του Γεώργιου Κ. Τασούδη
Τα πράγματα παραχωρήθηκαν στον άνθρωπο αφενός προς εξυπηρέτηση των βιοτικών του αναγκών, αφετέρου για να του αποκαλύπτουν τους λόγους τους, να τον οδηγούν σε ανώτερες θεωρήσεις. Τα πράγματα πλέον και, ως επί το πλείστον, με ανθρώπινη υπαιτιότητα, έχουν αναχθεί σε λόγο ύπαρξής του. Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, ώστε ο άνθρωπος να έχει υποβαθμιστεί σε ευτελή βαστάζο τους.
Οι γειτονιές αδειάζουν, τα χωριά ερημώνουν, το ίδιο κι η ύπαιθρος. Οι πόλεις εξελίσσονται σε ταμιευτήρες απροσωπίας. Κι ως γνωστόν, το απρόσωπο δεν απέχει πολύ από το απάνθρωπο.
Η γη μας, στερούμενη της λίπανσης της Παράδοσης, αδυνατεί να παράξει νέες παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Δεν αναδεικνύει νέους χορούς, τραγούδια, λογοτεχνία, πολιτισμό. Ως επί το πλείστον, τούτη η ακαρπία υποκαθίσταται από άκομψες και άκριτες μιμήσεις ηθών ξενόφερτων ενώ παράλληλα τα οικεία διαιωνίζονται φολκλορικά. Μοναδική εξαίρεση; Η Ορθοδοξία μας, η οποία πατώντας με εμπιστοσύνη στη στιβαρή μας Παρακαταθήκη, εξακολουθεί να αναδεικνύει αγίους, υμνογράφους, αγιογράφους.
Και πώς να παραχθεί Παράδοση, αφού η γη μας δε γεννά μήτε ανθρώπους. Το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, αρνητικό∙ από καιρό έχει γύρει υπέρ των δεύτερων. Η νεολαία κυνηγημένη από τους φονιάδες της ελπίδας, καταφεύγει στην Εσπερία να βρει, αν όχι ποιοτική ζωή, τουλάχιστον το καθημερινό αυτονόητο. Σβήνουμε τόσο δημογραφικά όσο και νοοτροπικά. Σβήνουμε για λίγο άρτο επίγειο, νεκρό∙ και κορεσμένοι θεαμάτων κουραστικά χιλιοπαιγμένων.
Η ψυχή μας, προσωπική και συλλογική, αργοσβήνει κι αυτή καθώς βουλιάζει στο βαλτοτόπι της υλιστικής θεώρησης της ιστορίας. Άπραγη και ευεπηρέαστη, παραδίδει τη διαχείρισή της σε εξωγενείς, διεισδυτικές δεξαμενές σκέψεις. Οι όποιες στιγμιαίες εξάρσεις ενθουσιασμού και περηφάνιας, δεν μπορούν παρά να λογιστούν ως ανακλαστικές αντιδράσεις ενός κλινικά νεκρού σώματος.
Ζούμε, ησύχως, αλαμπρατσέτα με γιγαντωνόμενες διαστροφές και διαστρεβλώσεις. Τα σχολειά μας βγάζουν αγράμματους. Οι εκκλησιές μας ακατήχητους. Η κοινωνία μας κοινωνικά αδιάφορους. Στην αριθμητική, αν ακόμη και εκεί δεν εθελοτυφλούσαμε, θα μπορούσαμε να είχαμε προοδεύσει με την απαρίθμηση του αδικοχαμένου χρόνου και των σπαταλημένων ευκαιριών για αυτοκριτική και επαναπροσδιορισμό του τρόπου ύπαρξής μας.
Κατακλυζόμαστε από τεχνικές ορολογίες και αργκό νεολογισμούς. Συναφούς αισθητικής και οι συζητήσεις. Οι συλλογισμοί ασφυκτιούν στη λεξική πενία. Που να ακούσεις να μιλάνε για το ωραίο, το κάλλος, την ψυχή, την ποίηση και να μη περιστοιχίζεται ο ομιλητής από βλέμματα καχυποψίας ή «συμπάθειας».
Η μουσική και το τραγούδι μας; Αγγλόφωνο, μπας-κλας ραπάρισμα, ρυθμός απαρέγκλιτα στα 2/4, διασκευές υποκατάστατο της ανικανότητας για πρωτότυπη δημιουργία, στίχος αντικατοπτρισμός της εποχής∙ χυδαίος.
Η ελπίδα, καθιστά δημιουργικό το παρόν, δίνει ένα αρχικό περίγραμμα στο μέλλον. Γι’ αυτό και ήταν η πρώτη που καθαιρέθηκε προκειμένου τη θέση της να λάβουν παρηγοριάς υποκατάστατα: προθέσεις γενικές και αδρές υποσχέσεις. Δίχως παρόν, χωρίς μέλλον και με το παρελθόν ξαναγραμμένο κατά το δοκούν από τους εκάστοτε «αναμορφωτές». Απλά υπάρχουμε ως χώρου γεμίσματα κι ως άβουλο ακροατήριο δηλώσεων προγραμματικών που πάντα εξοκέλλουν.
Οι ίδιοι εχθρευόμαστε το κράτος μας. Όμως, όχι αδίκως καθώς δεν είναι ελληνικό. Τυπικά μπορεί, αλλά ουσιαστικά ούτε είναι, ούτε ποτέ υπήρξε και, κρίνοντας με τα τρέχοντα δεδομένα, μήτε πρόκειται να υπάρξει. Πάνω σε ξένα ιδανικά οικοδομήθηκε και ουδέποτε εξέφρασε την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Γίναμε χώρα πειραματισμού, απόρροια της γενικής χρεωκοπίας. Επισήμως, πλέον, μας επιτροπεύουν οι απόγονοι αυτών με τα ιδανικά των οποίων συστήθηκε το νεοελληνικό κράτος. Το λες και φυσική κατάληξη!
Γίναμε, όμως, και χώρος διαπιστώσεων (μόνο). Όσοι οι πολίτες της χώρας τόσα και τα συμπεράσματα. Την ώρα, όμως, της πράξης… Στο 50 τοις εκατό η αποχή. Μα τι αχρείαστη στατιστική! Μα τι σπουδαία πράξη απραξίας. Στερούμαστε, λέει, εναλλακτικής πρότασης. Μα, όπου στερείσαι εναλλακτικής, τη φτιάχνεις από την αρχή (ώστε κι αυτή να καταστρατηγηθεί από έριδες αρχηγικές, άραγε;). Τι ειρωνεία…
Στο μεταξύ, η Ιστορία εξακολουθεί -πεισματικά- να γράφεται απ’ τους παρόντες.
Published by