Λίγα Ακόμη γιΑ τΟν Βορειοηπειρώτη πεζογράφο καΙ ποιητΗ ΦΩτο Ν. Κυριαζάτη-Λαζατινό

τοῦ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου

Γνώρισα τὸ Φῶτο περίπου τότε ποὺ ἐκδόθηκε τὸ πρῶτο του βιβλίο στὴν Ἑλλάδα, δηλαδὴ ἡ  Κραυγὴ στὴ νύχτα, συλλογὴ διηγημάτων ποὺ διεκτραγωδοῦν μὲ ζέση καὶ στρωτὴ γραφὴ τὴ ζωὴ σὲ μιὰ χώρα παράνοιας.
Ἄν ἡ μνήμη μου δὲν μὲ ἀπατᾶ, ἔχω διεξέλθει περισσότερες ἀπὸ χίλιες ὀχτακόσιες σελίδες πεζογραφημάτων καὶ ποιημάτων του.
Μιὰ πρώτη σύντομη κρίση ἦταν ἐκείνη ποὺ δημοσιεύτηκε στὰ Φωτολούλουδα ’87 μὲ τίτλο ‘‘Φωνὴ αὐθεντική’’. Θυμᾶμαι ἀμυδρὰ ὅτι τότε ποὺ ἔγινε στὴν Ἀθήνα ἡ παρουσίαση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Φύλλο τῆς ζωῆς, ὲπαίνεσα ὁρισμένα ποιήματά του, ὄχι ὅμως μὲ τὴν θερμότητα ποὺ μίλησε γι’ αὺτὰ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς.
Ἔχω ὰπὸ κοντὰ παρακολουθήσει τὴ γέννηση τῶν μυθιστορημάτων του, ὅπου τὰ διαλογικὰ μέρη ἦταν στενεμένα, τὰ πρόσωπα διαλέγονταν ὰμήχανα, ἡ κουβέντα δὲν σπίθιζε. Εἶχα ὲρωτήσει τὸ Φῶτο, ἄν αὐτὲς οἱ τετριμμένες συζητήσεις ὰντανακλοῦσαν μιὰ πραγματικότητα. Μοῦ ὰποκρίθηκε ὅτι εἴτε μιλοῦσες μὲ ἔμπιστο πρόσωπο, στὸ δρόμο ἤ στὸ καφενείο, εἴτε μὲ   ἄνθρωπο ποὺ ὑποψιαζόσουν ὅτι μπορεῖ νὰ σὲ καταδώσει, ὰκόμη κι ἄν οὔτε κὶχ δὲν σοῦ εἶχε ξεφύγει, ὁ λόγος ἦταν ἄτονος, ρουτίνα.
Ὅμως τί ὰλλαγὴ ὕφους ὅταν ὁ Κυριαζάτης περπατάει μόνος στὴ γῆ τῆς ἑλληνικῆς του πατρίδας! Τὰ βουνά, τὰ ποτάμια, τὰ δέντρα, οἱ βράχοι, ὅλα ὲμψυχώνονται ὰπὸ τὴν μέθη ποὺ τὸν κατέχει. Παραθέτω ὰπὸ Τὸ μυθικὸ ἀνάκτορο ἐτοῦτο τὸ ὰπόσπασμα:

Κρυφή, ζεστὴ φωλίτσα τοῦ ἥλιου σὲ λευκοὺς διαφανεῖς ὰτμοὺς σὰν σὲ ὄνειρο καὶ γαληνεμένη ὸπτασία. Δεξιὰ τὸ δάσος, ἀριστερὰ τὸ γαλάζιο τοῦ ποταμοῦ, σὲ πλαίσια κίτρινα ἀπὸ πλατάνια… Πάντα νὰ ἀγναντεύει, πάντα νὰ ὰντικρίζει κι ἄλλες βουνίσιες διακλαδώσεις, ὰσημένια ὰφράτα νερὰ νὰ καταφθάνουν ὁρμητικὰ ὰπὸ ψηλὰ ἀναπη-δώντας κελαριστὰ σὲ ριζάρι καὶ πέτρα γιὰ νὰ σμίξουν μὲ τὸ ποτάμι. Ἐκεῖνο νὰ τραβάει μπροστά, νὰ ἀνταμώσει  τὴ θάλασσα, αὐτὴ τὸν οὺρανὸ κι ὁ οὺρανὸς τὴ γῆ… Λένε πὼς ἡ ὰνησυχία εἶναι ἡ τάση τοῦ ὰνθρώπου νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὰ αὶώνια στοιχεῖα. Ποιὸς ξέρει. Κάποτε ὁ Βλαστόπουλος ἄραζε ὧρες ὁλόκληρες ὰντικρίζοντας τοὺς αὐγινοὺς σωροὺς ὰπὸ φθινοπωρινὰ φύλλα. Κάποτε εὺχαριστιόταν νὰ παρατηρεῖ πὼς ξεκόβονταν ἕνα φύλλο ψηλὰ ὰπὸ τὸν πλάτανο, πὼς ὅδευε ὲλαφρὰ διαγράφοντας κύκλους στὸ κενό,  ἔπεφτε μαλακὰ στὸ νερὸ καὶ μεταβαλλόταν ἄξαφνα σὲ πανάρχαια βάρκα δίχως κουπιὰ καὶ πανιά, σχεδία μοναχή, ὲλεύθερη νὰ ταξιδεύει ὰμέριμνη, σίγουρη καὶ σιωπηλὴ στὴ μεγάλη κι ὰπέραντη κατοικία τοῦ σύμπαντος.

 
Γραφὴ ὰρχαϊκή, φρέσκος κόσμος, ὰχάλαστος, ὡσὰν ὲγκάρδιο σχόλιο στὴ Γένεση. Ξαναβρίσκω  αὺτὸ τὸ ἦθος  τῆς λέξης  στοὺς στίχους του ποιήματος ‘‘Ἐσένα ἔρωτα…’’:

Μαζί σου, ἄνοιξη, γλυκιὰ λατρεία!
σβήνω στὰ χρώματα, στὴ συμμετρία.

Ὅσοι κι ἂν μ’ ἔβλαψαν −μὲ ὅ,τι μοῦ μένει−
χρόνια καὶ ἄνθρωποι − συχωρεμένοι.

Ὅσους κι ἂν ἔβλαψα −ἂν ἴσως ζοῦνε−
ἂς μὲ ξεχάσουνε − ἂν τὸ μποροῦνε.

Στὸ βάθος τ’ ἄπατο γαλάζιο χνούδι
σιγαλοπέφτοντας μὲ τὸ τραγούδι

σοῦ παραδίνομαι, χρυσὴ ἁλυσίδα
−ἐσένα, ἔρωτα− μόνη μου ἐλπίδα.

   
Ναί, εἶναι φανερὸ πὼς ὁ Κυριαζάτης ὰγνοεῖ ἤ ὰπορρίπτει τὴν τρέχουσα γραφὴ τῆς πρόζας καὶ τῆς ποίησης, ποὺ εὔκολα ὰφομοίωσαν  νεότεροί του συμπατριῶτες. Φαίνεται ὑπερβολικὰ ἀνυποψίαστος καὶ ὰθῶος. Κάποτε, καθὼς κολυμποῦμε ὰντάμα στὰ βραχώδη τοῦ Φάρου μας, διαφωνοῦμε γιὰ τὰ γραφτὰ τοῦ τάδε καὶ τοῦ δεῖνα. Δυσκολεύομαι νὰ τὸν μεταπείσω, ὰλλὰ κάποτε ὰναρωτιέμαι γιὰ ποιό λόγο πρέπει νὰ ὲπιμείνω. Ὲκεῖνος εἶναι παιδὶ τῶν νερῶν καὶ τῆς γῆς, ὲλόγου μου ἕνας γραφιὰς τοῦ δωματίου. Ἐκείνου τοῦ ἔλαχε μιὰ πατρίδα ποὺ κυβερνοῦσε ἕνας παράφρονας, ὲμένα δὲν μοῦ  ἦρθαν ὰνάποδα τὰ πράγματα.
Μολαταύτα, καὶ παρὰ τὴν κάποια διαφορὰ τῆς ἡλικίας, τὰ χνότα μας ταιριάζουν, ὅταν πρόκειται γιὰ πράγματα ποὺ ὲμεῖς θεωροῦμε ἄκρως σοβαρά, ὰντίθετα μὲ τοὺς λου-όμενους ἤ ὰναιδῶς ἡλιαζόμενους τῆς ‘‘ὰκτῆς  Παπαθανασίου’’.
Ὲμεῖς ὰπεχθανόμαστε  κάθε λογῆς σκουπίδι στὰ θαλασσινά μας κατάμερα καὶ τὰ συνάζουμε ὲπίμονα. Ὲκεῖνοι μᾶς ἔχουν σταμπάρει, εἴμαστε  οἱ γέροι ποὺ ἕχουν λασκάρει οἱ βίδες μας.
Ἡ ὰλήθεια εἶναι πὼς ὲδῶ καὶ κάμποσα χρόνια, ὲγὼ κολυμπῶ γιαλὸ γιαλὸ καὶ ποτὲ πάνω ὰπὸ εἴκοσι λεπτά. Ὁ Φῶτος κολυμπάει πρωὶ καὶ ὰπόγευμα μὲ τὶς ὧρες καὶ σχεδιάζει ἕνα ὰκόμα μυθιστόρημα. Κάνει καλὴ παρέα μὲ τὸν Ἄγγελο Μαντᾶ καὶ μὲ τὸν Ὴπειρώτη Θόδωρο Παντούλα. Ὲνίοτε τοὺς ζηλεύω, ὰλλὰ εἶναι πολὺ ὰργὰ γιὰ ν’ ὰλλάξω δέρμα.

 
 Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος
21.2.2020

Published by

Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος