Αν Η Τέχνη Ηταν τράπεζα…

του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου

Κι ἀφοῦ ἀκούστηκαν ὅλα τά αἰτήματα τῶν ὑπηκόων στήν αἴθουσα τοῦ θρόνου, ἦλθε καί ἡ σειρά τοῦ χώρου τοῦ «πολιτισμοῦ». Μπῆκαν μέσα μουσικοί, ἠθοποιοί, γελωτοποιοί καί ξυλοπόδαροι, μέ μία ἀταξία πού σαφῶς δέν ἅρμοζε στήν περίσταση, ὅπως παρατήρησε μέ ἕναν μορφασμό ἀηδίας ὁ Μάγιστρος τῆς ἀνάπτυξης…

Χρησιμοποιῶ την λέξη «πολιτισμός» σέ εἰσαγωγικά, διότι πραγματικά σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἕναν καλλιτεχνικό χῶρο. Θά ἤθελα ὅμως νά μιλήσω καί γιά τήν πρώτη καί γιά τήν δεύτερη ἔννοιά του. Καί μᾶλλον θά ξεκινήσω από τήν δεύτερή, στήν πιό underground μορφή της, ἔτσι ὅπως τήν ἔχω βιώσει σχεδόν 24 χρόνια ὥς ἐνεργός μουσικός, σέ κουτούκια, ταβέρνες, μπάρ, μουσικές σκηνές, συναυλίες, παραστάσεις…

‘Ὑπάρχουν χιλιάδες συνάδελφοι μουσικοί, ἐξαιρετικοί, ταλαντοῦχοι, δημιουργικοί. Ἄγνωστοι στό εὐρύτερο κοινό, ἀκόμα πιό ἄγνωστοι στούς φορεῖς της «πολιτείας». Ἔχουν ἀφιερώσει χιλιάδες ὧρες μαθητείας, μελέτης, προβῶν, πρακτικῆς ἐξάσκησης. Χρόνια σπουδῶν, συνήθως γιά νά ἀποκτήσουν διπλώματα ἀδιαβάθμητα, μή ἀναγνωρίσιμα πρακτικά από τό κράτος. Χιλιάδες ὧρες δουλειᾶς, συνήθως ἀνασφάλιστης καί κακοπληρωμένης. Κάποιοι ἀπό αὐτούς, ἔχουν ἀφιερώσει ἑκατοντάδες ὧρες στά στούντιο, γιά νά ἠχογραφήσουν τίς πρωτότυπες δημιουργίες τους, μέ δικά τους ἔξοδα. Περιμένοντας νά ἀκούσει κάποιος τα τραγούδια τους ἀπό τό Youtube, διότι τα ραδιόφωνα πλέον θέλουν φράγκα γιά νά τά παίξουνε. Καί λεφτά –τελικά– δέν ὑπάρχουν…

Ζοῦν σέ μιά ἐποχή πού δέν τούς χωρᾶ. Μά αὐτοί κάπου θά βροῦν νά τρυπώσουν. Σέ ἕνα κουτούκι, σ’ ἕνα μπάρ, στή γωνιά κάποιου πεζόδρομου, σέ κάποιο ὠδεῖο ἤ στό σπίτι κάποιου πιτσιρικά πού κόλλησε κι αὐτός τήν ἴδια τρέλλα, νά μάθει νά παίζει μουσική. Ἄν βρισκόντουσαν σέ ἄλλη χώρα, τό πιθανότερο θά ζοῦσαν τουλάχιστον ἀξιοπρεπῶς ἀπό την τέχνη τους. Ἄν ζοῦσαν σέ ἄλλη ἐποχή, πιθανόν θά ἦταν τό καύχημα τῆς πόλης τους.

Σήμερα, κι ἐδωπέρα, ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς… Ὑπάρχουν ἄλλες προτεραιότητες. Μία κοινωνία πού ἔχει ὥς συλλογικό ὅραμα νά βγεῖ στίς ἀγορές, δέν θά δώσει καί ἰδιαίτερη σημασία στούς ἐμπνευσμένους στίχους τοῦ Γιώργου, στήν εὐφυῆ μουσική σύνθεση τοῦ Μανώλη, στήν ἐξαιρετική ἑρμηνεία τῆς Εὔας. Ἄλλωστε ποιό τραγούδι θά μποροῦσε νά ἐμπνεύσει ἤ νά ἐμπνευστεῖ ἀπό ἕνα τέτοιο ὅραμα… Ὁ «πολιτισμός» ὥς ἐμπόριο ἔχει καί τόν κορεσμό του. Δέν χρειάζονται πολλά «προϊόντα» ὅταν ἡ ζήτηση εἶναι μικρή. Κι ὄ,τι δέν μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ σέ ὄρους βιομηχανικούς, συγγνώμη, μά εἶναι περιττό σέ τέτοιους καιρούς. Ἡ καλλιτεχνική δημιουργία, ἡ ἐκτός τῆς μικρῆς ἀγορᾶς πού τροφοδοτεῖται ἐπαρκῶς ἀπό την καλλιτεχνική βιομηχανία, εἶναι μᾶλλον περιττή ἄν ὄχι ἐπιζήμια.

Εἶναι μέν κι ἐτοῦτοι «πολῖτες», δηλαδή ψηφοφόροι, ὥς ἐκ τούτου θά πρέπει ἡ κυβέρνηση νά τούς πετάξει κανένα ὁκτακοσάευρω γιά νά μή γκρινιάζουν. Θά πρέπει και ἡ ἀντιπολίτευση νά τούς πεῖ πώς ἄξιζαν χίλια ἑξακόσια εὐρώ, μά πέσανε σέ ὑπουργούς πού δέν κατανοοῦν τήν ἀξία τῆς τέχνης. Κάπως ἔτσι κουτσά στραβά θά την βγάλουν καί φέτος. Μαζί μέ ἄλλους περιττούς. Ἠθοποιούς, σκηνοθέτες, ζωγράφους, στιχουργούς, ποιητές, συγγραφεῖς, σεναριογράφους, σκηνογράφους, εἰκαστικούς κι ἕνα σωρό ἀνόητους καί ρομαντικούς, πού δέν χωρᾶ ἡ ἀγορά. Πόσο μᾶλλον οἱ ἀγορές…

Ἄν ἡ τέχνη ἦταν τράπεζα θά εἶχε σωθεῖ πρώτη. Σέ ἄλλες ἐποχές ἡ ἐξουσία χρέωνε τούς ὑπηκόους της γιά νά φτιάξει Παρθενῶνες καί Ἀγιασοφιές, γιά νά κατασκευάσει θέατρα καί νά ἀνεβάσει τραγωδίες, γιά νά δημιουργήσει ἀγάλματα καί ψηφιδωτά. Σήμερα τούς χρεώνει γιά νά ἀνακεφαλαιοποιήσει τίς τράπεζες. Ἡ ἐξουσία δέν ἄλλαξε καί ἰδιαίτερα. Ἀπό αὐταρχική ἕως ἀπάνθρωπη, τότε καί τώρα, ποτέ δέν ρωτοῦσε. Μά οἱ ἐποχές μᾶλλον ἄλλαξαν. Δέν ξέρω πόσο περήφανα θά εἶναι τά ἐγγόνια μας, πού σώσαμε την Eurobank καί τήν Πειραιῶς. Μά ξέρω πῶς ἄν κάτι μᾶς ἔμεινε πολύτιμο καί ἀκατάσχετο ἀπό την ἐφορία, είναι ἕνας Πολιτισμός –χωρίς εἰσαγωγικά- πού ἔβρισκε τήν Ταυτότητά του στήν Τέχνη. Πού ἡ Τέχνη ἀποτελοῦσε την προτεραιότητά του, διότι μόνο αὐτή μποροῦσε νά πλησιάσει το ἀληθεύειν, μέ μία κατάφαση ἄχρονη και συλλογική.

‘Ὑπήρξαν κάποτε καί δημιουργοί, πού κάνανε σφουγγάρα στά μαγαζιά, γιά νά μπορέσουνε νά φάνε. Σέ μαγαζιά πού εἴχανε τσουκ-μπόξ, γεμᾶτα μέ τραγούδια τους. Κι ὅταν οἱ νοικοκυραῖοι μαγαζάτορες τούς πέταγαν ἔξω, γιά νά μήν χαλάσουν τήν εἰκόνα τού μαγαζιοῦ, αὐτοί δέν τούς ζητοῦσαν τά πνευματικά τους δικαιώματα…

Θέλω νά πῶ πῶς καλά καί σωστά εἶναι ὅλα μας τά αἰτήματα. Καί φειδωλά θα ἔλεγα… Μά ἄν ἀπογυμνώσουμε τήν Τέχνη ἀπό την ἱερότητά της, τό χάρισμα ἀπό την Χάρη, τήν μουσική ἀπό τό ντουέντε, τήν δημιουργία ἀπό τήν μυστική της σχέση μέ τόν Δημιουργό, τότε θά καταντήσουμε νά μιλᾶμε μόνο μέ ὄρους ἀγοράς. Καί τότε θά ἔχουμε πραγματικά νικηθεῖ καί τελειώσει. Καλό θά εἶναι τότε ἐμεῖς, οἱ «ἄνθρωποι τοῦ πολιτισμοῦ», πού μᾶς ἔλαχε στούς ὤμους μιά τέτοια βαριά ὑπηρεσία, νά βάζουμε τουλάχιστον τήν λέξη «πολιτισμός» σέ εἰσαγωγικά. Γιά νά μήν χρειαστεῖ στό τέλος νά βάλουμε τήν λέξη ἄνθρωποι…

Published by

Γιάννης Παναγιωτακόπουλος