Η μουσική παράδοση της Λέσβου

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΕΡΒΕΡΗΣ

 του Παναγιώτη Βερβέρη

Η Λέσβος αποτελούσε για αιώνες έναν διακριτό χώρο άρρηκτα συνδεδεμένο γεωπολιτικά, ιστορικά και πολιτισμικά με τα απέναντί της μικρασιατικά παράλια. Μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή, ο ενιαίος αυτός χώρος διασπάστηκε βίαια, η Λέσβος αποκόπηκε και από τότε, μπορούμε να πούμε ότι «γίνεται νησί» και «στρέφει» αναγκαστικά τον προσανατολισμό της στην Eλλάδα. Όμως, η πάλαι ποτέ μικρασιατική ενότητα άφησε έντονα τα ίχνη της τόσο στη μουσικοχορευτική, όσο και στην ευρύτερη παράδοση του νησιού.

Η μουσική της Λέσβου επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις μουσικές πρακτικές που παγιώθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας (Σμύρνη, Αϊβαλί, Αϊδίνι και σε μικρότερο βαθμό η Κωνσταντινούπολη).

Από τον 18ο αιώνα, η Λέσβος συνδέθηκε στενά με αυτά τα κέντρα, τόσο οικονομικά – μέσα σε ένα ευρύτερο δίκτυο διακίνησης προϊόντων, που προώθησε η μονοκαλλιέργεια της ελιάς στο νησί- όσο και σε ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές και δραστηριότητες.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιρροές και οι επιδράσεις που δέχτηκε η Λέσβος από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και την ευρύτερη μικρασιατική κουλτούρα, ήταν σημαντικές. Οι σκοποί και τα τραγούδια της Σμύρνης και Πόλης αλλά και των άλλων εμπορικών κέντρων, δεν συνόδευαν μόνο τα γλέντια των νεόπλουτων Μυτιληνιών αλλά και των λοιπών κατοίκων της Λέσβου, σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής τους ζωής.

Πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν  είναι ακριβώς γνωστές οι αμοιβαίες ανταλλαγές και επιρροές στη μουσική παράδοση, αλλά τα κοινά στοιχεία είναι εμφανή σε μια σειρά από ερασιτεχνικές μουσικές αποτυπώσεις, που αφορούσαν φωνητικά τραγούδια του «κύκλου του χρόνου», καθώς και τραγούδια του «κύκλου της ζωής».

Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα η μουσική παράδοση της Λέσβου αναδιαμορφώθηκε και καταγράφεται η δημιουργία συγκροτημάτων (κομπανίες) σύμφωνα με τα μικρασιατικά πρότυπα της εποχής. Σε αυτά συμμετείχαν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί, που ήταν συνήθως εξειδικευμένοι ως προς τα όργανα που έπαιζαν, ενώ διέθεταν πρακτικές ή και θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν αποκτήσει μετά από μια περίοδο επίσημης ή ανεπίσημης μαθητείας. Σε κάθε χωριό, σε κάθε κωμόπολη υπήρχε τουλάχιστον και μια μουσική κομπανία. Οι περισσότερες κομπανίες ήταν ως επί το πλείστον, οικογενειακές.

Τα συγκεκριμένα συγκροτήματα ήταν αρχικά πολυμελή, αφού στη σύνθεσή τους συμπεριλάμβαναν μουσικούς που έπαιζαν: βιολί, σαντούρι (σαντουρόβιολα), κρουστά, μπασαβιόλα (κοντραμπάσο), κλαρίνο, αλλά και χάλκινα πνευστά (τα γνωστά φυσερά), δηλαδή τρομπέτα (κορνέτα), τρομπόνι και ευφώνιο.

Το ούτι ήταν επίσης γνωστό στη Λέσβο, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά το χρησιμοποιούσαν συνήθως μεμονωμένοι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί και σπάνια συμπεριλαμβανόταν συστηματικά σε κομπανίες.

Μετά τη δεκαετία του 1940, οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου προώθησαν σταδιακά τη δημιουργία πιο ευέλικτων και ολιγομελών μουσικών σχημάτων που συμπεριλάμβαναν: βιολί, σαντούρι (σε ορισμένες περιστάσεις), κιθάρα, κρουστά και κλαρίνο. Μετά τη δεκαετία του 1950, και ακορντεόν. Ακολούθησε η εισαγωγή του μπουζουκιού, το οποίο σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στη σύνθεση κάθε κομπανίας, ενώ στη συνέχεια (περίπου από τη δεκαετία του 1960) και του αρμόνιου, οπότε ο πυρήνας της σύνθεσης των κομπανιών εστιάστηκε σε μπουζούκι, κιθάρα, αρμόνιο, ντραμς και επικουρικά κλαρίνο ή βιολί και σπανιότερα σαντούρι.

Το μουσικό ρεπερτόριο των κομπανιών συμπεριλάμβανε μια μεγάλη ακολουθία από αμανέδες, «σαρκιά» (έντεχνες μελωδίες της Ανατολής με ποικίλη ρυθμική αγωγή), συρτά, μπάλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, γρήγορα χασαποσέρβικα (γνωστά και ως ρούσικα), αλλά και «ευρωπαϊκά», όπως ήταν γνωστό στην τοπική διάλεκτο ένα σύνολο αποσπασμάτων από όπερες και κυρίως οπερέτες, βαλς, ταγκό, φοξ-τροτ, κ.ά. Σταδιακά το ρεπερτόριο περιορίστηκε ως προς την ποικιλία των σκοπών και τραγουδιών.

Μετά τη δεκαετία του 1950 έπαυσε η ζήτηση για αμανέδες, η οποία περιορίστηκε σε ένα ειδικό κοινό «μερακλήδων», ενώ τα «ευρωπαϊκά» εξαφανίστηκαν από το ρεπερτόριο λίγο μετά τη δεκαετία του 1960. Οι εκτελέσεις των συρτών, μπάλων, καρσιλαμάδων και ζεϊμπέκικων τυποποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κι έτσι πολλές παραλλαγές ξεχάστηκαν, ενώ συρρικνώθηκε γενικότερα ο αριθμός των γνωστών σκοπών και τραγουδιών. Από τη δεκαετία του 1950 το λεσβιακό ρεπερτόριο των κομπανιών άρχισε να εμπλουτίζεται από λαϊκά τραγούδια πανελλήνιας απήχησης, ενώ μετά τη δεκαετία του 1990, προσαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό στα πανελλαδικά δεδομένα.

Παρ’ όλα αυτά, στα λεσβιακά πανηγύρια οι λίγες κομπανίες που απομένουν ενεργές, συνεχίζουν να παίζουν στο ρεπερτόριό τους αρκετούς «μικρασιάτικους» σκοπούς και τραγούδια, που έχουν ενσωματωθεί και στις επιλογές ενός νεανικού ακροατηρίου, πέρα από τους παλιούς «μερακλήδες».

 Πηγές

 1.  «Αρχείο μουσικού πολιτισμού Βορείου Αιγαίου» του Πανεπιστημίου Αιγαίου  από την ενότητα: «Κιβωτός του    Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος- 20ός αιώνας». 2. Φωτογραφία: www.agiasos.gr

Published by

Παναγιώτης Βερβέρης