Δέν εἰσακούσθην…

του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου

Ἄν καί ἄξιος τοῦ θρόνου του, ἔλεγαν, ἦταν ὑπερβολικά μετριοπαθής σέ καιρούς ἐπικίνδυνους, πού οἱ ἐχθροί τῆς πίστης ἀσυγκράτητοι ἐπιτίθοντο. Σφαγές, λεηλασίες, ἐξορίες, κατάληψη τῶν ναῶν μας… Καί πόσα δέν ἐπάθαμε; Καί τώρα πού ἡ ἰσχύς ἦλθε μέ τό μέρος μας, τώρα πού ὁ βασιλεύς εἶναι μαζί μας, ἐμεῖς τί κάνουμε; Τώρα πού ἡ Θεία δίκη ἔφερε τήν ὥρα τῆς δικαίωσης καί τῆς ἐκδίκησης, γιά νά φανεῖ ἡ ἰσχύς τῆς δόξας τοῦ Κυρίου, τοῦτος τί πράττει; Περιπατεῖ στούς δρόμους ἀνάμεσα στόν λαό καί δέν τον ξεχωρίζεις ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν ἀσήμων. Χωρίς την πρέπουσα συνοδεία πού θά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του. Χωρίς τίς ἐκδηλώσεις πού θά προβάλουν τήν νέα μας ἰσχύ καί λαμπρότητα, σέ ἐχθρούς καί φίλους…

Σηκώθηκε ὁ γέροντας νά ἀπολογηθεῖ. Σιωπή ἁπλώθηκε στό πλῆθος τῶν παρευρισκομένων, πού εἶχαν ἔλθει γιά τό μεγάλο συμβούλιο, ἀπό κάθε γωνιά τῆς τῶν Ρωμαῖων Πολιτείας. Ἀκόμα καί οἱ ζωηροί τῆς Αἰγύπτου ἐπίσκοποι, πού παρακινοῦσαν τίς ἔντονες ἐνστάσεις, μαζεύτηκαν σιωπηροί ν’ἀκούσουν τί θά πεῖ.

Ξεκίνησε τόν λόγο του μέ φωνή βαθιά καί κουρασμένη. Ἀπολογήθηκε ἀφελῶς γιά τούς ἀγῶνες καί τίς πράξεις του. Καί λίγα εἶπε εἶναι ἡ ἀλήθεια… Τοῦτος, πού ὅταν τόν καλοῦσαν νά ἀφήσει τό ἐρημιτήριό του καί νά παρέμβει στίς ἐξελίξεις, ἀπαντοῦσε πῶς ἡ ἀνώτερη μορφή τῆς πράξης εἶναι ἡ ἀπραξία. Μά ἡ ἀνάγκη τοῦ φίλου του πού ἦταν σέ κίνδυνο καί οἱ καιροί οἱ χαλεποί πού ταλανίζαν τόν λαό, τόν σήκωσαν νά πάει στήν Καισάρεια, κι ἔπειτα νά ‘ρθεῖ στήν Πόλη. Κι ἐδῶ, γιά λάτρης τῆς ἀπραξίας, ἄς μήν κρυβόμαστε… Ἔπραξε ὅσα δέν τόλμησε κανεὶς… Μά τώρα;

– Τώρα μέ κατηγοροῦν, συνέχισε, πώς ὄντας προϊστάμενος τῆς Ἐκκλησίας, σέ καιρούς πού ἡ θρησκεία ἀπέβη παντοδύναμος διά της του βασιλέως προστασίας, οὐδέν πράττω κατά των πολεμίων ἀπό τούς ὁποῖους ὑπέστημεν τόσες ὕβρεις. Σέ καιρούς, καθ’ οὔς διά τῆς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τροπῆς ἠδυνάμεθα νά ἐκδικηθῶμεν, μένουμε ἀπραγεῖς. «Καί πῶς, ἀνακράζουσι, κατέστημεν νῦν ἰσχυροί καί οἱ διώκται ἠμῶν σώζονται! Ναί, βεβαίως, ἀποκρίνομαι. Διότι δι ἐμέ ἀποχρῶσα εῖναι ἡ ἐκδίκησις ὅτι ἠδυνάμην να ἐκδικηθῶ».

Αὐτό τό στόμα του δέν εἶχε σταματημό. Κάποια κεφάλια θαρρῶ πῶς κοίταγαν τό πάτωμα, ὅταν μιλοῦσε γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού εἶναι ἀμέσως πρόθυμοι νά πληρώσουν τό κακό μέ κακό. Πού νομίζουν ὅτι ἡ σωτηρία βρίσκεται μέσα στόν τρόμο πού δύνανται νά ἐμπνεύσουν στούς ἀντιπάλους τους. Μά δέν εἶδα καί πολλούς νά κοκκινίζουν ὅταν ἀπάντησε σέ ἐκείνους πού τόν μέμφονται, ὅτι οὔτε πολυτελῆ τραπέζια ὀργανώνει, οὔτε πολυάριθμο συνοδεία, ὥς εἴθισται, δέχεται νά τόν ἀκολουθεῖ.

– Δέν ἤξερα, κατέληξε, ὅτι ἔργον δικό μας εἶναι το νά συγκρινόμαστε στόν πλοῦτο καί στήν μεγαλοπρέπεια, μέ τούς ὑπάτους καί μέ τούς στρατηγούς. «Ἐάν ἤμαρτον κατά τοῦτο, συγχωρήσατέ με. Προχειρήσατε ἐπίσκοπον ἔτερον ἀρεστόν τῶ ὄχλω ἐμοί δέ ἐπιτρέψατε ν’ἀπέλθω εἰς τόν ἡσύχιον καί ἐρημικόν τῶν ἀγρῶν βίον».

Ἔμειναν ὅλοι νά κοιτοῦν ἀλλήλους. Ἦταν ἀπρόοπτη τούτη ἡ ἐξέλιξη, μά ἴσως καί γιά κάποιους ἀναπάντεχα βολική. «Τότε καταστρέφων τόν λόγον ὁ εὔγλωτος ῥήτωρ ἀποχαιρετίζει πᾶν ὅ,τι ἠγάπησεν ἐν τῆ μεγάλη ἐκείνη πόλει καί πᾶν ὅ,τι ἔμελλε νά ἐγκαταλίπη».

Ἔφυγε ἔτσι ὁ Γρηγόριος γιά τήν γενέτειρά του Ἀριανζό, νά βρεῖ τήν πολυπόθητη ἀπραξία του, στά σύνορα κτιστοῦ κι ἀκτίστου. Κι ἄν κρίνω ἀπό τά ὅσα ἀκολούθησαν, μᾶλλον δέν εἰσακούσθην…

Published by

Γιάννης Παναγιωτακόπουλος