του Θεόδωρου Ε. Παντούλα,
Μάλλον, εκτός από ξεπερασμένο, είναι σόλοικο να μιλάμε για Ελευθερία. Είναι αναχρονιστικό – πασέ ντε. Τρέντι είναι να μιλάμε για πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα.
Η πράσινη ανάπτυξη είναι ο φερετζές της χρεοκοπίας μας, η κουρτίνα που «κρύβει» την νεοελλαδική μαϊμού που όσο όμως σκαρφαλώνει, τόσο φαίνεται ο απαυτός της. Πόσο, δηλαδή, έχουμε αποξενωθεί, από τον σηματωρό της Επανάστασης που υποτίθεται ότι τιμούμε. Και πώς την τιμούμε; Μα ως μασκαράδες. Με Μνημόνια, με απώλεια εθνικής κυριαρχίας, με εκχώρηση δημόσιας περιουσίας και τα συμπαρομαρτούντα τους. Με Πρέσπες και πλειστηριασμούς. Και με αποχαιρετισμούς – πολλούς αποχαιρετισμούς. Μπορεί να μην μας έμεινε ούτε μαντήλι για να κλάψουμε αλλά συνεχώς αποχαιρετούμε τους νέους, τα παιδιά μας, που δεν χωρούν στον κόσμο μας και υποδεχόμαστε μετανάστες από τον τρίτο κόσμο. Χοτ-σποτ στα μισά σύνορα. Στα άλλα μισά ανεμογεννήτριες. Και σε ό,τι περισσεύει στην ενδοχώρα ξαπλώστρες για να λιάζονται γερμανοτραφείς παραλήδες. Και στην αθηναϊκή ριβιέρα (τρομάρα μας) θα ασκούνται βρίζοντας τους γκρουπιέρηδες ημεδαποί κι αλλοδαποί τζογαδόροι!
Υπερβολές; Μπα, κάντε λογαριασμό. Δεν θα δυσκολευτείτε. Αλλά προσέξτε! Βγάζει μάτι το λιγόστεμα. Ένα λιγόστεμα που δεν είναι μόνο γεωγραφικό. Είναι, πρωτίστως, πολιτισμικό. Ξεμάθαμε «τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη» – ακόμη κι ως λέξεις σπανίζουν στις φλυαρίες μας.
Οι απόγονοι των αρματολών σε λιγότερο από δυο αιώνες «μετεμορφώθησαν εις δικηγορίσκους». Δικηγορίσκους του διαβόλου, που μας αλλάζουν τον αδόξαστο με τον δικαιωματισμό. Έχουμε βεβαίως δικαίωμα να προσδιορίσουμε το κοινωνικό μας φύλο αλλά για το αν θα έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, αυτό θα εξαρτάται από την τραπεζική διαμεσολάβηση – ευφημισμός για το νταβατζιλίκι. Τι μας κόφτει λοιπόν η ανεικονική Ελευθερία; Πόσα λάικ παίρνει αυτή στην εικονική ζωή μας;
Από την άλλη, θα μου πείτε, κανείς δεν χορταίνει με λάικ. Δίκιο έχετε. Και τα ασημικά όπου να ‘ναι τελειώνουν. Αλλά αυτό το σημείωμα δεν το γράφω γιατί έχω έγνοια τα τιμαλφή. Έγνοια μου είναι να αποφασίσουμε, αν μας ενδιαφέρει να σωθούν τα τζοβαϊρικά και αν στην απώλεια ή στην σωτηρία τους θα κάνουμε κάτι περισσότερο από να παριστάνουμε πως δεν βλέπουμε.
Το ερώτημα του τίτλου από την αρχή έμοιαζε να μας κλείνει το μάτι.
Με το άλλο μας μάτι ωστόσο βλέπουμε πως κανείς, στην πραγματικότητα, δεν γιορτάζει. Ίσα να βγουν οι θεσμικές υποχρεώσεις. Ένα τσαρούχι εδώ κι ένα λίγο παραπέρα – ως ντεκόρ ασφαλώς, διότι για καθημερινή χρήση έχουμε και τα δυο μας πόδια σ’ ένα σπορτέξ, made in China, αλλά όσο να πεις ευρωπαϊκής εισαγωγής.
(Δημοσιεύθηκε στο τελευταίο φύλλο της εφημερίδας Χριστιανική).
Published by