βιβλίοις προσκεΙσθαι βούλομαι ἢ ξεφαντώματα στΟ Ντουμπάϊ;

του Κωνσταντίνου Τσιώλη

Ἕως ὁποῦ ἀναπνέω,

βιβλίοις προσκεῖσθαι βούλομαι ἢ ξεφαντώματα στὸ Ντουμπάϊ;

Στοὺς τέσσερις αἰῶνες Τουρκοκρατίας προϋπόθεση, ἀναγκαία συνθήκη γιὰ τὴν Παλιγγενεσία ἦταν ἡ διατήρηση ζωντανοῦ τοῦ αἰσθήματος τῆς συνείδησης τοῦ Γένους τῶν Ρωμηῶν· μὲ συνιστῶσες τὴν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση καὶ τὴν ὀρθόδοξη θρησκευτικὴ ταυτότητα ἄρρηκτα συνδεδεμένες στὸ λεγόμενο στὶς μέρες μας greekorthodox. Ἕνας ἀπ’ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ γραφόμενά του καὶ τὸ ὑπόδειγμα τῆς βιοτῆς του συνέβαλαν στὴ διατήρηση καὶ τὴν ἐμπέδωση αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος ἦταν ὁ λόγιος ἱερομόναχος Ἀναστάσιος Γόρδιος (1654-1729) μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ Ἄγραφα, ἐκ τῶν Ἀγράφων τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ἀποκαλεῖ. Ἡ ἀγάπη του, τὸ πάθος του γιὰ τὰ γράμματα, γιὰ τὰ βιβλία καὶ τὰ συγγράμματα ἦταν εὐεργετικὴ γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων τὸ ἡμέτερον δυστυχέστατον γένος,ὅπως τὸ χαρακτήριζε. Ὅλα αὐτὰ στὸν χῶρο τῆς Αἰτωλίας καὶ τῶν Ἀγράφων στὸ τέλος τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰ., ἀλλὰ μὲ ἐξακτίνωση σὲ ὅλους τοὺς τόπους τοῦ ἀλύτρωτου ἑλληνισμοῦ.  Ὁ Γόρδιος φαίνεται ὅτι γνώριζε, εἶχε συνείδηση τῆς ἀξίας τῆς  Παιδείας γιὰ τὸ ὑπόδουλο Γένος σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ καλλιέργεια τῶν Γραμμάτων φάνταζε ὡς  “μυθικὴ μακαρία”, ὅταν γράφει πώς:

«Ἡ ἀθλία Ἑλλὰς ἀντὶ ἐλευθερίας, ἧς οὐδὲν ἐν τῷ  βίῳ τερπνότερον, τὸν βαρύτατον τῆς δουλείας ὑπῆλθε ζυγόν».

«Ποῦ γὰρ εἰς Ἑλλάδα βίβλοι καὶ οἷς βίβλων μέλλει παντοδαπῶν;»

Σ’ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ὁ Γόρδιος γράφει περὶ τὸ 1721-23 τὸ πλέον γνωστὸ ἀπὸ τὰ συγγράμματα του τὸ «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων».

«Ὁ σοφώτατος καὶ ἀοίδημος φωστὴρ καὶ μεγάλος διδάσκαλος, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος ὁ ἐξ Ἀγράφων, ἐκ κώμης Μεγάλων Βραγγιανῶν», ὅπως σημειώνεται στὴν εἰσαγωγὴ τῶν περισσότερων ἐκ τῶν σωζομένων  χειρογράφων τοῦ ἔργου, καταθέτει μία θεολογικὴ πραγματεία ὅπου παραθέτει τὶς σκέψεις του καὶ τοὺς ἰδεολογικούς του προβληματισμοὺς γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς, μὲ βάση τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου. Ὁ τίτλος τοῦ συγγράμματός του, ἐπίκαιρος καὶ σήμερα, παραπέμπει στὴ δύσκολη θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ συμπιέζεται ἀνάμεσα στὸ ἐπιθετικό, μὲ τὴν πολιτική του ἔκφραση, Ἰσλὰμ ἀλλὰ καὶ τὴν νεωτερικὴ ἀπορθοδοξοποιημένη Δύση.

Πρόδρομος τῆς Παλιγγενεσίας ὁ Γόρδιος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Παπαλέκας, προβλέπει τὴν ἵδρυση ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολὴ μιᾶς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς χώρας πού, κατὰ τὸν Γόρδιο, ἀποτελεῖται ἀπό:

«τὸ ἥμισυ μέρος τῆς ἐπαρχίας τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου: Βλαχομπογδανία, Βουλγαρία, Θράκη, Μακεδονία, Θετταλία καὶ οἱ κατοικοῦντες τὰς ἀπ’ Αἰγύπτου νήσους  μέχρι Ζακύνθου καὶ Κουφῶν, Ἰλλυρικόν, Ἤπειρος, Αἰτωλία ‒Ἑλλὰς πᾶσα‒ Ἀχαΐα, Πελοπόννησος καὶ Κρήτη μαζὶ μὲ Κύπρον καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ πελάγους καὶ πλέον οὐδέν»

Τὴν πρόβλεψη αὐτὴ τοῦ Γορδίου εἶχε ἐπισημαίνει δύο αἰῶνες ἀργότερα καὶ ὁ Ἀγραφιώτης λόγιος-δημοσιογράφος καὶ πολιτικὸς Στέφανος Γρανίτσας (1880-1915) κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του τὸ 1912 στὴν πατρίδα τοῦ Γορδίου, τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, ὅπως παρομοιάζει τὰ Μεγάλα Βραγγιανά:

«Πρὸ ἡμερῶν ἐπεσκέφθημεν μία ὁμὰς τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, καὶ ὁπόθεν, κατὰ τὸν Σάθαν θαρρῶ, ἔρρεε φῶς ἀνὰ πάντα τὸν Ἑλληνισμόν. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐμαθήτευσαν δεκάδες γνωστῶν Ἀρματολῶν καὶ Κλεφτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ περίφημος Δίπλας, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Γόρδιου καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κάρα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρὸ διακοσίων ἐτῶν προέβλεπε τὴν σύστασιν ἑνὸς σπιθαμιαίου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελπιστικῶς πνιγομένου μεταξὺ τοῦ φεσίου τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ καπέλλου τῆς Δύσεως».

Γιὰ μιὰν ἐλεύθερη ὀρθόδοξη χώρα ἀγωνίστηκε ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος μὲ τὸν δικό του τρόπο, μὲ τοὺς δικούς του θησαυρούς, μὲ ὅπλα του τὰ γράμματα καὶ τὰ βιβλία. Ὁ ταπεινὸς Ἀγραφιώτης λόγιος δὲν “ἄκουσε” τὶς σειρῆνες τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ καὶ τῆς εὐδαιμονίας γιὰ καριέρα στὶς μητροπόλεις καὶ τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ προτίμησε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν Ἀγράφων ἀπ’ ὅπου ἐξέπεμπε τὰ ζωογόνα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ φῶτα του. Ἄφησε ὀφφίκια, τιμές, θέσεις καὶ δόξα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν πνευματικὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του καὶ τὴ μέριμνα του γιὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδας του καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀκόμη, μὲ τὶς λίγες ἰατρικὲς γνώσεις του ‒ἀπὸ τὴν φοίτησή του στὴν Πάδοβα τῆς Ἰταλίας‒ προσπάθησε νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο καὶ νὰ ἰατρεύσῃ τὶς παθήσεις τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς ὅλων ὅσων τοῦ ζητοῦσαν τὴ συνδρομὴ καὶ τὴ  βοήθειά του. 

Θὰ φανεῖ παράδοξο, ἀλλά, μήπως τελικὰ ἡ Τουρκοκρατία εἶναι ἡ πιὸ ἔνδοξη περίοδος τῆς Ἱστορίας μας; Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐκείνης τῆς περιόδου, σὲ συνθῆκες ἀσφυξίας, κατόρθωσε νὰ προβάλλει καὶ νὰ ἀξιοποιήσει τὰ φυλετικὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ὑφίστανται: τὶς ἐπιδόσεις του στὰ Γράμματα, τὴ δίψα γιὰ γνώση, ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ἐμπορευματικὸ καὶ ἐπιχειρηματικὸ δαιμόνιό του καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ κύτταρά της, τὶς ἐνορίες, κατόρθωσε νὰ δημιουργήσει τὶς συνθῆκες ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς κοινῆς πατρίδος.

Τὸ Ἀλακάτι, ὡς φωνὴ πατρίδας, στηρίζεται σὲ λόγια ριζωμένα, ὡς δένδρο μὲ φυλλώματα ποὺ θάλλουν καὶ ἀναθάλλουν γιατὶ ἔχουν καρδιακὰ φύλλα, ποὺ ἀναπέμπουν φωνὲς πατρίδας, φωνὲς παιδείας σὰν τὴ φωνὴ τοῦ Γορδίου ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ποὺ διεκήρυττε πὼς: «Κι ἂν εἶχα θησαυρὸν χρημάτων, ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων», καὶ ὄχι σὲ γλέντια στὶς μαξιλάρες τῆς πατρίδας-κώμης τῶν δύο Ἀλεξάνδρων: Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη ἢ σὲ ξεφαντώματα στὸ Ντουμπάϊ ἢ σὲ ἐφήμερες διασκεδάσεις στὶς ξαπλῶστρες τοῦ  Superparadise τῆς Μυκόνου. Κι ὅμως, θείᾳ οἰκονομίᾳ  θέλησε τὸ πρῶτο σωζόμενο χειρόγραφο τοῦ Γορδίου ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του «Περὶ Μωάμεθ καὶ κατὰ Λατείνων» νὰ ἔχει ἀντιγραφεῖ ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Χρυσοχόο ἀπὸ τὴν Μύκονο τῶν Κυκλάδων καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ πρωτότυπο· ἔχοντας δηλαδὴ ὁ Μυκονιάτης ἀντιγραφέας χειρογράφων στὸ ἀναλόγιο ἀντιγραφῆς τὸ ἔργο γραμμένο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ χέρι τοῦ Γορδίου. Λοιπόν, αὐτὸ εἶναι, πάει:

Καλύτερα μιᾶς ὥρας Ἀλακάτι καὶ ξερὸ ψωμάκι,

παρὰ σαράντα χρόνια masterchef μὲ καραβίδες κουσκουσάκι

Published by

Κωνσταντίνος Τσιώλης