του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Η πρώτη φορά που απαγορεύθηκε ο εορτασμός της Εθνεγερσίας ήταν στα 1942. Ο ελληνικός λαός τότε, παρά την εξαθλίωσή του, παράκουσε την εντολή των κατακτητών και της κατοχικής κυβέρνησης κι ελπίζουμε να μην ξαναζήσει η πατρίδα μας τέτοιες απαγορεύσεις.
Η 25η Μαρτίου είναι διπλή γιορτή.
Γιορτάζουμε την καλή είδηση του Ευαγγελισμού και τον καλό αγώνα εκείνων των ξεβράκωτων, που τα έβαλαν με μια αυτοκρατορία, βάζοντας ταυτόχρονα και τις κεφαλές τους στον τροβά – και κάποιοι δεν τις έβγαλαν ποτέ από εκεί. Αυτό είναι το διάφορο του έρωτα, αφού έρωτας είναι η χιλιάκριβη η λευτεριά, έρωτας από τα κόκαλα βγαλμένος των Ελλήνων τα ιερά.
Η 25η Μαρτίου είναι εθνική γιορτή.
Και οι εθνικές εορτές, ιδίως τα τελευταία χρόνια, μας προκαλούν αμηχανία. Δεν καλοξέρουμε τι να τις κάνουμε. Κατά πώς φαίνεται μας βαραίνει ο προσδιορισμός «εθνική». Αφήστε που ξεχάσαμε πια πώς να γιορτάζουμε.
Γι’ αυτό κι αυγαταίνει η προσχηματική απαξίωση της Επανάστασης, που κάποτε-κάποτε γίνεται απροσχημάτιστη αρνησιπατρία! Η ηγεμονική, μικροπολιτικής, ακαδημαϊκής και δημοσιογραφικής κοπής αμφισβήτηση της συλλογικής μας ταυτότητας, παραθεωρεί συστηματικά τα όσια και τα ιερά που μας συνέχουν και μας περιέχουν. Μαγαρίζει ό,τι υπερβαίνει την φιλαυτία της και μας γανώνει το μυαλό, μήπως λησμονήσουμε την αρχοντική καταγωγή μας και κάνουμε τα στραβά μάτια στους τεμενάδες της. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράδοξο ότι σ’ έναν περιβάλλον που κυριαρχεί ο δικαιωματισμός, δεν βρίσκεται στασίδι για την Ελευθερία!
Διότι η Ελευθερία (όπως κι ο έρωτας, όπως είπαμε) ενέχει κινδύνους! Μας ξεβολεύει. Δεν αρκείται στις εκλόγιμες ολιγαρχίες και στις συμμαχικές λυκοφιλίες.
Μόνο που, ελέω νεοπλουτισμού φέτος, πρυτάνευσε η κακογουστιά, η οποία επιδόθηκε σε κατά συνθήκην εκδηλώσεις με χλιαρές αναφορές, οι οποίες κατέληξαν σε κοινοτοπίες για την… Ειρήνη! Κουβέντα για την κόψη του σπαθιού την τρομερή! Καρικατούρες μιας σπουδαίας παράδοσης και διαπραγματεύσεις (ανήμερα της γιορτής!) με τους επίβουλους της κολοβής και κολοβωμένης ακεραιότητας. Παλιά ιστορία και παλιά αμαρτία οι εχθροί που έρχονται ντυμένοι φίλοι. Τι δίνω τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο πάλι. Ερήμην της ιστορίας οι στημένες συνομιλίες, που όχι μόνο δεν την τιμούν αλλά στην πράξη ευτελίζουν κι αμαυρώνουν την επέτειο. Η Κύπρος λ.χ. εδώ και δεκαετίες είναι μισή. Κάθε συναναστροφή με τους αυτουργούς της εισβολής και κατοχής δεν συνιστά απλώς απρέπεια αλλά προστυχιά.
Κι αυτής της προστυχιάς, αλίμονο, δεν είναι η πρώτη της φορά. Το κράτος μας, ετεροκαθοριζόμενο, δορυφορικό κι υποτελές από γεννησιμιού του, στάθηκε κατώτερο των περιστάσεων. 200 χρόνια μετά τον ξεσηκωμό ο Ελληνισμός από οικουμενικό μέγεθος κατάντησε μπαίγνιο, κι οι Έλληνες παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Αλλά από αυτή την ξεραΐλα δεν ξεπήδησαν μόνο ντροπές και κούφιο νταηλίκι. Βλάστησαν και σηματωροί μιας παλικαριάς που πολιτεύθηκε χωρίς εκπτώσεις. Μνήμη του λαού μου που σε λεν Αγια-Σοφιά, που σε λεν Μακεδονία και Χιμάρα. Που σε φωνάζουν Γοργοπόταμο και Κερύνεια. Και σε κατοικούν ο Παύλος Μελάς, οι νικημένοι νικητές της Μικρασίας, τα ξυπόλητα τάγματα της κατοχής κι η Λέλα Καραγιάννη. Μνήμη του λαού μου που σε στολίζει ο Ευαγόρας Παλικαρίδης, ο Σολωμός Σολωμού κι ο Κωνσταντίνος Κατσίφας.
Ναι! Η 25η Μαρτίου είναι γιορτή. Και στις γιορτές μετέχουν ζώντες και τεθνεώτες. Γι’ αυτούς άλλωστε είναι πάντοτε τα πρώτα τραγούδια των συνάξεών μας. Προσερχόμαστε μετά φόβου Θεού, κοινωνούμε, φιλιώνουμε, φιλιόμαστε, κι αναστενάζει η γη στο χοροστάσι μας. Έτσι αναπαύονται στον τόπο μας τα πεθαμένα μας. Με πορείες στις ανηφοριές. Με σημαίες και με ταμπούρλα. Κι όποιος δεν είναι χαλασμένος πνευματικά, σηκώνεται δίνει τα χέρια του και πιάνεται σε χορό κυκλωτικό. Και τα βήματα να μην ξέρει, την βρίσκει την περπατησιά, αφού κανοναρχούν οι αιώνες.
Η 25η Μαρτίου είναι εθνική γιορτή.
Αυτοί των οποίων τον αγώνα γιορτάζουμε έχουν κριθεί και μας κοιτούν απορημένοι από το εικονοστάσι του νέου Ελληνισμού. Εμείς είμαστε που κρινόμαστε σήμερα στην γιορτή.
Αλλά πώς να γιορτασθεί η Επανάσταση που υπομνηματίζει το χρέος της Ελευθερίας, όταν άλλα χρέη σκοτίζουν ζωές μας; Όταν δεν δίνουμε λόγο στους καπεταναίους του ξεσηκωμού αλλά στους παραγιούς της επιτρόπευσης;
Αυτοί ακριβώς θέλουν να μην γιορτάζουμε, θέλουν να μην σηκώσουμε ποτέ κεφάλι. Αυτοί που παρίστανται μισόκαρδα κι από θεσμική υποχρέωση, χωρίς να μετέχουν στην γιορτή, πρακτορεύουν εργωδώς τη νέα μεγάλη ιδέα: να ξαναβγούμε, λένε, στις Αγορές. Η διαρκής ομηρία της υποθήκευσης είναι η φιλοδοξία τους για τον τόπο!
Ο Ελληνισμός όμως, που η ιστορία τον ταύτισε με την Ελευθερία δεν βολεύεται στους χρηματοπιστωτικούς ουραγούς. Και δικό μας χρέος –χρέος κανονικό κι όχι κάλπικο– είναι να ολοκληρώσουμε εκείνον τον αγώνα που έμεινε στα μισά. Γι’ αυτό τα αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας και επίκαιρα είναι και μας αφορούν. Μένει, ως λαός κι όχι ως εσμός ιδιωτών, να μην επιτρέψουμε τα καντήλια της ιερής μνήμης να σβήσουν, να τ’ αφήσουμε να μας φωτίσουν, ώστε να σταθούμε αντάξιοι της ρίζας από την οποία κρατάμε και κρατιόμαστε, αναλαμβάνοντας ακέρια την ευθύνη.
Την ευθύνη για την Επανάσταση. Την ευθύνη για την Ελευθερία. Έχουν με το μέρος τους τούς τοκογλύφους. Έχουμε με το μέρος μας την ιστορία. Ας ξεδιπλώσουμε τις σημαίες μας.
Χρόνια πολλά Ελλάδα. Χρόνια πολλά Έλληνες. Καλό βόλι στους αγώνες και τις αγωνίες που μας περιμένουν.
Υ.Γ. Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν κατόπιν παραγγελίας, το βράδυ της 21ης Μαρτίου 2021, για να διαβαστούν ως χαιρετισμός της Συντονιστικής Επιτροπής ’21 στην εκδήλωση της 25ης. Είχαν προηγηθεί στην Επιτροπή οι μικρότητες των αντεγκλήσεων κι άλλα κουραστικά, στα οποία ομολογώ ότι δεν είχα ούτε χρόνο ούτε κουράγιο να συμμετάσχω. Άλλοι έβγαλαν το φίδι από την τρύπα κι αυτοί φρόντισαν να μην μας φάει – και για την λιποψυχία αυτής της απουσίας μου αισχύνομαι, δεν καμαρώνω. Στο κείμενο που έγραψα, κυρίως για να ελαφρύνω τους κόπους όσων πάλευαν με το φίδι της φιλονικίας, δεν έγραψα κάτι που δεν πιστεύω. Αλλά δεν έγραψα κι όλα όσα πιστεύω, για να μην τους δυσκολέψω παραπάνω. Το κάνω τώρα που πέρασε η Επέτειος, με αυτό το υστερόγραφο, για να είμαι εντάξει και με τις εμμονές μου και με τους συναγωνιστές μου.
Έκλεισα τον χαιρετισμό με τα ιερά καντήλια της μνήμης, που πρέπει να φυλαχθούν άσβεστα από τον λαό. Δεν πρόκειται για ποιητική αδεία και συναισθηματική ντρίπλα. Πρόκειται για κυριολεξία. Σας θυμίζω ότι τα καντήλια, μέχρι πρότινος, ήταν σκεύη ευρείας χρήσεως, που θύμιζαν το μπόι μας και αθανάτιζαν την καθημερινότητά μας. Μην κοιτάτε που σήμερα ούτε σαν βρισιά δεν τα καταδεχόμαστε.
Προσέχω πολύ. Παρότι τον επικαλούμαι ερήμην του (και πώς αλλιώς) δεν εξωραΐζω τον λαϊκό πολιτισμό. Μαρτυρώ την εμπειρία που αξιώθηκα και αναγνωρίζω πόσο ξένη, παντάξενη, είναι αυτή η εμπειρία στα κράσπεδα της πολυσύχναστης ερημιάς, που τα διατρέχουν άτομα όλο και πιο μόνα, που όμως δεν είναι λαός.
Λαός είναι οι άνθρωποι που τους συνέχει κοινός Μύθος. Που έχουν κοινές παραδοχές για την ζωή και τον θάνατο. Παραδοχές που τις βύζαξαν από το ίδιο βυζί. Από την ίδια Παράδοση. Την Παράδοση που κοινωνά νηστεύσαντες και μη, πιστεύσαντες και μη, από κοινό ποτήριο. Την Παράδοση που κόβει και μοιράζει την μπουκιά της. Την Παράδοση, που έχει λόγο, και δεν τον χαραμίζει ούτε στους Καίσαρες ούτε στους Πραίτορες.
Ο Λαός αυτός όμως, μάλλον, δεν υπάρχει. Στην θέση του διακρίνω ένα τσούρμο ιδιωτών, μια ορδή καταναλωτών, ένα συρφετό τηλεθεατών, παντελώς άσχετων με τον τόπο και τον τρόπο.
Θέλω με όλα αυτά να πω ξεκάθαρα (και, πρώτος απ’ όλους, εγώ να το ακούσω) πως ελληνικός λαός δεν υπάρχει – τον κατάπιαν οι οθόνες. Γι’ αυτό, όχι απλώς δεν κοινωνάμε από κοινό ποτήρι, αλλά ούτε του αγγέλου μας δεν δίνουμε νερό. Γι’ αυτό και στις ταβέρνες μας φέρνουν ατομικά πιατάκια. Είναι τέτοια η συναισθηματική τσιγκουνιά μας, που μετράμε τις μπουκιές και πληρώνουμε με γερμανικό σύστημα – γίναμε, τινί τρόπο, επιτέλους, Ευρώπη! Κι από άνθρωποι γίναμε εταίροι.
Κι εμείς, εμείς με τι είμαστε;, με ρωτά ο άλλος μου εαυτός, αυτός που δεν παραδέχεται την έκπτωση, που ανακαλύπτει μαγιές και προσδοκά το ζύμωμά τους.
Εμείς ρε(τ)άλια είμαστε, υπολείμματα ενός κόσμου που προτιμά τα λύματα. Και, για χάρη των εβαπορέ, φτύνει το γάλα που βύζαξε.
Καμία χαιρεκακία σε όλα αυτά. Με πονούν οι «να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς». Με πονάει που δεν ζουν αλλά σέρνονται. Και κοντά σ’ αυτούς τους ανελλήνιστους με πονά το ανελλήνιστο επίσης τσίρκο που παριστάνει τους κάποτε Έλληνες και διασύρει με καρναβαλικά φερσίματα το ακριβό τους όνομα. Δεν είναι απλώς αισθητικό το ζήτημα. Είναι όμως και τέτοιο. Από την άλλη, ορφανοί άνθρωποι είναι. Ανάγκη στοργής κι όχι αποδοκιμασίας έχουν.
Και κακιώνω στον εαυτό μου που τους αποπαίρνει. Είναι που δεν είμαι τόσο μεγάθυμος, όσο θα ήθελα. Προσπαθώ όμως να τους χωρέσω στις προσευχές μου, δηλαδή στα καντήλια που βρέθηκαν στα ανάξια χέρια μου. Αλλά και πάλι οι λιγοστές φλογίτσες ούτε την ερημιά ζεσταίνουν ούτε καταυγάζουν τα σκότη της ορφάνιας των παιδιών και των αδελφών μας.
Αυτά τα πικρόχολα βγαίνουν από το χέρι μου. Από την ψυχή μου όμως άλλα βγαίνουν. Και τα γράφω εδώ επειδή η Ποίηση δεν μ’ αφήνει ν’ απελπιστώ ολότελα. Όσοι έχουν θητεύσει στους τρόπους της είναι υποψιασμένοι και κόβουν δρόμο, όχι για να παρηγορηθούν που μίκρυνε η διαδρομή αλλά που δεν έχασαν τον δρόμο. Δεν πολυπενθούν αυτοί γιατί ξέρουν –τους το εμπιστεύθηκε ο καντηλανάφτης Οδυσσέας Ελύτης– ότι το στήθος νέας γυναίκας μπορεί κάλλιστα να είναι, λέει, άρθρο μελλοντικού Συντάγματος. Και, μιας και το έφερε η κουβέντα, ας την τελειώσω πηγαίνοντάς την λίγο παρακάτω. Αν αυτό το στήθος το αφήσουμε αρμυρισμένο, όπως βγήκε από τη θάλασσα, τότε θα έχουμε με το μέρος μας, εκτός από το Σύνταγμα και την ομορφιά. Και οι Έλληνες ξέρουν και από ομορφιά και από τ’ αντίδωρά της, δηλαδή το μοίρασμά της.
Να με συμπαθάτε όσοι περιμένατε κάτι περισσότερο. Τόσα μπόρεσα, τόσα έγραψα.
Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι του Κώστα Τσιώλη.
Published by