῦ βε­ζί­ρη καὶ τὶς δε­κά­ρες τῶν θε­α­τῶν. Ἡ ἀ­πορ­φα­νι­σμέ­νη νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α, ποὺ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς βρέ­θη­κε ἀ­νέ­στι­α στὶς πα­ρυ­φὲς τῶν πό­λε­ων νὰ δί­νει τὰ γο­νι­κά της κο­ψο­χρο­νιὰ ἀν­τι­πα­ρο­χή, πε­ρι­φρό­νη­σε τὸν Κα­ραγ­κιό­ζη ἀλ­λὰ ἀ­πο­θέ­ω­σε τὰ κα­ραγ­κι­ο­ζι­λί­κια.
Καὶ τὰ κα­τά­φε­ρε λαμ­πρά. Τί λέ­ω λαμ­πρά; Πε­ρί­λαμ­πρα. Ἀλ­λὰ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­νο­μο­λό­γη­τη λα­χτά­ρα γιὰ κοι­νω­νι­κὴ ἔν­τα­ξη τί νὰ σοῦ κά­νει ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης; Νὰ σοῦ θυ­μί­ζει τὸ σα­ρά­ι ποὺ με­γά­λω­σες ἢ τὴν φτώ­χεια ποὺ σ’ ἀ­νά­στη­σε; Νὰ σοῦ θυ­μί­ζει πού­θε κρα­τά­ει ἡ σκού­φια σου ὅ­ταν ἐ­σὺ κά­νεις τὰ πάν­τα γιὰ νὰ τὴν λη­σμο­νή­σεις;

Μ’ αὐ­τὰ καὶ μ’ ἄλ­λα ἔ­μει­νε παν­τε­λῶς ἀ­προ­σάρ­μο­στος ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης στὸ μο­δέρ­νο καὶ με­τα­μο­δέρ­νο μας κα­θω­σπρε­πι­σμό. Θε­ό­φτω­χος καρ­πα­ζο­ει­σπρά­κτο­ρας, κα­κο­μού­τσου­νος μα­κρυ­χέ­ρης, «λουμ­πο­δὺτς» καὶ χω­ρα­τα­τζής, χα­σο­μέ­ρης ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως, συ­νέ­χι­ζε πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος νὰ πε­ρι­φέ­ρει τὴν κα­κο­μοι­ριά του στὸ πα­νί, ὁ­λό­τε­λα ξέ­νος μὲ τὰ νέ­α ἤ­θη. Ἑ­τοι­μό­λο­γος καὶ δη­κτι­κός, πο­λυ­τε­χνί­της ἀλ­λὰ ἐ­ρη­μο­σπί­της, ὁ ξε­πε­ρα­σμέ­νος Κα­ραγ­κιό­ζης πο­ρευ­ό­ταν ὅ­πως-ὅ­πως μὲ μο­να­δι­κὸ κί­νη­τρο νὰ τὴν βγά­λει κι ἀ­πό­ψε, ὅ­ταν ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἤ­θε­λαν νὰ τὴν βγά­λουν δι­ὰ βί­ου. Πῶς νὰ συγ­κι­νή­σει ἕ­νας φτω­χὸς ἥ­ρω­ας τὴν νε­ο­πλου­τι­κή μας λι­γού­ρα; Ἀ­πὸ ἥ­ρω­ας ἑ­νὸς λα­ϊ­κοῦ ψυ­χα­γω­γι­κοῦ θε­ά­μα­τος ἔ­γι­νε βρι­σιὰ γιὰ τοὺς ἐ­νή­λι­κες, πα­ρα­μέ­νον­τας ὅ­μως ἀ­τί­μη­τη συν­τρο­φιὰ γιὰ τὴν ἁ­παν­τα­χοῦ πι­τσι­ρι­κα­ρί­α.
Ἂς μὴν ἀ­νη­συ­χοῦν λοι­πὸν οἱ ὄ­ψι­μοι θι­α­σῶ­τες τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­σμοῦ. Δὲν μᾶς ἔ­κα­νε ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης ἀ­κα­μά­τες κι ἀ­νά­γω­γους – ἡ πε­ρι­φρό­νη­σή του μπο­ρεῖ. Δὲν γα­λού­χη­σε τοὺς νε­ο­έλ­λη­νες ὁ Κα­ραγ­κιό­ζης στὸν πα­ρα­σι­τι­σμό. Πέ­ρα­σαν μό­νοι τους ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χον­τι­κὸ «ἔ­χει ὁ Θε­ὸς» στὴν βλα­χιὰ τοῦ «ἔ­χει ὁ δι­πλα­νὸς» – καὶ θὰ τοῦ τὰ φᾶ­με.
Ὅ­σοι κα­βαν­ζά­ρα­με τὰ σα­ράν­τα ἀ­παγ­κι­ά­σα­με στὸ λευ­κό του σεν­το­νά­κι – κεῖ­νο ποὺ μᾶς τρώ­ει, κεῖ­νο ποὺ μᾶς σώ­ζει. Καὶ δὲν σκι­α­ζό­μα­στε οὔ­τε τὴν ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα αὐ­τῶν ποὺ τὸν βρί­ζουν, οὔ­τε τὴν κτη­τι­κό­τη­τα αὐ­τῶν ποὺ τὸν κα­πη­λεύ­ον­ται – τρύ­πια εἶ­ναι ἡ «ἀ­πά­τη» τους.
Ὁ δι­κός μας Κα­ραγ­κιό­ζης ἄλ­λω­στε δὲν ξέ­ρει νὰ βλα­στη­μᾶ. Ξέ­ρει νὰ χα­ρί­ζε­ται. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι καὶ ἀ­να­παλ­λο­τρί­ω­τος. Γι’ αὐ­τὸ ἀ­να­παύ­ε­ται μα­κά­ρι­ος στὸ πα­ρά­δει­σο τῶν παι­δι­κῶν μας χρό­νων, ὁ­ρι­στι­κὰ χορ­τά­τος ἀ­πὸ τὴν παν­το­τι­νὴ ἀ­γά­πη μας, τὴν ἀ­γά­πη ποὺ «πάν­τα στέ­γει, πάν­τα πι­στεύ­ει, πάν­τα ἐλ­πί­ζει, πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει καὶ οὐ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς».

Published by