Μιλώντας για την Αποκέντρωση: Διάγνωση ή… Ιατροδικαστική Έκθεση;
του Δημήτρη Φάρου
Το να γράψει κανείς σήμερα για την ανάγκη της αποκέντρωσης στην Ελλάδα δεν ξέρω αν αποτελεί διάγνωση προβλήματος ή… έκθεση ιατροδικαστή! Από τη μια, πρόκειται για μία κρίσιμη παράμετρο που τέμνει οριζόντια κάθε πτυχή της ζωής του Έθνους, υλική αλλά και άυλη. Και από την άλλη, είναι τόσες πολλές και βαθιές οι παρενέργειες που ήδη έχει προκαλέσει το αθηνοκεντρικό μας μοντέλο στο συλλογικό μας βίο, που πραγματικά δεν ξέρει κανείς αν όντως έχουμε πια το χρόνο και τις δυνάμεις να τις αναστρέψουμε και να τις θεραπεύσουμε…
Ας δούμε, όμως, γιατί είναι απαραίτητο, έστω και τώρα, την ύστατη ώρα, να ξεκινήσει μία σοβαρή συζήτηση περί αποκέντρωσης στην Ελλάδα:
Πρώτα-πρώτα, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας να βρίσκεται στην Περιφέρεια Αττικής (τη στιγμή που η μέση αναλογία στην Ε.Ε. ανάμεσα στην μητροπολιτική περιοχή των πρωτευουσών και το συνολικό πληθυσμό της κάθε χώρας κυμαίνεται από 1/8 ως 1//6), είναι αδύνατον να μιλάμε σοβαρά για παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Η κεντρομόλος δομή που δημιούργησε η αστυφιλία της δεκαετίας του ’60 στην Αθήνα οδήγησε στο σημερινό στρεβλό παραγωγικό μοντέλο στον οποίο δεσπόζει ένας παρασιτικός και κρατικοδίαιτος – και όλο και περισσότερο … «ευρωδίαιτος» λόγω των ποικίλων κοινοτικών κονδυλίων – τομέας «υπηρεσιών», χωρίς μεγάλη πραγματική εγχώρια προστιθέμενη αξία. Τα χαρακτηριστικά αυτά εμπεδώνουν τελεσίδικα την οικονομική εξάρτηση της χώρας από τον διεθνή παράγοντα και τα κέντρα της παγκοσμιοποίησης και, ταυτόχρονα, εμποδίζουν τη διαμόρφωση μίας υγιούς συνείδησης στους πολίτες, οι οποίοι προσαρμόζονται σε αυτή την οικονομικά «ετερόφωτη» πραγματικότητα.
Η αντιμετώπιση του δημογραφικού, που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Ελληνισμού, προϋποθέτει, επίσης, μία γενναία και δραστική πολιτική αποκέντρωσης. Η αναζωογόνηση της υπαίθρου είναι η μόνη λύση και για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, τη στιγμή, μάλιστα, που τεχνηέντως προβάλλεται το αντίθετο.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι να συνειδητοποιηθεί πως η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας περνά από την αποκέντρωση των παραγωγικών της συντελεστών προς τη Μακεδονία και τη Θράκη, με ανάλογα οικονομικά, επιχειρηματικά, φορολογικά και άλλα κίνητρα. Η μετατόπιση του οικονομικού «πνεύμονα» της χώρας από την Αττική στον άξονα της Εγνατίας αλλά και στο Αιγαίο αποτελεί μονόδρομο για την υγιή ανάπτυξης της βιομηχανίας, της γεωργίας και της αλιείας, τομείς στους οποίους πρέπει να αναπτύξουμε συγκριτικό πλεονέκτημα αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης και του παρασιτισμού.
Όμως, μέσα από το αθηνοκεντρικό κράτος αναπαράγεται όχι μόνο η οικονομική αλλά και η πολιτισμική εξάρτηση. Η Αθήνα αποτελεί έναν παθητικό δέκτη της παγκοσμιοποίησης αλλά και αναμεταδότη αυτής στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς οι άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας μοιραία ακολουθούν το πρότυπό της, λόγω του υπερβολικά μεγάλου πληθυσμιακού, οικονομικού και πολιτικού της βάρους – και, σε κάθε περίπτωση, όχι παραγωγός αυτόχθονος πολιτισμού. Η αντίσταση στην άνωθεν επιβολή του εθνομηδενισμού προέρχεται από όσα αντανακλαστικά έχουν απομείνει στους άρριζους, πλέον, κατοίκους της πρωτεύουσας του υδροκέφαλου κράτους μας (και των περιφερειακών πόλεων που μιμητικά κινούνται στον αστερισμό της). Ο Έλληνας, και δη ο Αθηναίος, απρόσωπο «υποπροϊόν» της εσωτερικής μετανάστευσης, αντιστέκεται μόνο χάρη στις αναμνήσεις από τις παραδόσεις των πάλαι ποτέ ζωντανών κοινοτήτων στις οποίες ζούσαν οι πρόγονοί του.
Ο αθηνοκεντρισμός, όμως, έχει αντίκτυπο και στη νοηματοδότηση της εθνικής μας συνείδησης, καθώς συμβολικά υποβαθμίζει την ελληνιστική και βυζαντινή μας κληρονομιά. Προσανατολίζει, έτσι, την ταυτότητά μας μόνο στην κλασσική αρχαιότητα και, μάλιστα, στην εκδοχή που επικράτησε στη Δύση.
Ο προσανατολισμός αυτός δεν έχει μόνο άυλες συνέπειες, αλλά γεννά και γεωπολιτικές περιπλοκές καθώς αντανακλάται στις προτεραιότητες της εξωτερικής μας πολιτικής. Το είδαμε αυτό ανάγλυφα στην περίπτωση του Μακεδονικού και της αλαζονείας με την οποία επιβλήθηκε, παρά τη θέληση του Ελληνικού Λαού, η Συμφωνία των Πρεσπών.
Επιπλέον, ο αθηνοκεντρισμός του «η Κύπρος κείται μακράν» τείνει πλέον να αφορά και το Καστελόριζο και, γενικότερα, αυτά τα ίδια τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που «θέρισε» όλες σχεδόν τις εξωελλαδικές νευρικές απολήξεις του Ελληνισμού, ήρθε η μεταπολεμική αστυφιλία για να «μαντρώσει» τους Έλληνες στον αθηναϊκό «πυρήνα», αφήνοντας στην ενδοελλαδική περιφέρεια ένα κενό που, δυστυχώς, δεν θα περιμένει για πολύ εμάς να το ξανακαλύψουμε, αλλά, αντίθετα, θα δελεάζει άλλους να εποφθαλμιούν την κρατική μας επικράτεια…
Αν το δούμε και ευρύτερα γεωπολιτικά, ο αθηνοκεντρισμός αποκόπτει τη χώρα από τον γεωγραφικό της περίγυρο, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς του Ερντογάν αλλά και άλλων «παικτών» στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και, γενικά, σε όλη την εξωελλαδική περιφέρεια, όπου για χιλιετίες δραστηριοποιείται και αναπτύσσει σχέσεις ο Ελληνισμός. Παράλληλα, ενισχύει υπέρμετρα την εξάρτηση από τον ευρωατλαντικό παράγοντα, μειώνοντας τη δυνατότητα ανάπτυξης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Σήμερα, οι πιο ζωτικές μας δυνάμεις συνωστίζονται στο μέρος όπου κάποτε υπήρχε η ενδοξότερη «πόλη – κράτος», με συνέπεια να κινδυνεύουμε να γίνουμε «κράτος – πόλη» και, ακόμη, χειρότερα, να μετατραπούμε από «έθνος – κράτος» σε ένα άχρωμο αθηναϊκό «πόλη – έθνος» με μόνη ταυτότητα την παγκοσμιοποίηση. Μόνη διέξοδος από το τέλμα είναι να χαράξουμε και να εφαρμόσουμε με συνέπεια μία σοβαρή και τολμηρή πολιτική αποκέντρωσης.
Το χρωστάμε απέναντι στο παρελθόν του Ελληνισμού να του δώσουμε ένα βιώσιμο και αξιοπρεπές μέλλον. Αλλά οι όποιες λύσεις πρέπει να γίνουν πράξη ΑΜΕΣΑ – ειδάλλως, πολύ σύντομα, κείμενα σαν αυτό ή και άλλα, πολύ αρτιότερα και καλύτερα, δεν θα αποτελούν (όπως γράψαμε και στην αρχή) διάγνωση αλλά ιατροδικαστική έκθεση για τις αιτίες θανάτου του συλλογικού μας πτώματος…
[…] ΑΛΑΚΑΤΙ […]